Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (7.7.33-7.7.47)

[7.7.33] Εἰ δὲ καὶ τῆς χώρας προνοεῖσθαι ἤδη τι δεῖ ὡς σῆς οὔσης, ποτέρως ἂν οἴει ἀπαθῆ κακῶν μᾶλλον αὐτὴν εἶναι, εἰ οὗτοι οἱ στρατιῶται ἀπολαβόντες ἃ ἐγκαλοῦσιν εἰρήνην καταλιπόντες οἴχοιντο, ἢ εἰ οὗτοί τε μένοιεν ὡς ἐν πολεμίᾳ σύ τε ἄλλους πειρῷο πλέονας τούτων ἔχων ἀντιστρατοπεδεύεσθαι δεομένους τῶν ἐπιτηδείων; [7.7.34] ἀργύριον δὲ ποτέρως ἂν πλέον ἀναλωθείη, εἰ τούτοις τὸ ὀφειλόμενον ἀποδοθείη, ἢ εἰ ταῦτά τε ὀφείλοιντο ἄλλους τε κρείττονας δέοι σε μισθοῦσθαι; [7.7.35] ἀλλὰ γὰρ Ἡρακλείδῃ, ὡς πρὸς ἐμὲ ἐδήλου, πάμπολυ δοκεῖ τοῦτο τὸ ἀργύριον εἶναι. ἦ μὴν πολύ γέ ἐστιν ἔλαττον νῦν σοι καὶ λαβεῖν τοῦτο καὶ ἀποδοῦναι ἢ πρὶν ἡμᾶς ἐλθεῖν πρὸς σὲ δέκατον τούτου μέρος. [7.7.36] οὐ γὰρ ἀριθμός ἐστιν ὁ ὁρίζων τὸ πολὺ καὶ τὸ ὀλίγον, ἀλλ᾽ ἡ δύναμις τοῦ τε ἀποδιδόντος καὶ λαμβάνοντος. σοὶ δὲ νῦν ἡ κατ᾽ ἐνιαυτὸν πρόσοδος πλείων ἔσται ἢ ἔμπροσθεν τὰ παρόντα πάντα ἃ ἐκέκτησο.
[7.7.37] Ἐγὼ μέν, ὦ Σεύθη, ταῦτα ὡς φίλου ὄντος σου προυνοούμην, ὅπως σύ τε ἄξιος δοκοίης εἶναι ὧν οἱ θεοί σοι ἔδωκαν ἀγαθῶν ἐγώ τε μὴ διαφθαρείην ἐν τῇ στρατιᾷ. [7.7.38] εὖ γὰρ ἴσθι ὅτι νῦν ἐγὼ οὔτ᾽ ἂν ἐχθρὸν βουλόμενος κακῶς ποιῆσαι δυνηθείην σὺν ταύτῃ τῇ στρατιᾷ οὔτ᾽ ἂν εἴ σοι πάλιν βουλοίμην βοηθῆσαι, ἱκανὸς ἂν γενοίμην. οὕτω γὰρ πρός με ἡ στρατιὰ διάκειται. [7.7.39] καίτοι αὐτόν σε μάρτυρα σὺν θεοῖς εἰδόσι ποιοῦμαι ὅτι οὔτε ἔχω παρὰ σοῦ ἐπὶ τοῖς στρατιώταις οὐδὲν οὔτε ᾔτησα πώποτε εἰς τὸ ἴδιον τὰ ἐκείνων οὔτε ἃ ὑπέσχου μοι ἀπῄτησα· [7.7.40] ὄμνυμι δέ σοι μηδὲ ἀποδιδόντος δέξασθαι ἄν, εἰ μὴ καὶ οἱ στρατιῶται ἔμελλον τὰ ἑαυτῶν συναπολαμβάνειν. αἰσχρὸν γὰρ ἦν τὰ μὲν ἐμὰ διαπεπρᾶχθαι, τὰ δ᾽ ἐκείνων περιιδεῖν κακῶς ἔχοντα ἄλλως τε καὶ τιμώμενον ὑπ᾽ ἐκείνων. [7.7.41] καίτοι Ἡρακλείδῃ γε λῆρος πάντα δοκεῖ εἶναι πρὸς τὸ ἀργύριον ἔχειν ἐκ παντὸς τρόπου· ἐγὼ δέ, ὦ Σεύθη, οὐδὲν νομίζω ἀνδρὶ ἄλλως τε καὶ ἄρχοντι κάλλιον εἶναι κτῆμα οὐδὲ λαμπρότερον ἀρετῆς καὶ δικαιοσύνης καὶ γενναιότητος. [7.7.42] ὁ γὰρ ταῦτα ἔχων πλουτεῖ μὲν ὄντων φίλων πολλῶν, πλουτεῖ δὲ ἄλλων βουλομένων γενέσθαι, καὶ εὖ μὲν πράττων ἔχει τοὺς συνησθησομένους, ἐὰν δέ τι σφαλῇ, οὐ σπανίζει τῶν βοηθησόντων.
