Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (7.4.12-7.4.24)

[7.4.12] Ἐκ τούτου ἡμέραι τ᾽ οὐ πολλαὶ διετρίβοντο καὶ οἱ ἐκ τοῦ ὄρους Θρᾷκες καταβαίνοντες πρὸς τὸν Σεύθην περὶ σπονδῶν καὶ ὁμήρων διεπράττοντο. καὶ ὁ Ξενοφῶν ἐλθὼν ἔλεγε τῷ Σεύθῃ ὅτι ἐν πονηροῖς σκηνοῖεν καὶ πλησίον εἶεν οἱ πολέμιοι· ἥδιόν τ᾽ ἂν ἔξω αὐλίζεσθαι ἔφη ἐν ἐχυροῖς χωρίοις μᾶλλον ἢ ἐν τοῖς στεγνοῖς, ὥστε ἀπολέσθαι. ὁ δὲ θαρρεῖν ἐκέλευε καὶ ἔδειξεν ὁμήρους παρόντας αὐτῶν. [7.4.13] ἐδέοντο δὲ καὶ αὐτοῦ Ξενοφῶντος καταβαίνοντές τινες τῶν ἐκ τοῦ ὄρους συμπρᾶξαι σφίσι τὰς σπονδάς. ὁ δ᾽ ὡμολόγει καὶ θαρρεῖν ἐκέλευε καὶ ἠγγυᾶτο μηδὲν αὐτοὺς κακὸν πείσεσθαι πειθομένους Σεύθῃ. οἱ δ᾽ ἄρα ταῦτ᾽ ἔλεγον κατασκοπῆς ἕνεκα.
[7.4.14] Ταῦτα μὲν τῆς ἡμέρας ἐγένετο· εἰς δὲ τὴν ἐπιοῦσαν νύκατα ἐπιτίθενται ἐλθόντες ἐκ τοῦ ὄρους οἱ Θυνοί. καὶ ἡγεμὼν μὲν ἦν ὁ δεσπότης ἑκάστης τῆς οἰκίας· χαλεπὸν γὰρ ἦν ἄλλως τὰς οἰκίας σκότους ὄντος ἀνευρίσκειν ἐν ταῖς κώμαις· καὶ γὰρ αἱ οἰκίαι κύκλῳ περιεσταύρωντο μεγάλοις σταυροῖς τῶν προβάτων ἕνεκα. [7.4.15] ἐπεὶ δ᾽ ἐγένοντο κατὰ τὰς θύρας ἑκάστου τοῦ οἰκήματος, οἱ μὲν εἰσηκόντιζον, οἱ δὲ τοῖς σκυτάλοις ἔβαλλον, ἃ ἔχειν ἔφασαν ὡς ἀποκόψοντες τῶν δοράτων τὰς λόγχας, οἱ δ᾽ ἐνεπίμπρασαν, καὶ Ξενοφῶντα ὀνομαστὶ καλοῦντες ἐξιόντα ἐκέλευον ἀποθνῄσκειν, ἢ αὐτοῦ ἔφασαν κατακαυθήσεσθαι αὐτόν. [7.4.16] καὶ ἤδη τε διὰ τοῦ ὀρόφου ἐφαίνετο πῦρ, καὶ ἐντεθωρακισμένοι οἱ περὶ τὸν Ξενοφῶντα ἔνδον ἦσαν ἀσπίδας καὶ μαχαίρας καὶ κράνη ἔχοντες, καὶ Σιλανὸς Μακίστιος ἐτῶν ὡς ὀκτωκαίδεκα σημαίνει τῇ σάλπιγγι· καὶ εὐθὺς ἐκπηδῶσιν ἐσπασμένοι τὰ ξίφη καὶ οἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων. [7.4.17] οἱ δὲ Θρᾷκες φεύγουσιν, ὥσπερ δὴ τρόπος ἦν αὐτοῖς, ὄπισθεν περιβαλλόμενοι τὰς πέλτας· καὶ αὐτῶν ὑπεραλλομένων τοὺς σταυροὺς ἐλήφθησάν