Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Οἰκονομικός (7.1-7.15)


[7.1] Ἰδὼν οὖν ποτε αὐτὸν ἐν τῇ τοῦ Διὸς τοῦ ἐλευθερίου στοᾷ καθήμενον, ἐπεί μοι ἔδοξε σχολάζειν, προσῆλθον αὐτῷ καὶ παρακαθιζόμενος εἶπον· Τί, ὦ Ἰσχόμαχε, οὐ μάλα εἰωθὼς σχολάζειν κάθησαι; ἐπεὶ τά γε πλεῖστα ἢ πράττοντά τι ὁρῶ σε ἢ οὐ πάνυ σχολάζοντα ἐν τῇ ἀγορᾷ.
[7.2] Οὐδὲ ἄν γε νῦν, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, ὦ Σώκρατες, ἑώρας, εἰ μὴ ξένους τινὰς συνεθέμην ἀναμένειν ἐνθάδε.
Ὅταν δὲ μὴ πράττῃς τι τοιοῦτον, πρὸς τῶν θεῶν, ἔφην ἐγώ, ποῦ διατρίβεις καὶ τί ποιεῖς; ἐγὼ γάρ τοι πάνυ βούλομαί σου πυθέσθαι τί ποτε πράττων καλὸς κἀγαθὸς κέκλησαι, ἐπεὶ οὐκ ἔνδον γε διατρίβεις οὐδὲ τοιαύτη σου ἡ ἕξις τοῦ σώματος καταφαίνεται.
[7.3] Καὶ ὁ Ἰσχόμαχος γελάσας ἐπὶ τῷ τί ποιῶν καλὸς κἀγαθὸς κέκλησαι, καὶ ἡσθείς, ὥς γ᾽ ἐμοὶ ἔδοξεν, εἶπεν· Ἀλλ᾽ εἰ μὲν ὅταν σοι διαλέγωνται περὶ ἐμοῦ τινες καλοῦσί με τοῦτο τὸ ὄνομα οὐκ οἶδα· οὐ γὰρ δή, ὅταν γέ με εἰς ἀντίδοσιν καλῶνται τριηραρχίας ἢ χορηγίας, οὐδείς, ἔφη, ζητεῖ τὸν καλόν τε κἀγαθόν, ἀλλὰ σαφῶς, ἔφη, ὀνομάζοντές με Ἰσχόμαχον πατρόθεν προσκαλοῦνται. ἐγὼ μὲν τοίνυν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ὅ με ἐπήρου, οὐδαμῶς ἔνδον διατρίβω. καὶ γὰρ δή, ἔφη, τά γε ἐν τῇ οἰκίᾳ μου πάνυ καὶ αὐτὴ ἡ γυνή ἐστιν ἱκανὴ διοικεῖν.
[7.4] Ἀλλὰ καὶ τοῦτο, ἔφην, ἔγωγε, ὦ Ἰσχόμαχε, πάνυ ἂν ἡδέως σου πυθοίμην, πότερα αὐτὸς σὺ ἐπαίδευσας τὴν γυναῖκα ὥστε εἶναι οἵαν δεῖ ἢ ἐπισταμένην ἔλαβες παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς διοικεῖν τὰ προσήκοντα αὐτῇ.
[7.5] Καὶ τί ἄν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ἐπισταμένην αὐτὴν παρέλαβον, ἣ ἔτη μὲν οὔπω πεντεκαίδεκα γεγονυῖα ἦλθε πρὸς ἐμέ, τὸν δ᾽ ἔμπροσθεν χρόνον ἔζη ὑπὸ πολλῆς ἐπιμελείας ὅπως ὡς ἐλάχιστα μὲν ὄψοιτο, ἐλάχιστα δ᾽ ἀκούσοιτο, ἐλάχιστα δ᾽ ἔροιτο; [7.6] οὐ γὰρ ἀγαπητόν σοι δοκεῖ εἶναι, εἰ μόνον ἦλθεν ἐπισταμένη ἔρια παραλαβοῦσα ἱμάτιον ἀποδεῖξαι, καὶ ἑωρακυῖα ὡς ἔργα ταλάσια θεραπαίναις δίδοται; ἐπεὶ τά γε ἀμφὶ γαστέρα, ἔφη, πάνυ καλῶς, ὦ Σώκρατες, ἦλθε πεπαιδευμένη· ὅπερ μέγιστον ἔμοιγε δοκεῖ παίδευμα εἶναι καὶ ἀνδρὶ καὶ γυναικί.
