Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἄλκηστις (747-802)


ΘΕΡΑΠΩΝ
πολλοὺς μὲν ἤδη κἀπὸ παντοίας χθονὸς
ξένους μολόντας οἶδ᾽ ἐς Ἀδμήτου δόμους,
οἷς δεῖπνα προύθηκ᾽· ἀλλὰ τοῦδ᾽ οὔπω ξένου
750κακίον᾽ ἐς τήνδ᾽ ἑστίαν ἐδεξάμην.
ὃς πρῶτα μὲν πενθοῦντα δεσπότην ὁρῶν
ἐσῆλθε κἀτόλμησ᾽ ἀμείψασθαι πύλας.
ἔπειτα δ᾽ οὔτι σωφρόνως ἐδέξατο
τὰ προστυχόντα ξένια, συμφορὰν μαθών,
755ἀλλ᾽ εἴ τι μὴ φέροιμεν, ὤτρυνεν φέρειν.
ποτῆρα δ᾽ ἐν χείρεσσι κίσσινον λαβὼν
πίνει μελαίνης μητρὸς εὔζωρον μέθυ,
ἕως ἐθέρμην᾽ αὐτὸν ἀμφιβᾶσα φλὸξ
οἴνου· στέφει δὲ κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις
760ἄμουσ᾽ ὑλακτῶν· δισσὰ δ᾽ ἦν μέλη κλύειν·
ὃ μὲν γὰρ ᾖδε, τῶν ἐν Ἀδμήτου κακῶν
οὐδὲν προτιμῶν, οἰκέται δ᾽ ἐκλαίομεν
δέσποιναν· ὄμμα δ᾽ οὐκ ἐδείκνυμεν ξένῳ
τέγγοντες· Ἄδμητος γὰρ ὧδ᾽ ἐφίετο.
765καὶ νῦν ἐγὼ μὲν ἐν δόμοισιν ἑστιῶ
ξένον, πανοῦργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα,
ἣ δ᾽ ἐκ δόμων βέβηκεν, οὐδ᾽ ἐφεσπόμην
οὐδ᾽ ἐξέτεινα χεῖρ᾽, ἀποιμώζων ἐμὴν
δέσποιναν, ἣ ᾽μοὶ πᾶσί τ᾽ οἰκέταισιν ἦν
770μήτηρ· κακῶν γὰρ μυρίων ἐρρύετο,
ὀργὰς μαλάσσουσ᾽ ἀνδρός. ἆρα τὸν ξένον
στυγῶ δικαίως, ἐν κακοῖς ἀφιγμένον;
ΗΡ. οὗτος, τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις;
οὐ χρὴ σκυθρωπὸν τοῖς ξένοις τὸν πρόσπολον
775εἶναι, δέχεσθαι δ᾽ εὐπροσηγόρῳ φρενί.
σὺ δ᾽ ἄνδρ᾽ ἑταῖρον δεσπότου παρόνθ᾽ ὁρῶν,
στυγνῷ προσώπῳ καὶ συνωφρυωμένῳ
δέχει, θυραίου πήματος σπουδὴν ἔχων.
δεῦρ᾽ ἔλθ᾽, ὅπως ἂν καὶ σοφώτερος γένῃ.
780τὰ θνητὰ πράγματ᾽ οἶδας ἣν ἔχει φύσιν;
οἶμαι μὲν οὔ· πόθεν γάρ; ἀλλ᾽ ἄκουέ μου.
βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται,
κοὐκ ἔστι θνητῶν ὅστις ἐξεπίσταται
τὴν αὔριον μέλλουσαν εἰ βιώσεται·
785τὸ τῆς τύχης γὰρ ἀφανὲς οἷ προβήσεται,
κἄστ᾽ οὐ διδακτὸν οὐδ᾽ ἁλίσκεται τέχνῃ.
ταῦτ᾽ οὖν ἀκούσας καὶ μαθὼν ἐμοῦ πάρα,
εὔφραινε σαυτόν, πῖνε, τὸν καθ᾽ ἡμέραν
βίον λογίζου σόν, τὰ δ᾽ ἄλλα τῆς τύχης.
790τίμα δὲ καὶ τὴν πλεῖστον ἡδίστην θεῶν
Κύπριν βροτοῖσιν· εὐμενὴς γὰρ ἡ θεός.
τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἔασον ταῦτα καὶ πιθοῦ λόγοις
ἐμοῖσιν — εἴπερ ὀρθά σοι δοκῶ λέγειν;
οἶμαι μέν. οὔκουν τὴν ἄγαν λύπην ἀφεὶς
795πίῃ μεθ᾽ ἡμῶν τάσδ᾽ ὑπερβαλὼν τύχας,
στεφάνοις πυκασθείς; καὶ σάφ᾽ οἶδ᾽ ὁθούνεκα
τοῦ νῦν σκυθρωποῦ καὶ ξυνεστῶτος φρενῶν
μεθορμιεῖ σε πίτυλος ἐμπεσὼν σκύφου.