τινες κρεμασθέντες ἐνεχομένων τῶν πελτῶν τοῖς σταυροῖς· οἱ δὲ καὶ ἀπέθανον ἁμαρτόντες τῶν ἐξόδων· οἱ δὲ Ἕλληνες ἐδίωκον ἔξω τῆς κώμης. [7.4.18] τῶν δὲ Θυνῶν ὑποστραφέντες τινὲς ἐν τῷ σκότει τοὺς παρατρέχοντας παρ᾽ οἰκίαν καιομένην ἠκόντιζον εἰς τὸ φῶς ἐκ τοῦ σκότους· καὶ ἔτρωσαν Ἱερώνυμόν τε †καὶ Εὐοδέα† λοχαγὸν καὶ Θεογένην Λοκρὸν λοχαγόν· ἀπέθανε δὲ οὐδείς· κατεκαύθη μέντοι καὶ ἐσθής τινων καὶ σκεύη. [7.4.19] Σεύθης δὲ ἧκε βοηθῶν σὺν ἑπτὰ ἱππεῦσι τοῖς πρώτοις καὶ τὸν σαλπικτὴν ἔχων τὸν Θρᾴκιον. καὶ ἐπείπερ ᾔσθετο, ὅσονπερ χρόνον ἐβοήθει, τοσοῦτον καὶ τὸ κέρας ἐφθέγγετο αὐτῷ· ὥστε καὶ τοῦτο φόβον συμπαρέσχε τοῖς πολεμίοις. ἐπεὶ δ᾽ ἦλθεν, ἐδεξιοῦτό τε καὶ ἔλεγεν ὅτι οἴοιτο τεθνεῶτας πολλοὺς εὑρήσειν.
[7.4.20] Ἐκ τούτου ὁ Ξενοφῶν δεῖται τοὺς ὁμήρους τε αὐτῷ παραδοῦναι καὶ ἐπὶ τὸ ὄρος, εἰ βούλεται, συστρατεύεσθαι· εἰ δὲ μή, αὐτὸν ἐᾶσαι. [7.4.21] τῇ οὖν ὑστεραίᾳ παραδίδωσιν ὁ Σεύθης τοὺς ὁμήρους, πρεσβυτέρους ἄνδρας ἤδη, τοὺς κρατίστους, ὡς ἔφασαν, τῶν ἰρεινῶν, καὶ αὐτὸς ἔρχεται σὺν τῇ δυνάμει. ἤδη δὲ εἶχε καὶ τριπλασίαν δύναμιν ὁ Σεύθης· ἐκ γὰρ τῶν Ὀδρυσῶν ἀκούοντες ἃ πράττει ὁ Σεύθης πολλοὶ κατέβαινον συστρατευσόμενοι. [7.4.22] οἱ δὲ Θυνοὶ ἐπεὶ εἶδον ἀπὸ τοῦ ὄρους πολλοὺς μὲν ὁπλίτας, πολλοὺς δὲ πελταστάς, πολλοὺς δὲ ἱππέας, καταβάντες ἱκέτευον σπείσασθαι, καὶ πάντα ὡμολόγουν ποιήσειν καὶ πιστὰ λαμβάνειν ἐκέλευον. [7.4.23] ὁ δὲ Σεύθης καλέσας τὸν Ξενοφῶντα ἐπεδείκνυεν ἃ λέγοιεν, καὶ οὐκ ἂν ἔφη σπείσασθαι, εἰ Ξενοφῶν βούλοιτο τιμωρήσασθαι αὐτοὺς τῆς ἐπιθέσεως. [7.4.24] ὁ δ᾽ εἶπεν· Ἀλλ᾽ ἔγωγε ἱκανὴν νομίζω καὶ νῦν δίκην ἔχειν, εἰ οὗτοι δοῦλοι ἔσονται ἀντ᾽ ἐλευθέρων. συμβουλεύειν μέντοι ἔφη αὐτῷ τὸ λοιπὸν ὁμήρους λαμβάνειν τοὺς δυνατωτάτους κακόν τι ποιεῖν, τοὺς δὲ γέροντας οἴκοι ἐᾶν. οἱ μὲν οὖν ταύτῃ πάντες δὴ προσωμολόγουν.

