Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Οἰκονομικός (11.1-11.9)


[11.1] Ἐντεῦθεν δ᾽ ἐγὼ εἶπον· Ὦ Ἰσχόμαχε, τὰ μὲν δὴ περὶ τῶν τῆς γυναικὸς ἔργων ἱκανῶς μοι δοκῶ ἀκηκοέναι τὴν πρώτην, καὶ ἄξιά γε πάνυ ἐπαίνου ἀμφοτέρων ὑμῶν. τὰ δ᾽ αὖ σὰ ἔργα, ἔφην ἐγώ, ἤδη μοι λέγε, ἵνα σύ τε ἐφ᾽ οἷς εὐδοκιμεῖς διηγησάμενος ἡσθῇς κἀγὼ τὰ τοῦ καλοῦ κἀγαθοῦ ἀνδρὸς ἔργα τελέως διακούσας καὶ καταμαθών, ἂν δύνωμαι, πολλήν σοι χάριν εἰδῶ.
[11.2] Ἀλλὰ νὴ Δί᾽, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, καὶ πάνυ ἡδέως σοι, ὦ Σώκρατες, διηγήσομαι ἃ ἐγὼ ποιῶν διατελῶ, ἵνα καὶ μεταρρυθμίσῃς με, ἐάν τί σοι δοκῶ μὴ καλῶς ποιεῖν.
[11.3] Ἀλλ᾽ ἐγὼ μὲν δή, ἔφην, πῶς ἂν δικαίως μεταρρυθμίσαιμι ἄνδρα ἀπειργασμένον καλόν τε κἀγαθόν, καὶ ταῦτα ὢν ἀνὴρ ὃς ἀδολεσχεῖν τε δοκῶ καὶ ἀερομετρεῖν καί, τὸ πάντων δὴ ἀνοητότατον δοκοῦν εἶναι ἔγκλημα, πένης καλοῦμαι; [11.4] καὶ πάνυ μεντἄν, ὦ Ἰσχόμαχε, ἦν ἐν πολλῇ ἀθυμίᾳ τῷ ἐπικλήματι τούτῳ, εἰ μὴ πρῴην ἀπαντήσας τῷ Νικίου τοῦ †ἐπηλύτου ἵππῳ εἶδον πολλοὺς ἀκολουθοῦντας αὐτῷ θεατάς, πολὺν δὲ λόγον ἐχόντων τινῶν περὶ αὐτοῦ ἤκουον· καὶ δῆτα ἠρόμην προσελθὼν τὸν ἱπποκόμον εἰ πολλὰ εἴη χρήματα τῷ ἵππῳ. [11.5] ὁ δὲ προσβλέψας με ὡς οὐδὲ ὑγιαίνοντα τῷ ἐρωτήματι εἶπε· Πῶς δ᾽ ἂν ἵππῳ χρήματα γένοιτο; οὕτω δὴ ἐγὼ ἀνέκυψα ἀκούσας ὅτι ἐστὶν ἄρα θεμιτὸν καὶ πένητι ἵππῳ ἀγαθῷ γενέσθαι, εἰ τὴν ψυχὴν φύσει ἀγαθὴν ἔχοι. [11.6] ὡς οὖν θεμιτὸν καὶ ἐμοὶ ἀγαθῷ ἀνδρὶ γενέσθαι διηγοῦ τελέως τὰ σὰ ἔργα, ἵνα, ὅ τι ἂν δύνωμαι ἀκούων καταμαθεῖν, πειρῶμαι καὶ ἐγώ σε ἀπὸ τῆς αὔριον ἡμέρας ἀρξάμενος μιμεῖσθαι. καὶ γὰρ ἀγαθή ἐστιν, ἔφην ἐγώ, ἡμέρα ὡς ἀρετῆς ἄρχεσθαι.
[11.7] Σὺ μὲν παίζεις, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, ὦ Σώκρατες, ἐγὼ δὲ ὅμως σοι διηγήσομαι ἃ ἐγὼ ὅσον δύναμαι πειρῶμαι ἐπιτηδεύων διαπερᾶν τὸν βίον. [11.8] ἐπεὶ γὰρ καταμεμαθηκέναι δοκῶ ὅτι οἱ θεοὶ τοῖς ἀνθρώποις ἄνευ μὲν τοῦ γιγνώσκειν τε ἃ δεῖ ποιεῖν καὶ ἐπιμελεῖσθαι ὅπως ταῦτα περαίνηται οὐ θεμιτὸν ἐποίησαν εὖ πράττειν, φρονίμοις δ᾽ οὖσι καὶ ἐπιμελέσι τοῖς μὲν διδόασιν εὐδαιμονεῖν, τοῖς δ᾽ οὔ, οὕτω δὴ ἐγὼ ἄρχομαι μὲν τοὺς θεοὺς θεραπεύων, πειρῶμαι δὲ ποιεῖν ὡς ἂν θέμις ᾖ μοι εὐχομένῳ καὶ ὑγιείας τυγχάνειν καὶ ῥώμης σώματος καὶ τιμῆς ἐν πόλει καὶ εὐνοίας ἐν φίλοις καὶ ἐν πολέμῳ καλῆς σωτηρίας καὶ πλούτου καλῶς αὐξομένου.