[7.7.43] Ἀλλὰ γὰρ εἰ μήτε ἐκ τῶν ἔργων κατέμαθες ὅτι σοι ἐκ τῆς ψυχῆς φίλος ἦν, μήτε ἐκ τῶν ἐμῶν λόγων δύνασαι τοῦτο γνῶναι, ἀλλὰ τοὺς τῶν στρατιωτῶν λόγους πάντας κατανόησον· παρῆσθα γὰρ καὶ ἤκουες ἃ ἔλεγον οἱ ψέγειν ἐμὲ βουλόμενοι. [7.7.44] κατηγόρουν γάρ μου πρὸς Λακεδαιμονίους ὡς σὲ περὶ πλείονος ποιοίμην ἢ Λακεδαιμονίους, αὐτοὶ δ᾽ ἐνεκάλουν ἐμοὶ ὡς μᾶλλον μέλει μοι ὅπως τὰ σὰ καλῶς ἔχοι ἢ ὅπως τὰ ἑαυτῶν· ἔφασαν δέ με καὶ δῶρα ἔχειν παρὰ σοῦ. [7.7.45] καίτοι τὰ δῶρα ταῦτα πότερον οἴει αὐτοὺς κακόνοιάν τινα ἐνιδόντας μοι πρὸς σὲ αἰτιᾶσθαί με ἔχειν παρὰ σοῦ ἢ προθυμίαν πολλὴν περὶ σὲ κατανοήσαντας; [7.7.46] ἐγὼ μὲν οἶμαι πάντας ἀνθρώπους νομίζειν εὔνοιαν δεῖν ἀποδείκνυσθαι τούτῳ παρ᾽ οὗ ἂν δῶρά τις λαμβάνῃ. σὺ δὲ πρὶν μὲν ὑπηρετῆσαί τί σοι ἐμὲ ἐδέξω ἡδέως καὶ ὄμμασι καὶ φωνῇ καὶ ξενίοις καὶ ὅσα ἔσοιτο ὑπισχνούμενος οὐκ ἐνεπίμπλασο· ἐπεὶ δὲ κατέπραξας ἃ ἐβούλου καὶ γεγένησαι ὅσον ἐγὼ ἐδυνάμην μέγιστος, νῦν οὕτω με ἄτιμον ὄντα ἐν τοῖς στρατιώταις τολμᾷς περιορᾶν; [7.7.47] ἀλλὰ μὴν ὅτι σοι δόξει ἀποδοῦναι πιστεύω καὶ τὸν χρόνον διδάξειν σε καὶ αὐτόν γέ σε οὐχὶ ἀνέξεσθαι τοὺς σοὶ προεμένους εὐεργεσίαν ὁρῶντά σοι ἐγκαλοῦντας. δέομαι οὖν σου, ὅταν ἀποδιδῷς, προθυμεῖσθαι ἐμὲ παρὰ τοῖς στρατιώταις τοιοῦτον ποιῆσαι οἷόνπερ καὶ παρέλαβες.

[7.7.33] »Μα αν είναι ανάγκη να φροντίσεις κάπως και για τη χώρα σου, γιατί είναι δική σου, με ποιόν τρόπο νομίζεις πως θα ήταν δυνατό να μείνει περισσότερο άβλαφτη; Αν οι στρατιώτες πάρουν τα χρήματα που απαιτούν και φύγουν ειρηνικά ή αν μείνουν και φέρνονται σαν να είναι σε χώρα εχθρική, κι εσύ προσπαθείς με άλλους περισσότερους απ᾽ αυτούς, που κι εκείνοι θα έχουν ανάγκη από τρόφιμα, να στρατοπεδέψεις απέναντί τους; [7.7.34] Και σε ποιά περίπτωση θα ξοδευτούν περισσότερα χρήματα, αν πληρώσεις σε τούτους το μισθό ή αν συνεχίζεις να τους χρωστάς, χρειαστεί όμως να πάρεις άλλους πιο δυνατούς μισθοφόρους; [7.7.35] Μα ο Ηρακλείδης μού δήλωσε, πως αυτά τα χρήματα του φαίνονται παρά πολλά. Στην πραγματικότητα όμως αυτό το ποσό είναι για σένα πολύ λιγότερο τώρα, είτε το κρατήσεις είτε το πληρώσεις, από ό,τι σου ήταν το ένα δέκατο, προτού να ᾽ρθούμε μεις στη χώρα σου. [7.7.36] Γιατί εκείνο που κάνει ένα χρηματικό ποσό να φαίνεται μεγάλο ή μικρό δεν είναι ο αριθμός, παρά η οικονομική αντοχή εκείνου που το πληρώνει ή που το παίρνει. Κι εσένα τώρα το χρονιάτικο εισόδημά σου θα είναι περισσότερο, απ᾽ ό,τι ήταν πρωτύτερα όλο σου το βιος.
