Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (7.6.39-7.7.3)

[7.6.39] Χαρμῖνος δὲ ὁ Λακεδαιμόνιος ἀναστὰς εἶπεν· Οὐ τὼ σιώ, ἀλλ᾽ ἐμοὶ μέντοι οὐ δικαίως δοκεῖτε τῷ ἀνδρὶ τούτῳ χαλεπαίνειν· ἔχω γὰρ καὶ αὐτὸς αὐτῷ μαρτυρῆσαι. Σεύθης γὰρ ἐρωτῶντος ἐμοῦ καὶ Πολυνίκου περὶ Ξενοφῶντος τίς ἀνὴρ εἴη ἄλλο μὲν οὐδὲν εἶχε μέμψασθαι, ἄγαν δὲ φιλοστρατιώτην ἔφη αὐτὸν εἶναι· διὸ καὶ χεῖρον αὐτῷ εἶναι πρὸς ἡμῶν τε τῶν Λακεδαιμονίων καὶ πρὸς αὐτοῦ. [7.6.40] ἀναστὰς ἐπὶ τούτῳ Εὐρύλοχος Λουσιάτης Ἀρκὰς εἶπεν· Καὶ δοκεῖ γέ μοι, ἄνδρες Λακεδαιμόνιοι, τοῦτο ὑμᾶς πρῶτον ἡμῶν στρατηγῆσαι, παρὰ Σεύθου ἡμῖν τὸν μισθὸν ἀναπρᾶξαι ἢ ἑκόντος ἢ ἄκοντος, καὶ μὴ πρότερον ἡμᾶς ἀπαγαγεῖν. [7.6.41] Πολυκράτης δὲ Ἀθηναῖος εἶπεν ἐνετὸς ὑπὸ Ξενοφῶντος· Ὁρῶ γε μήν, ἔφη, ὦ ἄνδρες, καὶ Ἡρακλείδην ἐνταῦθα παρόντα, ὃς παραλαβὼν τὰ χρήματα ἃ ἡμεῖς ἐπονήσαμεν, ταῦτα ἀποδόμενος οὔτε Σεύθῃ ἀπέδωκεν οὔτε ἡμῖν τὰ γιγνόμενα, ἀλλ᾽ αὐτὸς κλέψας πέπαται. ἢν οὖν σωφρονῶμεν, ἑξόμεθα αὐτοῦ· οὐ γὰρ δὴ οὗτός γε, ἔφη, Θρᾷξ ἐστιν, ἀλλ᾽ Ἕλλην ὢν Ἕλληνας ἀδικεῖ. [7.6.42] Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἡρακλείδης μάλα ἐξεπλάγη· καὶ προσελθὼν τῷ Σεύθῃ λέγει· Ἡμεῖς ἢν σωφρονῶμεν, ἄπιμεν ἐντεῦθεν ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας. καὶ ἀναβάντες ἐπὶ τοὺς ἵππους ᾤχοντο ἀπελαύνοντες εἰς τὸ ἑαυτῶν στρατόπεδον. [7.6.43] καὶ ἐντεῦθεν Σεύθης πέμπει Ἀβροζέλμην τὸν ἑαυτοῦ ἑρμηνέα πρὸς Ξενοφῶντα καὶ κελεύει αὐτὸν καταμεῖναι παρ᾽ ἑαυτῷ ἔχοντα χιλίους ὁπλίτας, καὶ ὑπισχνεῖται αὐτῷ ἀποδώσειν τά τε χωρία τὰ ἐπὶ θαλάττῃ καὶ τὰ ἄλλα ἃ ὑπέσχετο. καὶ ἐν ἀπορρήτῳ ποιησάμενος λέγει ὅτι ἀκήκοε Πολυνίκου ὡς εἰ ὑποχείριος ἔσται Λακεδαιμονίοις, σαφῶς ἀποθανοῖτο ὑπὸ Θίβρωνος. [7.6.44] ἐπέστελλον δὲ ταῦτα καὶ ἄλλοι πολλοὶ τῷ Ξενοφῶντι ὡς διαβεβλημένος εἴη καὶ φυλάττεσθαι δέοι. ὁ δὲ ἀκούων ταῦτα δύο ἱερεῖα λαβὼν ἐθύετο τῷ Διὶ τῷ βασιλεῖ πότερά οἱ λῷον καὶ ἄμεινον εἴη μένειν παρὰ Σεύθῃ ἐφ᾽ οἷς Σεύθης λέγει ἢ ἀπιέναι σὺν τῷ στρατεύματι. ἀναιρεῖ αὐτῷ ἀπιέναι.
