Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Βάκχαι (461-518)


ΔΙ. οὐκ ὄκνος οὐδείς, ῥάιδιον δ᾽ εἰπεῖν τόδε.
τὸν ἀνθεμώδη Τμῶλον οἶσθά που κλύων.
ΠΕ. οἶδ᾽, ὃς τὸ Σάρδεων ἄστυ περιβάλλει κύκλωι.
ΔΙ. ἐντεῦθέν εἰμι, Λυδία δέ μοι πατρίς.
465 ΠΕ. πόθεν δὲ τελετὰς τάσδ᾽ ἄγεις ἐς Ἑλλάδα;
ΔΙ. Διόνυσος αὐτός μ᾽ εἰσέβησ᾽, ὁ τοῦ Διός.
ΠΕ. Ζεὺς δ᾽ ἔστ᾽ ἐκεῖ τις ὃς νέους τίκτει θεούς;
ΔΙ. οὔκ, ἀλλ᾽ ὁ Σεμέλην ἐνθάδε ζεύξας γάμοις.
ΠΕ. πότερα δὲ νύκτωρ σ᾽ ἢ κατ᾽ ὄμμ᾽ ἠνάγκασεν;
470 ΔΙ. ὁρῶν ὁρῶντα, καὶ δίδωσιν ὄργια.
ΠΕ. τὰ δ᾽ ὄργι᾽ ἐστὶ τίν᾽ ἰδέαν ἔχοντά σοι;
ΔΙ. ἄρρητ᾽ ἀβακχεύτοισιν εἰδέναι βροτῶν.
ΠΕ. ἔχει δ᾽ ὄνησιν τοῖσι θύουσιν τίνα;
ΔΙ. οὐ θέμις ἀκοῦσαί σ᾽, ἔστι δ᾽ ἄξι᾽ εἰδέναι.
475 ΠΕ. εὖ τοῦτ᾽ ἐκιβδήλευσας, ἵν᾽ ἀκοῦσαι θέλω. ;
ΔΙ. ἀσέβειαν ἀσκοῦντ᾽ ὄργι᾽ ἐχθαίρει θεοῦ.
ΠΕ. ὁ θεός, ὁρᾶν γὰρ φὴις σαφῶς, ποῖός τις ἦν;
ΔΙ. ὁποῖος ἤθελ᾽· οὐκ ἐγὼ ᾽τασσον τόδε.
ΠΕ. τοῦτ᾽ αὖ παρωχέτευσας, εὖ γ᾽ οὐδὲν λέγων.
480 ΔΙ. δόξει τις ἀμαθεῖ σοφὰ λέγων οὐκ εὖ φρονεῖν.
ΠΕ. ἦλθες δὲ πρῶτα δεῦρ᾽ ἄγων τὸν δαίμονα;
ΔΙ. πᾶς ἀναχορεύει βαρβάρων τάδ᾽ ὄργια.
ΠΕ. φρονοῦσι γὰρ κάκιον Ἑλλήνων πολύ.
ΔΙ. τάδ᾽ εὖ γε μᾶλλον· οἱ νόμοι δὲ διάφοροι.
485 ΠΕ. τὰ δ᾽ ἱερὰ νύκτωρ ἢ μεθ᾽ ἡμέραν τελεῖς;
ΔΙ. νύκτωρ τὰ πολλά· σεμνότητ᾽ ἔχει σκότος.
ΠΕ. τοῦτ᾽ ἐς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρόν.
ΔΙ. κἀν ἡμέραι τό γ᾽ αἰσχρὸν ἐξεύροι τις ἄν.
ΠΕ. δίκην σε δοῦναι δεῖ σοφισμάτων κακῶν.
490 ΔΙ. σὲ δ᾽ ἀμαθίας γε κἀσεβοῦντ᾽ ἐς τὸν θεόν.
ΠΕ. ὡς θρασὺς ὁ βάκχος κοὐκ ἀγύμναστος λόγων.
ΔΙ. εἴφ᾽ ὅτι παθεῖν δεῖ· τί με τὸ δεινὸν ἐργάσηι;
ΠΕ. πρῶτον μὲν ἁβρὸν βόστρυχον τεμῶ σέθεν.
