[20.22] Γι᾽ αυτούς όμως που μπορούν να φροντίζουν τις εργασίες τους, και με τον πιο μεγάλο ζήλο καλλιεργούν τα χωράφια τους, η γεωργία τούς ανταμείβει με πολύ ικανοποιητικές χρηματικές απολαβές· ο ίδιος ο πατέρας μου αυτό το εξασφάλισε για τον εαυτό του, αλλά και εμένα με δίδαξε να το αποκτώ. Ουδέποτε βέβαια με άφηνε να αγοράσω χωράφι καλλιεργημένο και αποδοτικό, αλλά, όποιο ή από αμέλεια ή από αδυναμία των ιδιοκτητών του ήταν ακαλλιέργητο και αφύτευτο, αυτό με παρότρυνε να αγοράσω. [20.23] Γιατί έλεγε ότι οι καλλιεργημένοι και αποδοτικοί αγροί και στοιχίζουν πολλά λεφτά και δεν έχουν απόδοση· εκτός από αυτό, πίστευε ότι αυτοί οι αγροί που δεν έχουν απόδοση δεν δίνουν την ίδια ευχαρίστηση, και πως κάθε κτήμα και ζώο που διαρκώς βελτιώνεται, αυτό νόμιζε ότι είναι και περισσότερο ευχάριστο. Τίποτε λοιπόν δεν αποδίδει περισσότερο από ένα χωράφι ακαλλιέργητο που γίνεται πολύ εύφορο. [20.24] Να ξέρεις καλά, Σωκράτη, είπε, ότι εμείς πολλά χωράφια κιόλας τα κάμαμε πολύ ανώτερα από την αρχική τους αξία. Αυτή η μέθοδος, Σωκράτη, είπε, αξίζει τόσο πολύ και είναι τόσο εύκολη να τη μάθεις, ώστε τώρα δα που την άκουσες φεύγεις, γνωρίζοντάς την όμοια μ᾽ εμένα, και, αν θέλεις, μπορείς να τη διδάξεις και σε κάποιον άλλο. [20.25] Ο δικός μου βέβαια πατέρας αυτά ούτε τα έμαθε από κάποιον άλλο ούτε βασανίστηκε για να τα ανακαλύψει, αλλά έλεγε ότι, επειδή αγαπούσε τη γεωργία και του άρεσε να κοπιάζει, επιθύμησε να έχει ένα τέτοιο χωράφι, για να έχει μια απασχόληση και να ευχαριστιέται από τις ωφέλειες που κέρδισε με τη δουλειά του. [20.26] Ήταν βέβαια, όπως πιστεύω, ο πατέρας μου, Σωκράτη, από τη φύση του ο Αθηναίος που αγαπούσε περισσότερο τη γεωργία». Και εγώ, όταν το άκουσα αυτό, τον ρώτησα: «Ποιό από τα δύο συνέβαινε, Ισχόμαχε, όσα χωράφια καλλιέργησε ο πατέρας σου μεγαλώνοντας την αξία τους, όλα τα είχε στην κατοχή του ή και τα πουλούσε, αν εύρισκε καλή τιμή;» «Και βέβαια τα πουλούσε», είπε ο Ισχόμαχος, «μά τον Δία· αλλά αμέσως αγόραζε κάποιο άλλο χωράφι χέρσο από την αγάπη του για την εργασία». [20.27] «Εννοείς λοιπόν, Ισχόμαχε, τωόντι, ότι ήταν ο πατέρας σου από φυσικού του τόσο φίλος της γεωργίας όσο οι έμποροι είναι φίλοι του σιταριού. Γιατί και οι έμποροι, επειδή αγαπούν πολύ το σιτάρι, όπου θα ακούσουν ότι υπάρχει πιο πολύ, προς τα εκεί ταξιδεύουν για να το αποκτήσουν, περνώντας και το πέλαγος του Αιγαίου και τον Εύξεινο Πόντο και το Σικελικό πέλαγος. [20.28] Και έπειτα, παίρνοντας μαζί τους σιτάρι όσο περισσότερο μπορούν, το κουβαλούν στη θάλασσα και μάλιστα το αποθηκεύουν στο πλοίο με το οποίο οι ίδιοι ταξιδεύουν. Και, όταν χρειαστούν χρήματα, δεν το βγάζουν από το πλοίο όπου τύχει, αλλά, όπου ακούσουν ότι έχει πιο καλή τιμή το σιτάρι και οι άνθρωποι ενδιαφέρονται πολύ γι᾽ αυτό, οδηγώντας το πλοίο με το σιτάρι σ᾽ αυτούς το παραδίδουν. Και ο πατέρας σου κάπως έτσι μοιάζει ν᾽ αγαπά τη γεωργία». [20.29] Σ᾽ αυτά είπε ο Ισχόμαχος: «Συ βέβαια, Σωκράτη, παίζεις· εγώ πιστεύω ότι δεν είναι λιγότερο φίλοι των οικοδομών όποιοι τις πουλήσουν αφού τελειώσουν τις οικοδομικές εργασίες, και έπειτα κτίσουν άλλες». «Μά τον Δία», είπα, «Ισχόμαχε, με όρκο στο λέω ότι στ᾽ αλήθεια έχω εμπιστοσύνη σ᾽ εσένα: οι άνθρωποι όλοι αγαπούν εκ φύσεως ό,τι πιστεύουν ότι τους ωφελεί».
|