[7.7] Τὰ δ᾽ ἄλλα, ἔφην ἐγώ, ὦ Ἰσχόμαχε, αὐτὸς ἐπαίδευσας τὴν γυναῖκα ὥστε ἱκανὴν εἶναι ὧν προσήκει ἐπιμελεῖσθαι;
Οὐ μὰ Δί᾽, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, οὐ πρίν γε καὶ ἔθυσα καὶ ηὐξάμην ἐμέ τε τυγχάνειν διδάσκοντα καὶ ἐκείνην μανθάνουσαν τὰ βέλτιστα ἀμφοτέροις ἡμῖν.
[7.8] Οὐκοῦν, ἔφην ἐγώ, καὶ ἡ γυνή σοι συνέθυε καὶ συνηύχετο ταὐτὰ ταῦτα; Καὶ μάλα γ᾽, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, †πολλὰ ὑπισχνουμένη μὲν πρὸς τοὺς θεοὺς γενέσθαι οἵαν δεῖ,† καὶ εὔδηλος ἦν ὅτι οὐκ ἀμελήσει τῶν διδασκομένων.
[7.9] Πρὸς θεῶν, ἔφην ἐγώ, ὦ Ἰσχόμαχε, τί πρῶτον διδάσκειν ἤρχου αὐτήν, διηγοῦ μοι· ὡς ἐγὼ ταῦτ᾽ ἂν ἥδιόν σου διηγουμένου ἀκούοιμι ἢ εἴ μοι γυμνικὸν ἢ ἱππικὸν ἀγῶνα τὸν κάλλιστον διηγοῖο.
[7.10] Καὶ ὁ Ἰσχόμαχος ἀπεκρίνατο· Τί δ᾽; ἔφη, ὦ Σώκρατες, ἐπεὶ ἤδη μοι χειροήθης ἦν καὶ ἐτετιθάσευτο ὥστε διαλέγεσθαι, ἠρόμην αὐτὴν ὧδέ πως· Εἰπέ μοι, ὦ γύναι, ἆρα ἤδη κατενόησας τίνος ποτὲ ἕνεκα ἐγώ τε σὲ ἔλαβον καὶ οἱ σοὶ γονεῖς ἔδοσάν σε ἐμοί; [7.11] ὅτι μὲν γὰρ οὐκ ἀπορία ἦν μεθ᾽ ὅτου ἄλλου ἐκαθεύδομεν ἄν, οἶδ᾽ ὅτι καὶ σοὶ καταφανὲς τοῦτ᾽ ἐστί. βουλευόμενος δ᾽ ἔγωγε ὑπὲρ ἐμοῦ καὶ οἱ σοὶ γονεῖς ὑπὲρ σοῦ τίν᾽ ἂν κοινωνὸν βέλτιστον οἴκου τε καὶ τέκνων λάβοιμεν, ἐγώ τε σὲ ἐξελεξάμην καὶ οἱ σοὶ γονεῖς, ὡς ἐοίκασιν, ἐκ τῶν δυνατῶν ἐμέ. [7.12] τέκνα μὲν οὖν ἂν θεός ποτε διδῷ ἡμῖν γενέσθαι, τότε βουλευσόμεθα περὶ αὐτῶν ὅπως ὅτι βέλτιστα παιδεύσομεν αὐτά· κοινὸν γὰρ ἡμῖν καὶ τοῦτο ἀγαθόν, συμμάχων καὶ γηροβοσκῶν ὅτι βελτίστων τυγχάνειν· [7.13] νῦν δὲ δὴ οἶκος ἡμῖν ὅδε κοινός ἐστιν. ἐγώ τε γὰρ ὅσα μοι ἔστιν ἅπαντα εἰς τὸ κοινὸν ἀποφαίνω, σύ τε ὅσα ἠνέγκω πάντα εἰς τὸ κοινὸν κατέθηκας. καὶ οὐ τοῦτο δεῖ λογίζεσθαι, πότερος ἄρα ἀριθμῷ πλείω συμβέβληται ἡμῶν, ἀλλ᾽ ἐκεῖνο εὖ εἰδέναι, ὅτι ὁπότερος ἂν ἡμῶν βελτίων κοινωνὸς ᾖ, οὗτος τὰ πλείονος ἄξια συμβάλλεται.
[7.14] Ἀπεκρίνατο δέ μοι, ὦ Σώκρατες, πρὸς ταῦτα ἡ γυνή· Τί δ᾽ ἂν ἐγώ σοι, ἔφη, δυναίμην συμπρᾶξαι; τίς δὲ ἡ ἐμὴ δύναμις; ἀλλ᾽ ἐν σοὶ πάντα ἐστίν· ἐμὸν δ᾽ ἔφησεν ἡ μήτηρ ἔργον εἶναι σωφρονεῖν.
