Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Βάκχαι (677-727)


ΑΓ. ἀγελαῖα μὲν βοσκήματ᾽ ἄρτι πρὸς λέπας
μόσχων ὑπεξήκριζον, ἡνίχ᾽ ἥλιος
ἀκτῖνας ἐξίησι θερμαίνων χθόνα.
680 ὁρῶ δὲ θιάσους τρεῖς γυναικείων χορῶν,
ὧν ἦρχ᾽ ἑνὸς μὲν Αὐτονόη, τοῦ δευτέρου
μήτηρ Ἀγαυὴ σή, τρίτου δ᾽ Ἰνὼ χοροῦ.
ηὗδον δὲ πᾶσαι σώμασιν παρειμέναι,
αἱ μὲν πρὸς ἐλάτης νῶτ᾽ ἐρείσασαι φόβην,
685 αἱ δ᾽ ἐν δρυὸς φύλλοισι πρὸς πέδωι κάρα
εἰκῆι βαλοῦσαι σωφρόνως, οὐχ ὡς σὺ φὴις
ὠινωμένας κρατῆρι καὶ λωτοῦ ψόφωι
θηρᾶν καθ᾽ ὕλην Κύπριν ἠρημωμένας.
ἡ σὴ δὲ μήτηρ ὠλόλυξεν ἐν μέσαις
690 σταθεῖσα βάκχαις ἐξ ὕπνου κινεῖν δέμας,
μυκήμαθ᾽ ὡς ἤκουσε κεροφόρων βοῶν.
αἱ δ᾽ ἀποβαλοῦσαι θαλερὸν ὀμμάτων ὕπνον
ἀνῆιξαν ὀρθαί, θαῦμ᾽ ἰδεῖν εὐκοσμίας,
νέαι παλαιαὶ παρθένοι τ᾽ ἔτ᾽ ἄζυγες.
695 καὶ πρῶτα μὲν καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας
νεβρίδας τ᾽ ἀνεστείλανθ᾽ ὅσαισιν ἁμμάτων
σύνδεσμ᾽ ἐλέλυτο, καὶ καταστίκτους δορὰς
ὄφεσι κατεζώσαντο λιχμῶσιν γένυν.
αἱ δ᾽ ἀγκάλαισι δορκάδ᾽ ἢ σκύμνους λύκων
700 ἀγρίους ἔχουσαι λευκὸν ἐδίδοσαν γάλα,
ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς ἦν σπαργῶν ἔτι
βρέφη λιπούσαις· ἐπὶ δ᾽ ἔθεντο κισσίνους
στεφάνους δρυός τε μίλακός τ᾽ ἀνθεσφόρου.
θύρσον δέ τις λαβοῦσ᾽ ἔπαισεν ἐς πέτραν,
705 ὅθεν δροσώδης ὕδατος ἐκπηδᾶι νοτίς·
ἄλλη δὲ νάρθηκ᾽ ἐς πέδον καθῆκε γῆς
καὶ τῆιδε κρήνην ἐξανῆκ᾽ οἴνου θεός·
ὅσαις δὲ λευκοῦ πώματος πόθος παρῆν,
ἄκροισι δακτύλοισι διαμῶσαι χθόνα
710 γάλακτος ἑσμοὺς εἶχον· ἐκ δὲ κισσίνων
θύρσων γλυκεῖαι μέλιτος ἔσταζον ῥοαί.
ὥστ᾽, εἰ παρῆσθα, τὸν θεὸν τὸν νῦν ψέγεις
εὐχαῖσιν ἂν μετῆλθες εἰσιδὼν τάδε.
ξυνήλθομεν δὲ βουκόλοι καὶ ποιμένες
715 κοινῶν λόγων δώσοντες ἀλλήλοις ἔριν
[ὡς δεινὰ δρῶσι θαυμάτων τ᾽ ἐπάξια].
καί τις πλάνης κατ᾽ ἄστυ καὶ τρίβων λόγων
ἔλεξεν εἰς ἅπαντας· Ὦ σεμνὰς πλάκας
ναίοντες ὀρέων, θέλετε θηρασώμεθα
720 Πενθέως Ἀγαυὴν μητέρ᾽ ἐκ βακχευμάτων
χάριν τ᾽ ἄνακτι θώμεθ᾽; εὖ δ᾽ ἡμῖν λέγειν
ἔδοξε, θάμνων δ᾽ ἐλλοχίζομεν φόβαις
κρύψαντες αὑτούς. αἱ δὲ τὴν τεταγμένην
ὥραν ἐκίνουν θύρσον ἐς βακχεύματα,
725 Ἴακχον ἀθρόωι στόματι τὸν Διὸς γόνον
Βρόμιον καλοῦσαι· πᾶν δὲ συνεβάκχευ᾽ ὄρος
καὶ θῆρες, οὐδὲν δ᾽ ἦν ἀκίνητον δρόμωι.