[7.4.12] Λίγες μέρες ύστερ᾽ απ᾽ αυτά οι Θράκες άρχισαν να κατεβαίνουν από το βουνό και να συζητούν με το Σεύθη για ανακωχή και για όμηρους. Ο Ξενοφώντας τότε πήγε στο Σεύθη και του είπε πως οι στρατιώτες του έχουν κατασκηνώσει σε ακατάλληλο μέρος και πως οι εχθροί είναι κοντά τους. Και πρόσθεσε ότι με μεγαλύτερη ευχαρίστηση θα στρατοπέδευαν έξω, σε οχυρές τοποθεσίες, παρά σε σπίτια, όπου κινδυνεύουν να αφανιστούν. Ο Σεύθης όμως του είπε να μη φοβάται και του έδειξε όμηρους των εχθρών, που τους είχε στα χέρια του. [7.4.13] Μερικοί μάλιστα κατέβηκαν από το βουνό και παρακάλεσαν και τον ίδιο τον Ξενοφώντα να τους βοηθήσει να κάμουν την ανακωχή. Τούτος το δέχτηκε και τους έδωσε θάρρος, βεβαιώνοντάς τους πως δεν πρόκειται να πάθουν κανένα κακό, φτάνει να κάνουν ό,τι διατάζει ο Σεύθης. Μα εκείνοι τα έλεγαν, προσπαθώντας να κάνουν κατασκοπεία.
[7.4.14] Αυτά έγιναν την ημέρα. Αλλά την ακόλουθη νύχτα κατεβαίνουν οι Θυνοί από το βουνό και τους κάνουν επίθεση. Οδηγός τους ήταν ο νοικοκύρης κάθε σπιτιού. Γιατί αλλιώτικα ήταν δύσκολο, μέσα στο σκοτάδι, να βρίσκουν τα σπίτια στα χωριά, αφού μάλιστα τα είχαν περιτριγυρίσει με μεγάλα παλούκια για να τα προφυλάξουν από τα ζώα. [7.4.15] Όταν έφτασαν στις πόρτες των σπιτιών, άλλοι έριχναν μέσα ακόντια, άλλοι τις χτυπούσαν με ρόπαλα, που έλεγαν πως τα κρατούσαν για να κόψουν τις μύτες των δοράτων, κι άλλοι έβαζαν φωτιά. Ακόμα και τον Ξενοφώντα φώναζαν με τ᾽ όνομά του και τον προκαλούσαν να βγει να τον σκοτώσουν, αλλιώτικα τον φοβέριζαν πως θα καεί εκεί που βρίσκεται. [7.4.16] Είχαν αρχίσει πια να φαίνονται φλόγες από τις στέγες, και οι στρατιώτες του Ξενοφώντα μέσα στα σπίτια φόρεσαν τους θώρακες και κρατούσαν ασπίδες, μαχαίρια και κράνη. Τότε ο Σιλανός, ένα παλικάρι δεκαοχτώ χρονών από τη Μάκιστο, βαράει με τη σάλπιγγα συναγερμό. Αμέσως και οι Έλληνες που ήταν στα άλλα σπίτια τραβούν τα ξίφη από τα θηκάρια και ορμούν έξω. [7.4.17] Μα οι Θράκες ρίχνουν τις ασπίδες πάνω στις ράχες τους, όπως συνήθιζαν, και το βάζουν στα πόδια. Μερικοί μάλιστα κρεμάστηκαν από τα παλούκια, γιατί έμπλεξαν οι ασπίδες τους τη στιγμή που προσπαθούσαν να πηδήσουν από πάνω, κι έτσι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Άλλοι πάλι σκοτώθηκαν, γιατί δεν κατάφεραν να βρουν την πόρτα και να βγουν. Τους υπόλοιπους οι Έλληνες τους κυνήγησαν έξω από το χωριό. [7.4.18] Τότε μερικοί