[7.7.1] Ἐντεῦθεν Σεύθης μὲν ἀπεστρατοπεδεύσατο προσωτέρω· οἱ δὲ Ἕλληνες ἐσκήνησαν εἰς κώμας ὅθεν ἔμελλον πλεῖστα ἐπισιτισάμενοι ἐπὶ θάλατταν ἥξειν. αἱ δὲ κῶμαι αὗται ἦσαν δεδομέναι ὑπὸ Σεύθου Μηδοσάδῃ. [7.7.2] ὁρῶν οὖν ὁΜηδοσάδης δαπανώμενα τὰ ἑαυτοῦ ἐν ταῖς κώμαις ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων χαλεπῶς ἔφερε· καὶ λαβὼν ἄνδρα Ὀδρύσην δυνατώτατον τῶν ἄνωθεν καταβεβηκότων καὶ ἱππέας ὅσον τριάκοντα ἔρχεται καὶ προκαλεῖται Ξενοφῶντα ἐκ τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατεύματος. καὶ ὃς λαβών τινας τῶν λοχαγῶν καὶ ἄλλους τῶν ἐπιτηδείων προσέρχεται. [7.7.3] ἔνθα δὴ λέγει Μηδοσάδης· Ἀδικεῖτε, ὦ Ξενοφῶν, τὰς ἡμετέρας κώμας πορθοῦντες. προλέγομεν οὖν ὑμῖν, ἐγώ τε ὑπὲρ Σεύθου καὶ ὅδε ἁνὴρ παρὰ Μηδόκου ἥκων τοῦ ἄνω βασιλέως, ἀπιέναι ἐκ τῆς χώρας· εἰ δὲ μή, οὐκ ἐπιτρέψομεν ὑμῖν, ἀλλ᾽ ἐὰν ποιῆτε κακῶς τὴν ἡμετέραν χώραν, ὡς πολεμίους ἀλεξόμεθα.

[7.6.39] Τότε σηκώθηκε ο Χαρμίνος ο Λακεδαιμόνιος κι είπε: «Μά τους δυο θεούς, μου φαίνεται πως άδικα είστε οργισμένοι με τούτο τον άντρα. Κι εγώ ο ίδιος μπορώ να τον υπερασπίσω σαν μάρτυρας. Γιατί ο Σεύθης, όταν τον ρώτησα εγώ με τον Πολύνικο τί λογής άνθρωπος ήταν ο Ξενοφώντας, σε τίποτε άλλο δεν μπόρεσε να τον κατηγορήσει, παρά είπε μονάχα πως αγαπά υπερβολικά τους στρατιώτες. Και πρόσθεσε πως αυτό είναι το μεγαλύτερό του ελάττωμα και για μας τους Λακεδαιμόνιους και για τον ίδιο το Σεύθη». [7.6.40] Ύστερα σηκώθηκε ο Ευρύλοχος από τους Λουσούς της Αρκαδίας και είπε: «Μου φαίνεται, Λακεδαιμόνιοι, πως αυτό πρώτα πρώτα το στρατηγικό κατόρθωμα πρέπει να κάμετε για μας, δηλαδή να τα καταφέρετε να πληρωθούμε το μισθό μας από το Σεύθη, είτε με το καλό είτε με το άγριο, και να μη μας πάρετε από δω, αν δεν το πετύχετε». [7.6.41] Ο Πολυκράτης πάλι ο Αθηναίος, βαλτός από τον Ξενοφώντα, είπε: «Βλέπω, στρατιώτες, πως εδώ βρίσκεται κι ο Ηρακλείδης, ο άνθρωπος που πήρε και πούλησε όσα λάφυρα αποκτήσαμε μεις με κόπους. Δεν έδωσε όμως τα χρήματα από το ξεπούλημα ούτε στο Σεύθη ούτε σε μας, παρά τα κράτησε ο ίδιος σαν κλέφτης. Αν έχουμε λοιπόν μυαλό, δεν θα τον αφήσουμε να το κουνήσει, αν δεν μας τα δώσει. Γιατί αυτός, πρόσθεσε, δεν είναι από τη Θράκη, παρά από την Ελλάδα, και ωστόσο αδικεί τους Έλληνες».