ὄντας δὲ θνητοὺς θνητὰ καὶ φρονεῖν χρεών·
800ὡς τοῖς γε σεμνοῖς καὶ συνωφρυωμένοις
ἅπασίν ἐστιν, ὥς γ᾽ ἐμοὶ χρῆσθαι κριτῇ,
οὐ βίος ἀληθῶς ὁ βίος, ἀλλὰ συμφορά.


Αφού έφυγαν όλοι και έμεινε άδεια η ορχήστρα, έρχεται ο υπηρέτης που είχε οδηγήσει τον Ηρακλή μέσα στο παλάτι.
Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Σε πλήθος ξένους που από πλήθος χώρες
ήρθαν σε τούτο του Άδμητου το σπίτι
έστρωσα εγώ τραπέζι, μα από τούτον,
750τον τωρινό, χειρότερο δεν είδα.
Ενώ είδε τον αφέντη μου σε πένθος,
δε δίστασε να μπει μες στο παλάτι.
Για συμφορά ενώ του ᾽πανε κατόπι,
δε δέχτηκε όσα βάζαμε μπροστά του
με διάκριση, παρά απαιτούσε κι άλλα.
Μια κούπα από κισσόξυλο κρατώντας
πίνει χυμό βοτρυδομάνας μαύρης,
ώσπου καλά τον τύλιξε και μπήκε
μέσα του η φλόγα του κρασιού· στεφάνι
βάζει μυρτιάς στην κεφαλή, και τώρα
760παράφωνα αλυχτά· κι ακούονταν δύο
λογιών φωνές· εκείνος τραγουδούσε,
χωρίς καμιάν ευλάβεια για το πένθος,
κι εμείς οι δούλοι κλαίαμε την κυρά μας,
μα τα δάκρυα τα κρύβαμε απ᾽ τον ξένο·
ο βασιλιάς μας έτσι είχε προστάξει.
Κι ενώ τραπέζι έκανα εγώ στον ξένο,
κάποιον ληστή παλιάνθρωπο και κλέφτη,
έφυγε κείνη· στην κηδεία δεν πήγα,
το χέρι δεν της έδωσα· και μόνο
κλαίω μια κυρά που μάνα ήταν για μένα
770και για όλους του σπιτιού μας· απ᾽ του αφέντη
μας φύλαε το θυμό πραΰνοντάς τον.
Δεν έχω δίκιο να μισώ τον ξένο
που εδώ μας ήρθε μες στη συμφορά μας;
Βγαίνει ο Ηρακλής με στεφάνι στο κεφάλι και μεγάλο κρασοπότηρο στο χέρι.
ΗΡΑ. Ε, τί όψη σοβαρή ειν᾽ αυτή κι όλο έγνοιες;
Στους ξένους γλυκομίλητοι κι όχι έτσι
κατσούφηδες οι δούλοι πρέπει να είναι.
Του αφέντη σου ένα φίλο εσύ ενώ βλέπεις,
τον δέχεσαι βαρύς, συννεφιασμένος
κι ο νους σου είναι στο πένθος για μια ξένη.
Κόπιασε εδώ, ένα μάθημα να πάρεις.
780Ξέρεις τη θέση των θνητών στον κόσμο;
Θα πεις, πού να την ξέρεις; Άκου εμένα.
Όλ᾽ οι άνθρωποι μια μέρα θα πεθάνουν·
κανείς θνητός δεν ξέρει αν αύριο θα ᾽ναι
ζωντανός· μες στα σκότη προχωρούνε
τα βήματα της τύχης· δεν το βρίσκει
καμιά σοφία, κανείς δεν το διδάσκει.
Μάθε τα αυτά από μένα, κι έτσι, ευφραίνου
και πίνε· τη ζωή τής κάθε μέρας
πες τη δική σου· τ᾽ άλλα είναι της τύχης.
790Τίμα την Αφροδίτη· η πιο γλυκιά ᾽ναι
θεότητα και θέλει το καλό μας.
Τις άλλες έγνοιες άσ᾽ τες κι ακολούθει
αυτά που λέω, σωστά αν τα κρίνεις. Όχι;
Οι υπερβολές λοιπόν του πόνου ας λείπουν,
ό,τι κακό έχει γίνει δάμασέ το,
βάλε στεφάνι κι έλα πιες μαζί μου·
κι απ᾽ το κατσούφιασμά σου, βέβαιος είμαι,
κι απ᾽ τις σκοτούρες, του κρασιού το κύμα
σ᾽ άλλο λιμάνι θα σε πάει ν᾽ αράξεις.
Σκέψη θνητού ο θνητός ταιριάζει να έχει·
αν με ρωτάς εμένα, όλων εκείνων
800των σοβαρών και των κατσουφιασμένων
η ζωή είναι συμφορά, ζωή δεν είναι.