ΔΙ. ἱερὸς ὁ πλόκαμος· τῶι θεῶι δ᾽ αὐτὸν τρέφω.
495 ΠΕ. ἔπειτα θύρσον τόνδε παράδος ἐκ χεροῖν.
ΔΙ. αὐτός μ᾽ ἀφαιροῦ· τόνδε Διονύσωι φορῶ.
ΠΕ. εἱρκταῖσί τ᾽ ἔνδον σῶμα σὸν φυλάξομεν.
ΔΙ. λύσει μ᾽ ὁ δαίμων αὐτός, ὅταν ἐγὼ θέλω.
ΠΕ. ὅταν γε καλέσηις αὐτὸν ἐν βάκχαις σταθείς.
500 ΔΙ. καὶ νῦν ἃ πάσχω πλησίον παρὼν ὁρᾶι.
ΠΕ. καὶ ποῦ ᾽στιν; οὐ γὰρ φανερὸς ὄμμασίν γ᾽ ἐμοῖς.
ΔΙ. παρ᾽ ἐμοί· σὺ δ᾽ ἀσεβὴς αὐτὸς ὢν οὐκ εἰσορᾶις.
ΠΕ. λάζυσθε· καταφρονεῖ με καὶ Θήβας ὅδε.
ΔΙ. αὐδῶ με μὴ δεῖν, σωφρονῶν οὐ σώφροσιν.
505 ΠΕ. ἐγὼ δὲ δεῖν γε, κυριώτερος σέθεν.
ΔΙ. οὐκ οἶσθ᾽ †ὅτι ζῆς† οὐδ᾽ ὃ δρᾶις οὐδ᾽ ὅστις εἶ.
ΠΕ. Πενθεύς, Ἀγαυῆς παῖς, πατρὸς δ᾽ Ἐχίονος.
ΔΙ. ἐνδυστυχῆσαι τοὔνομ᾽ ἐπιτήδειος εἶ.
ΠΕ. χώρει· καθείρξατ᾽ αὐτὸν ἱππικαῖς πέλας
510 φάτναισιν, ὡς ἂν σκότιον εἰσορᾶι κνέφας.
ἐκεῖ χόρευε· τάσδε δ᾽ ἃς ἄγων πάρει
κακῶν συνεργοὺς ἢ διεμπολήσομεν
ἢ χεῖρα δούπου τοῦδε καὶ βύρσης κτύπου
παύσας ἐφ᾽ ἱστοῖς δμωίδας κεκτήσομαι.
515 ΔΙ. στείχοιμ᾽ ἄν· ὅτι γὰρ μὴ χρεὼν οὔτοι χρεὼν
παθεῖν. ἀτάρ τοι τῶνδ᾽ ἄποιν᾽ ὑβρισμάτων
μέτεισι Διόνυσός σ᾽, ὃν οὐκ εἶναι λέγεις·
ἡμᾶς γὰρ ἀδικῶν κεῖνον ἐς δεσμοὺς ἄγεις.


ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Δε θα διστάσω να σου πω. Δύσκολο δεν είναι.
Ίσως θα έχεις ακούσει και θα ξέρεις τον ανθισμένο Τμώλο.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Ξέρω. Αγκαλιάζει την πόλη των Σάρδεων.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Από εκεί κρατάω. Πατρίδα μου η χώρα της Λυδίας.
ΠΕΝΘΕΑΣ
465Και από πού και ως πού φέρνεις τις τελετές σου στην Ελλάδα;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Με δίδαξε ο Διόνυσος, ο υιός του Διός.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Υπάρχει εκεί άλλος Δίας, που γεννά νέους θεούς;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όχι! Είναι αυτός που ενώθηκε με τη Σεμέλη εδώ.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Και σε ... “ανάγκασε” στο όνειρό σου ή τον είδες με τα μάτια σου;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
470Τον έβλεπα και μ᾽ έβλεπε. Έτσι μου εμπιστεύτηκε τα όργια.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Αυτά τα όργια που λες, πώς είναι;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Δε λέγονται. Απαγορεύεται να τα γνωρίζουν οι αμύητοι.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Και ποιό το όφελος, αν είσαι μυημένος;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Δεν επιτρέπεται ν᾽ ακούσεις, όμως θα άξιζε να ξέρεις.