[7.6.42] Τ᾽ άκουσε αυτά ο Ηρακλείδης και φοβήθηκε πολύ, γι᾽ αυτό σίμωσε το Σεύθη και του λέει: «Αν είμαστε άνθρωποι γνωστικοί, πρέπει να φύγουμε από το μέρος τούτο, που το εξουσιάζουν οι Έλληνες». Κι ανέβηκαν επάνω στ᾽ άλογά τους κι έφυγαν γρήγορα, τραβώντας προς το δικό τους στρατόπεδο. [7.6.43] Από κει ο Σεύθης στέλνει τον Αβροζέλμη το διερμηνέα του στον Ξενοφώντα και του προτείνει να μείνει κοντά του με χίλιους οπλίτες, τάζοντας να του δώσει και τις παραθαλάσσιες τοποθεσίες και όλα όσα του είχε υποσχεθεί. Κατόπι του λέει, φανερώνοντας τάχα μυστικό, πως έμαθε από τον Πολύνικο ότι, αν πέσει ο Ξενοφώντας στα χέρια των Λακεδαιμονίων, οπωσδήποτε θα σκοτωθεί από το Θίβρωνα. [7.6.44] Μα κι άλλοι πολλοί έστελναν αυτές τις πληροφορίες στον Ξενοφώντα, πως δηλαδή τον είχαν συκοφαντήσει κι έπρεπε να προφυλάγεται. Κι εκείνος μόλις τ᾽ άκουσε πήρε δυο ζώα και τα θυσίασε στο Δία το βασιλιά για να μάθει ποιό από τα δυο τού ήταν προτιμότερο και ωφελιμότερο, να μείνει κοντά στο Σεύθη με τους όρους που του πρότεινε ή ν᾽ αναχωρήσει μαζί με το στρατό. Κι ο Δίας του προφήτεψε να φύγει.
[7.7.1] Ο Σεύθης μετακινήθηκε από εκεί που βρισκόταν και στρατοπέδεψε μακρύτερα, ενώ οι Έλληνες κατασκήνωσαν σε χωριά απ᾽ όπου σκόπευαν να πάρουν άφθονα τρόφιμα κι ύστερα να τραβήξουν προς τη θάλασσα. Τα χωριά όμως τούτα ανήκαν στο Μηδοσάδη, δοσμένα από το Σεύθη. [7.7.2] Γι᾽ αυτό ο Μηδοσάδης στενοχωριόταν πολύ, όσο έβλεπε να ξοδεύονται από τους Έλληνες οι σοδειές που υπήρχαν στα χωριά. Πήρε λοιπόν έναν Οδρύση, τον πιο δυνατό από κείνους που είχαν κατέβει από τα βουνά, πήρε και μια τριανταριά ιππείς κι έρχεται και φωνάζει τον Ξενοφώντα να βγει από το στρατόπεδο. Εκείνος πηγαίνει, έχοντας μαζί του μερικούς λοχαγούς κι άλλους φίλους του. [7.7.3] Τότε ο Μηδοσάδης τού λέει: «Κάνετε αδικία, Ξενοφώντα, ληστεύοντας τα χωριά μας. Γι᾽ αυτό σας προειδοποιούμε, εγώ για λογαριασμό του Σεύθη και τούτος εδώ σαν απεσταλμένος του Μήδοκου, που είναι βασιλιάς στο εσωτερικό της χώρας, να φύγετε από τον τόπο μας. Αλλιώτικα δεν θα σας επιτρέψουμε αυτό που κάνετε· κι αν εσείς εξακολουθήσετε να ληστεύετε τη χώρα μας, θα σας αντιμετωπίσουμε σαν εχθρούς».