ΑΓΓΕΛΟΣ Α’
Το κοπάδι των μόσχων μόλις ανέβαινε προς τους βράχους,
την ώρα που ο ήλιος στέλνει τις αχτίνες του να ζεστάνουν τη γη.
680Άξαφνα βλέπω τρεις θιάσους γυναικείων χορών.
Κορυφαία στον πρώτο η Αυτονόη,
στο δεύτερο η μητέρα σου η Αγαύη,
στον τρίτο η Ινώ.
Όλες τους είχαν βυθιστεί στον ύπνο, τα κορμιά τους αφημένα.
Άλλες ακουμπούσαν με την πλάτη σε χαίτη ελάτου,
685και άλλες είχαν γερμένο το κεφάλι τους στο χώμα
πάνω σε φύλλα δρυός,
όπως έτυχε, όμως σεμνά — όχι όπως λες εσύ,
πως μεθυσμένες από το κρασί και τον ήχο του αυλού
κυνηγούν την Αφροδίτη μέσα στις κρυφές ερημιές του δάσους.

Η μητέρα σου,
όταν άκουσε τους μυκηθμούς των κερασφόρων μόσχων,
εγέρθηκε στη μέση των βακχών και ύψωσε τον ιερό αλαλαγμό,
690για να ελευθερώσουν τα κορμιά τους απ᾽ τον ύπνο.
Εκείνες τίναξαν από τα βλέφαρά τους τον θαλερό ύπνο
και πετάχτηκαν επάνω
—να βλέπεις την τάξη τους και να θαυμάζεις—
νέες, γριές και ανύπαντρα κορίτσια.
695Άφησαν πρώτα τα μαλλιά τους να χυθούν στους ώμους,
έσφιξαν τα κατάστικτα δέρματα ελαφιών,
αν είχαν λυθεί οι κόμποι που τα έδεναν,
και τα έζωσαν με φίδια που τους έγλειφαν το μάγουλο.
Άλλες, που εγκατέλειψαν τα βρέφη τους νεότοκες
και το στήθος τους έσφυζε,
κρατούσαν στην αγκαλιά τους ζαρκάδι ή άγρια λυκόπουλα
700και τους έδιναν άσπρο γάλα.
Έπειτα φόρεσαν στεφάνια από κισσό
και δρυ και ανθισμένη σμιλακιά.
Άδραξε μια τον θύρσο, χτυπάει στο βράχο
705και αναβλύζει δροσερό νερό.
Άλλη βύθισε στο χώμα τη ράβδο του θύρσου
και ο θεός εκεί άνοιξε κρήνη οίνου.
Και όσες ένιωθαν τον πόθο του λευκού ποτού
με τ᾽ ακροδάχτυλά τους χάραζαν το χώμα
και ανέβαιναν βρύσες γάλα.
710Από τους κισσοφόρους θύρσους έσταζαν
γλυκιές σταγόνες μέλι.
Ένα σου λέω:
Αν ήσουν εκεί, με προσευχές θα ικέτευες
τον θεό που τώρα ψέγεις,
αυτά μόνο να έβλεπες.

Μαζευτήκαμε βουκόλοι και ποιμένες
και αρχίσαμε να λέει ο ένας στον άλλον όσα είδαμε
715και να μαλώνουμε.
Και κάποιος που περιφέρεται στην πόλη,
ένας λογοκόπος, είπε σε όλους μας:
«Εσείς που κατοικείτε τις ιερές κορυφές των βουνών,
θέλετε να πιάσουμε πάνω στη βακχεία την Αγαύη,
720τη μητέρα του Πενθέα,
και να προσφέρουμε εκδούλευση στον βασιλιά μας;»
Μας εφάνη πως μίλησε σωστά
και κρυμμένοι μέσα στα φυλλώματα των θάμνων καραδοκούσαμε.
Εκείνες, στην ώρα τους, έσειαν τον θύρσο,
για να ξεκινήσει η βακχεία,
και όλες τους, μ᾽ ένα στόμα, επικαλούνταν τον Διόνυσο,
725τον γιο του Διός, και τον έλεγαν Ίακχο.
Εβάκχευε μαζί τους όλο το βουνό και τ᾽ αγρίμια.
Τίποτα στο πέρασμά τους δεν έμενε ασάλευτο.