[7.15] Ναὶ μὰ Δί᾽, ἔφην ἐγώ, ὦ γύναι, καὶ γὰρ ἐμοὶ ὁ πατήρ. ἀλλὰ σωφρόνων τοί ἐστι καὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς οὕτω ποιεῖν, ὅπως τά τε ὄντα ὡς βέλτιστα ἕξει καὶ ἄλλα ὅτι πλεῖστα ἐκ τοῦ καλοῦ τε καὶ δικαίου προσγενήσεται.


[7.1] Τον είδα λοιπόν κάποτε να κάθεται στη στοά του ελευθέριου Δία και, επειδή μου έδωσε την εντύπωση ότι έχανε άσκοπα τον καιρό του, τον πλησίασα, κάθισα δίπλα του και είπα: «Ισχόμαχε, γιατί κάθεσαι άπρακτος, αφού δεν έχεις καθόλου τη συνήθεια να είσαι αργόσχολος; Επειδή, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, σε βλέπω είτε με κάτι να ασχολείσαι ή ελάχιστα να ξοδεύεις τον χρόνο σου στην αγορά».
[7.2] «Ασφαλώς», είπε ο Ισχόμαχος, «ούτε τώρα, Σωκράτη, θα με έβλεπες, αν δεν είχα υποσχεθεί να περιμένω εδώ γύρω κάποιους φιλοξενούμενους».
«Και όταν δεν έχεις τέτοιες υποχρεώσεις, μά τους θεούς», είπα εγώ, «πού περνάς τη μέρα σου και τί κάνεις; Γιατί εγώ θέλω πολύ να μάθω από εσένα τί τέλος πάντων κάνεις και έχεις το όνομα καλός και αγαθός, αφού δεν περνάς τη μέρα σου κλεισμένος στο σπίτι ούτε μοιάζει καθόλου να είναι τέτοιου είδους η φυσική σου κατάσταση».
[7.3] Και ο Ισχόμαχος γέλασε με την ερώτηση «τί κάνεις και σε ονομάζουν καλό και αγαθό», ευχαριστήθηκε, όπως τουλάχιστον κατάλαβα, και είπε: «Αν, όταν κάποιοι κουβεντιάζουν μαζί σου για μένα, με αποκαλούν μ᾽ αυτό το όνομα, δεν το γνωρίζω· σε κάθε περίπτωση, όταν τουλάχιστον με προσκαλούν σε ανταλλαγή περιουσιών για να πραγματοποιηθεί μια τριηραρχία ή μια χορηγία, κανείς, είπε, δεν αναζητά τον “καλό και αγαθό”, αλλά ξεκάθαρα, είπε, προσφωνώντας με Ισχόμαχο μαζί με το όνομα του πατέρα μου, με προσκαλούν· εγώ λοιπόν, είπε, Σωκράτη, πράγμα το οποίο με ρώτησες, καθόλου δεν περνώ τον καιρό μου μέσα στο σπίτι· γιατί, βέβαια, τουλάχιστον, αυτά που αφορούν στο σπίτι και η ίδια η γυναίκα μου είναι ικανή να τα διοικεί ικανοποιητικά».
[7.4] «Ισχόμαχε, εγώ ακόμη κι αυτό θα το μάθαινα από σένα με μεγάλη ευχαρίστηση: από τα δύο τί συμβαίνει, εσύ ο ίδιος δίδαξες τη γυναίκα σου, ώστε να έχει τη συμπεριφορά που της αρμόζει ή την πήρες από τον πατέρα και τη μητέρα της δασκαλεμένη να διαχειρίζεται αυτά που της ταιριάζουν;»
[7.5] «Και πώς θα μπορούσα, Σωκράτη, να την πάρω δασκαλεμένη αυτή που δεν ήταν καλά καλά δεκαπέντε χρονών και ήρθε στο σπίτι μου, ενώ τον προηγούμενο καιρό ζούσε κάτω από αυστηρή επίβλεψη, για να βλέπει όσο το δυνατόν ελάχιστα πράγματα, να ακούει τα λιγότερα δυνατά και να ρωτάει όσο το δυνατόν λιγότερα; [7.6] Δεν νομίζεις ότι ήταν αρκετό, αν ήλθε μονάχα ξέροντας καλά αφού πάρει ακατέργαστο μαλλί να είναι σε θέση να παρουσιάσει ένα πανωφόρι, και έχοντας δει πώς δίνονται τα έργα της κατεργασίας του μαλλιού σε δούλες; Σε ό,τι, όμως, αφορά στον έλεγχο των επιθυμιών της, Σωκράτη, ήλθε γνωρίζοντάς τον πολύ καλά· αυτό το πράγμα εγώ το θεωρώ πολύ σημαντικό μάθημα και για τον άντρα και για τη γυναίκα».