από τους Θυνούς γύρισαν πίσω μέσα στο σκοτάδι και χτυπούσαν με τα ακόντιά τους τους Έλληνες που έτρεχαν δίπλα σ᾽ ένα φλεγόμενο σπίτι. Γιατί μπορούσαν να βλέπουν από το σκοτεινό μέρος που βρίσκονταν αυτοί, στο φωτισμένο που ήταν εκείνοι. Έτσι πλήγωσαν και τον Ιερώνυμο και τους λοχαγούς Ευοδέα και Θεογένη το Λοκρό. Κανένας όμως δεν σκοτώθηκε, κάηκαν μονάχα τα ρούχα μερικών στρατιωτών κι οι αποσκευές τους. [7.4.19] Στο μεταξύ ο Σεύθης έτρεξε να τους βοηθήσει, μαζί με τους εφτά ιππείς που βρίσκονταν μπροστά μπροστά στο στρατό του, και με το Θρακιώτη σαλπιχτή. Από τη στιγμή που πήρε είδηση την επίθεση και όσην ώρα έτρεχε για να τους βοηθήσει, σ᾽ όλο αυτό το χρονικό διάστημα βαρούσε τη σάλπιγγά του. Έτσι κι αυτό, εκτός από τ᾽ άλλα, έκαμε να φοβηθούν οι εχθροί. Όταν έφτασε πια κοντά στους Έλληνες, τους χαιρετούσε σφίγγοντάς τους τα χέρια και τους έλεγε πως περίμενε να βρει πολλούς σκοτωμένους.
[7.4.20] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ο Ξενοφώντας τον παρακαλεί να του παραδώσει τους όμηρους και, αν θέλει, να πάει μαζί του να τους χτυπήσουν απάνω στο βουνό· αλλιώς να τον αφήσει να πάει μόνος του. [7.4.21] Την άλλη μέρα λοιπόν ο Σεύθης τού δίνει τους όμηρους, που ήταν άντρες ηλικιωμένοι και οι προεστοί, όπως έλεγαν, των ορεινών, κι έρχεται κι ο ίδιος με το στρατό του. Και τώρα πια, ο στρατός του ήταν τριπλάσιος από πρώτα. Γιατί πολλοί από τους Οδρύσες κατέβαιναν από τα βουνά για να πάρουν μέρος στις πολεμικές του επιχειρήσεις, επειδή μάθαιναν τα κατορθώματά του. [7.4.22] Όταν οι Θυνοί είδαν από πάνω από το βουνό πολλούς οπλίτες και πελταστές και πολύ ιππικό, κατέβηκαν και παρακαλούσαν να κάμουν ειρήνη. Υπόσχονταν πως θα εκτελούν κάθε διαταγή του Σεύθη και του πρότειναν να του δώσουν εγγυήσεις πως θα φυλάξουν την υπόσχεσή τους. [7.4.23] Ο Σεύθης τότε φώναξε τον Ξενοφώντα και του γνωστοποίησε τις προτάσεις τους, αλλά του είπε πως δεν θα έκανε μαζί τους ειρήνη, αν αυτός ήθελε να τους τιμωρήσει για την επίθεση που είχαν κάμει. [7.4.24] Εκείνος όμως απάντησε: «Κατά τη γνώμη μου και τώρα θα τιμωρηθούν αρκετά, γιατί θα είναι δούλοι αντί ελεύθεροι». Είπε πάντως στο Σεύθη πως του δίνει μια συμβουλή, να πιάνει για όμηρους εκείνους που έχουν πολύ μεγάλη ικανότητα να βλάφτουν, ενώ τους γέρους να τους αφήνει στα σπίτια τους. Εκείνοι λοιπόν συμφώνησαν όλοι να υποταχτούν μ᾽ αυτούς τους όρους.