[11.9] Καὶ ἐγὼ ἀκούσας ταῦτα· Μέλει γὰρ δή σοι, ὦ Ἰσχόμαχε, ὅπως πλουτῇς καὶ πολλὰ χρήματα ἔχων πολλὰ ἔχῃς πράγματα τούτων ἐπιμελόμενος;
Καὶ πάνυ γ᾽, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, μέλει μοι τούτων ὧν ἐρωτᾷς· ἡδὺ γάρ μοι δοκεῖ, ὦ Σώκρατες, καὶ θεοὺς μεγαλείως τιμᾶν καὶ φίλους, ἄν τινος δέωνται, ἐπωφελεῖν καὶ τὴν πόλιν μηδὲν ‹τὸ› κατ᾽ ἐμὲ χρήμασιν ἀκόσμητον εἶναι.


[11.1] Μετά από αυτά, εγώ είπα· «Ισχόμαχε, για πρώτη φορά μου φαίνεται ότι έχω ακούσει αρκετά για τις εργασίες της γυναίκας σου και θεωρώ ότι είστε αξιέπαινοι και οι δυο σας. Πες μου, όμως, τώρα και τα δικά σου έργα, είπα εγώ, για να ευχαριστηθείς και εσύ, εξιστορώντας αυτά για τα οποία έχεις καλή φήμη, και εγώ, όταν θα ακούσω προσεχτικά και θα μάθω με κάθε λεπτομέρεια τις πράξεις του “καλού και αγαθού” άνδρα, αν μπορώ, να σου χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη».
[11.2] «Ναι, μά τον Δία», είπε ο Ισχόμαχος, «με μεγάλη μου ευχαρίστηση θα σου εξιστορήσω τις καθημερινές μου ασχολίες, για να με διορθώσεις προς το καλύτερο, αν σου φαίνεται ότι κάτι δεν το κάνω σωστό».
[11.3] «Μα εγώ πώς θα μπορούσα», είπα εγώ, «έχοντας το δίκαιο με το μέρος μου, να διορθώσω προς το καλύτερο έναν άνδρα που έχει αποδειχθεί ότι είναι “καλός και αγαθός”, και μάλιστα όταν είμαι άνθρωπος που δίνω την εντύπωση πως φλυαρώ και μετρώ τον αέρα και, αυτό που φαίνεται η πιο ανόητη κατηγορία από όλες, με αποκαλούν φτωχό επαίτη; [11.4] Και θα ήμουν, Ισχόμαχε, πολύ στενοχωρημένος από αυτήν την κατηγορία, αν πριν από λίγες μέρες δεν συναντούσα το άλογο του Νικία του ξένου, και δεν έβλεπα να το ακολουθούν πολλοί θεατές, και ακόμη δεν άκουγα μερικούς να συζητούν γι᾽ αυτό με πολύ ενδιαφέρον. Τότε πλησίασα και ρώτησα τον ιπποκόμο αν το άλογο έχει περιουσία. [11.5] Και εκείνος έστρεψε το βλέμμα του σ᾽ εμένα σαν από την ερώτηση να μην ήμουν στα καλά μου και είπε· μα πώς μπορεί ένα άλογο να έχει περιουσία; Έτσι λοιπόν εγώ ανακουφίστηκα όταν άκουσα ότι ακόμη και σ᾽ ένα φτωχό άλογο είναι θεμιτό να γίνει καλό άλογο, αν από τη φύση του έχει αγαθή ψυχή. [11.6] Αφού, λοιπόν, επιτρέπεται από τους θεούς και σε μένα να γίνω αγαθός άνθρωπος, εξιστόρησέ μου με λεπτομέρειες τα δικά σου έργα, ώστε ακούγοντας ό,τι μπορώ να μάθω σωστά να προσπαθήσω και εγώ από αύριο κιόλας να το μιμηθώ. Είναι, είπα, η αυριανή “αγαθή” μέρα για να αρχίσω να εξασκούμαι στην αρετή».
[11.7] «Εσύ, βέβαια, αστειεύεσαι Σωκράτη», είπε ο Ισχόμαχος, «εγώ, όμως, θα σου εκθέσω τις αρχές που εφαρμόζω, όσο μπορώ, για να έχω καλή διαγωγή στη ζωή μου. [11.8] Νομίζω πως έχω καταλάβει καλά ότι οι θεοί δεν θεώρησαν επιτρεπτό στους ανθρώπους να ευτυχούν χωρίς να γνωρίζουν όσα πρέπει να κάνουν και να φροντίζουν πώς να τα φέρνουν σε πέρας· μεταξύ αυτών που είναι φρόνιμοι και επιμελείς, σε άλλους δίνουν την ευτυχία, ενώ σε άλλους την αρνιούνται. Έτσι, εγώ αρχίζω να τιμώ τους θεούς, προσπαθώ συνάμα να πετύχω ό,τι μου είναι επιτρεπτό με τις προσευχές μου, ώστε να έχω υγεία και σωματική δύναμη και τιμή στην πόλη μου και συμπάθεια ανάμεσα στους φίλους και έντιμη σωτηρία στον πόλεμο και αύξηση του πλούτου μου με θεμιτά μέσα».
[11.9] «Φροντίζεις, λοιπόν, Ισχόμαχε, πώς να πλουτίζεις επίσης και, έχοντας τόσα καλά, να έχεις πολλές έγνοιες φροντίζοντάς τα;»
«Βεβαιότατα», είπε ο Ισχόμαχος, «φροντίζω γι᾽ αυτά που με ρωτάς. Γιατί μου φαίνεται ευχάριστο, Σωκράτη, και τους θεούς μεγαλόπρεπα να τιμώ και τους φίλους να βοηθώ, εάν κάποιος από αυτούς έχει ανάγκη, και όσο εξαρτάται από εμένα η πόλη να μην είναι αστόλιστη από έλλειψη χρημάτων».