Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Οἰκονομικός (18.6-18.10)


[18.6] Οὐκοῦν, ἔφην ἐγώ, ὦ Ἰσχόμαχε, ἐκ τούτου δὴ καθαροῦμεν τὸν σῖτον λικμῶντες.
Καὶ λέξον γέ μοι, ὦ Σώκρατες, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, ἦ οἶσθα ὅτι ἂν ἐκ τοῦ προσηνέμου μέρους τῆς ἅλω ἄρχῃ, δι᾽ ὅλης τῆς ἅλω οἴσεταί σοι τὰ ἄχυρα;
Ἀνάγκη γάρ, ἔφην ἐγώ.
[18.7] Οὐκοῦν εἰκὸς καὶ ἐπιπίπτειν, ἔφη, αὐτὰ ἐπὶ τὸν σῖτον.
Πολὺ γάρ ἐστιν, ἔφην ἐγώ, τὸ ὑπερενεχθῆναι τὰ ἄχυρα ὑπὲρ τὸν σῖτον εἰς τὸ κενὸν τῆς ἅλω.
Ἂν δέ τις, ἔφη, λικμᾷ ἐκ τοῦ ὑπηνέμου ἀρχόμενος;
Δῆλον, ἔφην ἐγώ, ὅτι εὐθὺς ἐν τῇ ἀχυροδόκῃ ἔσται τὰ ἄχυρα.
[18.8] Ἐπειδὰν δὲ καθάρῃς, ἔφη, τὸν σῖτον μέχρι τοῦ ἡμίσεος τῆς ἅλω, πότερον εὐθὺς οὕτω κεχυμένου τοῦ σίτου λικμήσεις τὰ ἄχυρα τὰ λοιπὰ ἢ συνώσας τὸν καθαρὸν πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενότατον;
Συνώσας νὴ Δί᾽, ἔφην ἐγώ, τὸν καθαρὸν σῖτον, ἵν᾽ ὑπερφέρηταί μοι τὰ ἄχυρα εἰς τὸ κενὸν τῆς ἅλω, καὶ μὴ δὶς ταὐτὰ ἄχυρα δέῃ λικμᾶν.
[18.9] Σὺ μὲν δὴ ἄρα, ἔφη, ὦ Σώκρατες, σῖτόν γε ὡς ἂν τάχιστα καθαρὸς γένοιτο κἂν ἄλλον δύναιο διδάσκειν.
Ταῦτα τοίνυν, ἔφην ἐγώ, ἐλελήθη ἐμαυτὸν ἐπιστάμενος. καὶ πάλαι ἐννοῶ ἄρα εἰ λέληθα καὶ χρυσοχοεῖν καὶ αὐλεῖν καὶ ζωγραφεῖν ἐπιστάμενος. ἐδίδαξε γὰρ οὔτε ταῦτά με οὐδεὶς οὔτε γεωργεῖν· ὁρῶ δ᾽ ὥσπερ γεωργοῦντας καὶ τὰς ἄλλας τέχνας ἐργαζομένους ἀνθρώπους.
[18.10] Οὐκοῦν, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, ἔλεγον ἐγώ σοι πάλαι ὅτι καὶ ταύτῃ εἴη γενναιοτάτη ἡ γεωργικὴ τέχνη, ὅτι καὶ ῥᾴστη ἐστὶ μαθεῖν.
Ἄγε δή, ἔφην ἐγώ, οἶδα, ὦ Ἰσχόμαχε· τὰ μὲν δὴ ἀμφὶ σπόρον ἐπιστάμενος ἄρα ἐλελήθειν ἐμαυτὸν ἐπιστάμενος.


[18.6] «Μετά απ᾽ αυτό», είπα, «Ισχόμαχε, ξεκαθαρίζουμε το σιτάρι, λιχνίζοντάς το».
«Και πες μου, Σωκράτη», είπε ο Ισχόμαχος, «πραγματικά ξέρεις ότι, εάν αρχίσεις από το μέρος του αλωνιού που φυσάει ο αέρας, θα σου σκορπιστούν τα άχυρα σε όλο το αλώνι;»
«Είναι αναπόφευκτο», είπα εγώ.
[18.7] «Έτσι φυσικό είναι», είπε, «τα άχυρα να πέφτουν πάνω στο σιτάρι».
«Είναι πολύ μακριά», είπα, «ώστε να σηκωθούν τα άχυρα πάνω από το σιτάρι προς το άδειο μέρος του αλωνιού».
«Εάν όμως κάποιος λιχνίζει αρχίζοντας απ᾽ το μέρος όπου δε φυσάει;» είπε.
«Είναι φανερό», είπα, «ότι τα άχυρα θα πάνε αμέσως στον αχυροδέκτη».
[18.8] «Όταν όμως ξεκαθαρίσεις το σιτάρι», είπε, «μέχρι τα μισά του αλωνιού, ποιό από τα δυο θα κάνεις αμέσως, έτσι όπως είναι το σιτάρι θα λιχνίσεις τα υπόλοιπα άχυρα ή θα λιχνίσεις αφού πρώτα σωριάσεις το καθαρό σιτάρι σ᾽ έναν στενό χώρο στο κέντρο;»
«Αφού συγκεντρώσω, μά τον Δία», είπα, «το καθαρό σιτάρι, για να μου πέφτουν τα άχυρα στο άδειο μέρος του αλωνιού και να μη χρειάζεται να λιχνίζω δυο φορές τα ίδια άχυρα».
[18.9] «Εσύ», είπε, «Σωκράτη ακόμη και κάποιον άλλο θα μπορούσες να διδάξεις πώς θα καθαριζόταν το σιτάρι όσο το δυνατόν πιο γρήγορα».
«Αυτά», είπα, «δεν λογάριαζα ότι τα ξέρω αρκετά. Και συχνά αναρωτιέμαι εάν ξέρω και να χύνω τον χρυσό, να παίζω αυλό και να ζωγραφίζω. Γιατί ούτε αυτά με δίδαξε κανένας ούτε και τη γεωργία,· αλλά βλέπω ανθρώπους να ασχολούνται με τις άλλες τέχνες, όπως τους βλέπω να ασχολούνται και με τη γεωργία».
[18.10] «Και πιο πριν εγώ σου έλεγα, βέβαια», είπε ο Ισχόμαχος, «ότι η γεωργία είναι η πιο ευγενική τέχνη και αυτό γιατί είναι η πιο εύκολη να τη μάθει κανείς».
«Έλα, Ισχόμαχε», είπα, «το ξέρω. Αν και ήξερα τα σχετικά με τη σπορά, είχα την εντύπωση ότι δεν τα ήξερα».