[7.7] «Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα», Ισχόμαχε είπα, «εσύ δίδαξες τη γυναίκα σου, ώστε να είναι ικανή να φροντίζει όσα της ταιριάζουν;»
«Όχι, μά τον Δία», είπε ο Ισχόμαχος, «όχι, δεν άρχισα να της μαθαίνω τίποτε, παρά μόνο αφού πρώτα θυσίασα και προσευχήθηκα στους θεούς εγώ να γίνω ένας καλός δάσκαλος και εκείνη να μπορεί να μάθει ό,τι είναι χρήσιμο και για τους δυο μας».
[7.8] «Αναμφίβολα», είπα εγώ, «και η γυναίκα έκανε αυτές τις ίδιες θυσίες και προσευχές με σένα;»
«Βέβαια», είπε ο Ισχόμαχος, «δίνοντας πολλές υποσχέσεις στους θεούς ότι θα γινόταν τέτοια που πρέπει, και φαινόταν ξεκάθαρα ότι δεν θα παραμελήσει όσα θα διδασκόταν».
[7.9] «Στο όνομα των θεών», είπα εγώ, Ισχόμαχε, «πες μου τί άρχισες πρώτα να της διδάσκεις· γιατί εγώ θα άκουγα με μεγαλύτερη ευχαρίστηση αυτήν την περιγραφή σου απ᾽ ό,τι εάν μου περιέγραφες τον πιο συναρπαστικό αθλητικό ή ιππικό αγώνα».
[7.10] Και ο Ισχόμαχος αποκρίθηκε: «Τί άλλο να σου πω, είπε, Σωκράτη; Όταν πια απέκτησε οικειότητα μαζί μου και είχε εξημερωθεί ώστε να κουβεντιάζει, τότε άρχισα να τη ρωτάω περίπου τα εξής· “Πες μου, γυναίκα, άραγε άρχισες να αντιλαμβάνεσαι κιόλας για ποιό λόγο σε παντρεύτηκα και οι γονείς σου σε έδωσαν σε μένα; [7.11] Ξέρω πως αντιλαμβάνεσαι και συ καθαρά ότι δεν υπήρχε έλλειψη στο με ποιόν άλλον θα πλαγιάζαμε μαζί. Αντίθετα, καθώς συλλογιζόμουν εγώ για τον εαυτό μου και οι γονείς σου για σένα με ποιόν θα μπορούσαμε να μοιραστούμε καλύτερα τις ευθύνες για το σπίτι και για την ανατροφή των παιδιών, εγώ επέλεξα εσένα και οι γονείς σου, όπως φαίνεται, από όλες τις δυνατές περιπτώσεις, προτίμησαν εμένα. [7.12] Αν λοιπόν δώσει ποτέ ο θεός να αποκτήσουμε παιδιά, τότε θα σκεφτούμε σχετικά με αυτά πώς θα τα διαπαιδαγωγήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο· γιατί και αυτό το αγαθό θα μοιραστούμε, να έχουμε δηλαδή τους καλύτερους κατά το δυνατόν συμμάχους και ανθρώπους να μας φροντίσουν στα γηρατειά μας. Τώρα, λοιπόν, ο “οίκος” είναι για εμάς κοινός. [7.13] Εγώ διαθέτω όλα τα υπάρχοντά μου στην κοινή χρήση, και συ όλα όσα έφερες προίκα τα κατέθεσες επίσης στην κοινή χρήση. Και δεν πρέπει να υπολογίζουμε ποιός από τους δυο μας έχει συνεισφέρει περισσότερο ποσοτικά, αλλά να ξέρουμε καλά ότι όποιος από τους δυο μας είναι καλύτερος σύντροφος στην κοινή ζωή μας, αυτός προσφέρει την πιο πολύτιμη συνεισφορά”.
[7.14] Σ᾽ αυτά, Σωκράτη, η γυναίκα μού απάντησε· “Ποιά βοήθεια”, είπε, “θα μπορούσα να σου προσφέρω εγώ; Ποιά είναι η δύναμή μου; Όλα εξαρτώνται από σένα, ενώ δικό μου έργο, μου είπε η μητέρα μου, είναι να είμαι φρόνιμη”.
[7.15] “Ναι μά τον Δία”, είπα εγώ, “γυναίκα· το ίδιο με συμβούλεψε και ο δικός μου ο πατέρας. Χαρακτηριστικό όμως των φρονίμων, και του άνδρα και της γυναίκας, είναι να προσπαθούν να διατηρήσουν τα υπάρχοντά τους όσο το δυνατόν καλύτερα, και άλλα αγαθά όσο γίνεται περισσότερα να προσθέσουν σ᾽ αυτά, με έντιμο και δίκαιο τρόπο”.