Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (7.1.15-7.1.31)

[7.1.15] Ἐν ᾧ δὲ ταῦτα διελέγοντο οἱ στρατιῶται ἀναρπάσαντες τὰ ὅπλα θέουσι δρόμῳ πρὸς τὰς πύλας, ὡς πάλιν εἰς τὸ τεῖχος εἰσιόντες. ὁ δὲ Ἐτεόνικος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ὡς εἶδον προσθέοντας τοὺς ὁπλίτας, συγκλείουσι τὰς πύλας καὶ τὸν μοχλὸν ἐμβάλλουσιν. [7.1.16] οἱ δὲ στρατιῶται ἔκοπτον τὰς πύλας καὶ ἔλεγον ὅτι ἀδικώτατα πάσχοιεν ἐκβαλλόμενοι εἰς τοὺς πολεμίους· κατασχίσειν τε τὰς πύλας ἔφασαν, εἰ μὴ ἑκόντες ἀνοίξουσιν. [7.1.17] ἄλλοι δὲ ἔθεον ἐπὶ θάλατταν καὶ παρὰ τὴν χηλὴν τοῦ τείχους ὑπερβαίνουσιν εἰς τὴν πόλιν, ἄλλοι δὲ οἳ ἐτύγχανον ἔνδον ὄντες τῶν στρατιωτῶν, ὡς ὁρῶσι τὰ ἐπὶ ταῖς πύλαις πράγματα, διακόπτοντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα ἀναπεταννύασι τὰς πύλας, οἱ δ᾽ εἰσπίπτουσιν.
[7.1.18] Ὁ δὲ Ξενοφῶν ὡς εἶδε τὰ γιγνόμενα, δείσας μὴ ἐφ᾽ ἁρπαγὴν τράποιτο τὸ στράτευμα καὶ ἀνήκεστα κακὰ γένοιτο τῇ πόλει καὶ ἑαυτῷ καὶ τοῖς στρατιώταις, ἔθει καὶ συνεισπίπτει εἴσω τῶν πυλῶν σὺν τῷ ὄχλῳ. [7.1.19] οἱ δὲ Βυζάντιοι ὡς εἶδον τὸ στράτευμα βίᾳ εἰσπῖπτον, φεύγουσιν ἐκ τῆς ἀγορᾶς, οἱ μὲν εἰς τὰ πλοῖα, οἱ δὲ οἴκαδε, ὅσοι δὲ ἔνδον ἐτύγχανον ὄντες, ἔξω, οἱ δὲ καθεῖλκον τὰς τριήρεις, ὡς ἐν ταῖς τριήρεσι σῴζοιντο, πάντες δὲ ᾤοντο ἀπολωλέναι, ὡς ἑαλωκυίας τῆς πόλεως. [7.1.20] ὁ δὲ Ἐτεόνικος εἰς τὴν ἄκραν ἀποφεύγει. ὁ δὲ Ἀναξίβιος καταδραμὼν ἐπὶ θάλατταν ἐν ἁλιευτικῷ πλοίῳ περιέπλει εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ εὐθὺς μεταπέμπεται ἐκ Καλχηδόνος φρουρούς· οὐ γὰρ ἱκανοὶ ἐδόκουν εἶναι οἱ ἐν τῇ ἀκροπόλει σχεῖν τοὺς ἄνδρας.