[7.7.37] »Εγώ, Σεύθη, ενδιαφερόμουν για σένα, επειδή σε θεωρούσα φίλο μου, αποβλέποντας και στο να φανείς εσύ ότι άξιζες τα αγαθά που σου χάρισαν οι θεοί, και στο να μη χάσω κι εγώ την υπόληψή μου μέσα στο στρατό. [7.7.38] Γιατί πρέπει να ξέρεις καλά πως εγώ τώρα, κι αν το ήθελα, ούτε θα μπορούσα με τούτον το στρατό να βλάψω κανέναν εχθρό, ούτε θα ήμουν ικανός να σε ξαναβοηθήσω. Τέτοιες είναι οι διαθέσεις των στρατιωτών απέναντί μου. [7.7.39] Και όμως εσένα τον ίδιο βάζω μάρτυρα μαζί με τους θεούς που ξέρουν τα πράγματα πως ούτε σου πήρα τίποτα για να δώσω στους στρατιώτες, ούτε ζήτησα ποτέ ως τώρα για λογαριασμό μου κάτι που ανήκε σε κείνους, ούτε σου απαίτησα όσα μου υποσχέθηκες. [7.7.40] Σου ορκίζομαι μάλιστα πως και να μου τα έδινες, δεν θα τα έπαιρνα, εκτός αν επρόκειτο, μαζί με μένα, να πάρουν κι οι στρατιώτες εκείνα που τους χρωστάς. Γιατί θα ήταν ντροπή να τακτοποιήσω τις δικές μου υποθέσεις και ν᾽ αφήσω, από αδιαφορία, τις δικές τους ατακτοποίητες, αφού μάλιστα μου έδειξαν τόση εκτίμηση. [7.7.41] Αυτά όλα βέβαια φαίνονται στον Ηρακλείδη πως είναι ανοησίες, μπροστά στο να κερδίζει χρήματα με κάθε τρόπο. Αλλά εγώ, Σεύθη, νομίζω πως για έναν άνθρωπο, όταν τύχει να είναι αρχηγός, δεν υπάρχει πιο όμορφο και πιο λαμπρό απόκτημα από την αρετή, τη δικαιοσύνη και τη γενναιότητα. [7.7.42] Εκείνος που τα έχει αυτά είναι πλούσιος, γιατί γύρω του υπάρχουν πολλοί που είναι φίλοι, και άλλοι που λαχταρούν να γίνουν. Έπειτα, όταν είναι ευτυχισμένος, υπάρχουν εκείνοι που θα μοιραστούν τη χαρά μαζί του, κι αν δυστυχήσει, δεν του λείπουν άνθρωποι που θα τον βοηθήσουν.
[7.7.43] »Αλλά αν ούτε από τις πράξεις μου πίστεψες πως ήμουν γκαρδιακός σου φίλος, ούτε από τα λόγια μου μπορείς να το καταλάβεις, πρέπει όμως να νιώσεις όλα εκείνα που είπαν οι στρατιώτες. Γιατί βρισκόσουν εκεί κι άκουγες όσα έλεγαν αυτοί που θέλουν να με κατακρίνουν. [7.7.44] Με κατηγορούσαν δηλαδή στους Λακεδαιμόνιους πως εσένα λογάριαζα περισσότερο από κείνους, και για τον εαυτό τους παραπονιόνταν πως ενδιαφερόμουν πιο πολύ να πηγαίνουν καλά οι δικές σου υποθέσεις παρά οι δικές τους. Έλεγαν ακόμα πως από σένα έπαιρνα και δώρα. [7.7.45] Για ποιό λόγο όμως νομίζεις πως με κατηγόρησαν ότι δέχτηκα τα δώρα σου; Επειδή είδαν πως σου έχω κάποια έχθρα ή επειδή κατάλαβαν την καλή μου διάθεση για τα ζητήματά σου; [7.7.46] Εγώ πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι έχουν τη γνώμη ότι εκείνος που παίρνει από κάποιον δώρα, πρέπει να του είναι αφοσιωμένος. Κι εσύ, προτού σου προσφέρω καμιά υπηρεσία, με δέχτηκες με χαρά που φαινόταν στα μάτια σου και στα λόγια σου και στα δώρα που μου πρόσφερνες και δεν χόρταινες να μου υπόσχεσαι εκείνα που σκόπευες να μου κάμεις. Και τώρα που κατάφερες αυτά που επιθυμούσες κι έγινες, όσο περνούσε από το χέρι μου, πάρα πολύ μεγάλος, το βαστάει η καρδιά σου να αδιαφορείς για το ότι έχασα την υπόληψή μου στο στρατό; [7.7.47] Είμαι όμως σίγουρος πως θ᾽ αποφασίσεις να πληρώσεις και πως ο χρόνος θα σου σταθεί δάσκαλος και δεν θα ανέχεσαι να βλέπεις να σε κατηγορούν, εκείνοι που από μόνοι τους σε ευεργετούσαν. Σε παρακαλώ μονάχα, όταν πληρώνεις τα χρήματα, να προσπαθήσεις να με ανεβάσεις στη συνείδηση των στρατιωτών έτσι, όπως ήμουν τότε που με πήρες σύμμαχο».