ΠΕΝΘΕΑΣ
475Ωραίο τέχνασμα, για να ζητώ να μάθω.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Τα όργια του θεού μισούν τον θιασώτη της ασέβειας.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Ο θεός —αφού λες πως τον είδες ολοζώντανο— πώς ήταν;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όπως ήθελε. Αυτό δεν το καθόριζα εγώ.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Ωραία το παρέκαμψες και αυτό, ενώ δεν απαντάς.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
480Μιλάς σοφά στον αμαθή, και αυτός σε λέει παράλογο.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Τον θεό ήρθες και τον έφερες πρώτα εδώ;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όλοι οι βάρβαροι χορεύουν τους ιερούς χορούς.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Γιατί οι βάρβαροι είναι πολύ πιο αφελείς από τους Έλληνες.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Σ᾽ αυτό μάλλον πιο ώριμοι. Απλώς, τα ήθη τους διαφέρουν.
ΠΕΝΘΕΑΣ
485Οι τελετές γίνονται νύχτα ή την ημέρα;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Συνήθως νύχτα. Είναι ιεροπρεπές το σκότος.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Για τις γυναίκες αυτό είναι ύπουλο και δόλιο.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Το αισχρό —φαντάζομαι— το βρίσκεις και τη μέρα.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Για τις θλιβερές σοφιστείες θα δώσεις λόγο.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
490Και εσύ, γιατί είσαι μωρός και ασεβής.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Είναι θρασύς ο μύστης, θρασύτατος, και με λόγο γυμνασμένο.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Πες μου! Τί πρόκειται να πάθω; Τί το φοβερό μου επιφυλάσσεις;
ΠΕΝΘΕΑΣ
Πρώτα πρώτα: Θα σου κόψω τον αβρό βόστρυχο.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ο βόστρυχος είναι ιερός, αφιερωμένος στο θεό.
ΠΕΝΘΕΑΣ
495Παράδωσέ μου, τώρα, τον θύρσο που κρατάς.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Έλα να τον πάρεις εσύ. Εγώ υψώνω τον θύρσο για τον Διόνυσο.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Έπειτα, θα εγκλειστείς στη φυλακή και θα φρουρείσαι.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Θα με ελευθερώσει ο θεός, όταν εγώ θελήσω.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Όταν βρεθείς ανάμεσα στις βάκχες και τον καλέσεις.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
500Και τώρα δίπλα σου είναι και βλέπει όσα πάσχω.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Πού είναι; Τα μάτια τα δικά μου δεν τον βλέπουν.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όπου είμαι εγώ. Στον ασεβή δεν φανερώνεται.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Συλλάβετέ τον. Αυτός περιφρονεί και εμένα και τη Θήβα.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Εγώ ο σώφρων λέω στους μη σώφρονες: μη με δένετε.
ΠΕΝΘΕΑΣ
505Και εγώ σας λέω: δέστε τον. Η δύναμή μου πάνω από σένα.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Δεν ξέρεις γιατί ζεις, τί πράττεις, ποιός είσαι.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Είμαι ο Πενθέας, ο γιος της Αγαύης· πατέρας μου ο Εχίων.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Πενθέας! Όνομα ταιριαστό να κλείσει μέσα του το πένθος.
ΠΕΝΘΕΑΣ
510Προχώρει! Κλείστε τον στο στάβλο των αλόγων,
να βλέπει το τυφλό σκοτάδι. Εκεί χόρευε.
Και αυτές εδώ,
τις συνεργούς του κακού, που τις σέρνεις μαζί σου,
ή θα τις πουλήσω
ή θέτω τέλος σε τύμπανα και κρότους
και τις κρατάω στους αργαλειούς μου δούλες.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
515Πηγαίνω. Ό,τι δεν πρέπει να πάθω,
δεν θα το πάθω. Όμως ο Διόνυσος,
που λες πως δεν υπάρχει,
θα σε δικάσει γι᾽ αυτή την ύβρη.
Γιατί δεν αδικείς εμένα, εκείνον φυλακίζεις.