[7.1.21] Οἱ δὲ στρατιῶται ὡς εἶδον Ξενοφῶντα, προσπίπτουσι πολλοὶ αὐτῷ καὶ λέγουσι· Νῦν σοι ἔξεστιν, ὦ Ξενοφῶν, ἀνδρὶ γενέσθαι. ἔχεις πόλιν, ἔχεις τριήρεις, ἔχεις χρήματα, ἔχεις ἄνδρας τοσούτους. νῦν ἄν, εἰ βούλοιο, σύ τε ἡμᾶς ὀνήσαις καὶ ἡμεῖς σὲ μέγαν ποιήσαιμεν. [7.1.22] ὁ δ᾽ ἀπεκρίνατο· Ἀλλ᾽ εὖ γε λέγετε καὶ ποιήσω ταῦτα· εἰ δὲ τούτων ἐπιθυμεῖτε, θέσθε τὰ ὅπλα ἐν τάξει ὡς τάχιστα· βουλόμενος αὐτοὺς κατηρεμίσαι· καὶ αὐτός τε παρηγγύα ταῦτα καὶ τοὺς ἄλλους ἐκέλευε παρεγγυᾶν [καὶ] τίθεσθαι τὰ ὅπλα. [7.1.23] οἱ δὲ αὐτοὶ ὑφ᾽ ἑαυτῶν ταττόμενοι οἵ τε ὁπλῖται ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ εἰς ὀκτὼ ἐγένοντο καὶ οἱ πελτασταὶ ἐπὶ τὸ κέρας ἑκάτερον παρεδεδραμήκεσαν. [7.1.24] τὸ δὲ χωρίον οἷον κάλλιστον ἐκτάξασθαί ἐστι τὸ Θρᾴκιον καλούμενον, ἔρημον οἰκιῶν καὶ πεδινόν. ἐπεὶ δὲ ἔκειτο τὰ ὅπλα καὶ κατηρεμίσθησαν, συγκαλεῖ ὁ Ξενοφῶν τὴν στρατιὰν καὶ λέγει τάδε. [7.1.25] Ὅτι μὲν ὀργίζεσθε, ὦ ἄνδρες στρατιῶται, καὶ νομίζετε δεινὰ πάσχειν ἐξαπατώμενοι οὐ θαυμάζω. ἢν δὲ τῷ θυμῷ χαριζώμεθα καὶ Λακεδαιμονίους τε τοὺς παρόντας τῆς ἐξαπάτης τιμωρησώμεθα καὶ τὴν πόλιν τὴν οὐδὲν αἰτίαν διαρπάσωμεν, ἐνθυμεῖσθε ἃ ἔσται ἐντεῦθεν. [7.1.26] πολέμιοι μὲν ἐσόμεθα ἀποδεδειγμένοι Λακεδαιμονίοις καὶ τοῖς συμμάχοις. οἷος δὲ πόλεμος ἂν γένοιτο εἰκάζειν δὴ πάρεστιν, ἑορακότας καὶ ἀναμνησθέντας τὰ νῦν δὴ γεγενημένα. [7.1.27] ἡμεῖς γὰρ οἱ Ἀθηναῖοι ἤλθομεν εἰς τὸν πόλεμον τὸν πρὸς Λακεδαιμονίους καὶ τοὺς συμμάχους ἔχοντες τριήρεις τὰς μὲν ἐν θαλάττῃ τὰς δ᾽ ἐν τοῖς νεωρίοις οὐκ ἐλάττους τριακοσίων, ὑπαρχόντων δὲ πολλῶν χρημάτων ἐν τῇ πόλει καὶ προσόδου οὔσης κατ᾽ ἐνιαυτὸν ἀπό τε τῶν ἐνδήμων καὶ τῆς ὑπερορίας οὐ μεῖον χιλίων ταλάντων· ἄρχοντες δὲ τῶν νήσων ἁπασῶν καὶ ἔν τε τῇ Ἀσίᾳ πολλὰς ἔχοντες πόλεις καὶ ἐν τῇ Εὐρώπῃ ἄλλας τε πολλὰς καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ Βυζάντιον, ὅπου νῦν ἐσμεν, ἔχοντες κατεπολεμήθημεν οὕτως ὡς πάντες ὑμεῖς ἐπίστασθε. [7.1.28] νῦν δὲ δὴ τί ἂν οἰόμεθα παθεῖν, Λακεδαιμονίοις μὲν καὶ τῶν ἀρχαίων συμμάχων ὑπαρχόντων, Ἀθηναίων δὲ καὶ οἳ ἐκείνοις τότε ἦσαν σύμμαχοι πάντων προσγεγενημένων, Τισσαφέρνους δὲ καὶ τῶν ἐπὶ θαλάττῃ ἄλλων βαρβάρων πάντων πολεμίων ἡμῖν ὄντων, πολεμιωτάτου δὲ αὐτοῦ τοῦ ἄνω βασιλέως, ὃν ἤλθομεν ἀφαιρησόμενοι τὴν ἀρχὴν καὶ ἀποκτενοῦντες, εἰ δυναίμεθα; τούτων δὴ πάντων ὁμοῦ ὄντων ἔστι τις οὕτως ἄφρων ὅστις οἴεται ἂν ἡμᾶς περιγενέσθαι; [7.1.29] μὴ πρὸς θεῶν μαινώμεθα μηδ᾽ αἰσχρῶς ἀπολώμεθα πολέμιοι ὄντες καὶ ταῖς πατρίσι καὶ τοῖς ἡμετέροις αὐτῶν φίλοις τε καὶ οἰκείοις. ἐν γὰρ ταῖς πόλεσίν εἰσι πάντες ταῖς ἐφ᾽ ἡμᾶς στρατευσομέναις, καὶ δικαίως, εἰ βάρβαρον μὲν πόλιν οὐδεμίαν ἠθελήσαμεν κατασχεῖν, καὶ ταῦτα κρατοῦντες, Ἑλληνίδα δὲ εἰς ἣν πρώτην ἤλθομεν πόλιν, ταύτην ἐξαλαπάξομεν. [7.1.30] ἐγὼ μὲν τοίνυν εὔχομαι πρὶν ταῦτα ἐπιδεῖν ὑφ᾽ ὑμῶν γενόμενα μυρίας ἐμέ γε κατὰ τῆς γῆς ὀργυιὰς γενέσθαι. καὶ ὑμῖν δὲ συμβουλεύω Ἕλληνας ὄντας τοῖς τῶν Ἑλλήνων προεστηκόσι πειθομένους πειρᾶσθαι τῶν δικαίων τυγχάνειν. ἐὰν δὲ μὴ δύνησθε ταῦτα, ἡμᾶς δεῖ ἀδικουμένους τῆς γοῦν Ἑλλάδος μὴ στέρεσθαι. [7.1.31] καὶ νῦν μοι δοκεῖ πέμψαντας Ἀναξιβίῳ εἰπεῖν ὅτι ἡμεῖς οὐδὲν βίαιον ποιήσοντες παρεληλύθαμεν εἰς τὴν πόλιν, ἀλλ᾽ ἢν μὲν δυνώμεθα παρ᾽ ὑμῶν ἀγαθόν τι εὑρίσκεσθαι, εἰ δὲ μή, ἀλλὰ δηλώσοντες ὅτι οὐκ ἐξαπατώμενοι ἀλλὰ πειθόμενοι ἐξερχόμεθα.

[7.1.15] Αλλά τη στιγμή που τα συζητούσαν, οι στρατιώτες άρπαξαν τα όπλα κι αρχίζουν να τρέχουν προς τις πύλες γρήγορα, για να ξαναμπούν μέσα στο τείχος. Ο Ετεόνικος όμως και οι άλλοι που ήταν μαζί του, μόλις είδαν τους οπλίτες να πλησιάζουν τρέχοντας, κλείνουν τις πόρτες και βάζουν την αμπάρα. [7.1.16] Τότε οι στρατιώτες άρχισαν να τις χτυπούν και να λένε πως τους γίνεται τρομερή αδικία, έτσι που τους διώχνουν και τους στέλνουν ανάμεσα σ᾽ εχθρούς· και φοβέριζαν πως θα κομματιάσουν τις πύλες, αν δεν τις ανοίξουν θεληματικά. [7.1.17] Άλλοι πάλι έτρεχαν προς τη θάλασσα κι από τη μεριά του μόλου πηδούν το τείχος και μπαίνουν στην πόλη· λίγοι στρατιώτες που έτυχε να βρίσκονται μέσα, μόλις βλέπουν αυτά που γίνονταν κοντά στις πύλες, τις ανοίγουν διάπλατα, αφού πρώτα έκοψαν την αμπάρα με τα τσεκούρια, κι ορμούν κι οι άλλοι μέσα στην πόλη.
[7.1.18] Ο Ξενοφώντας όμως, όταν είδε αυτά που γίνονταν, φοβήθηκε μήπως ο στρατός αρχίσει τη λεηλασία και δημιουργηθούν ανεπανόρθωτες συμφορές στην πόλη και στον εαυτό του και στους στρατιώτες, και γι᾽ αυτό τρέχει και μπαίνει ορμητικά μέσα στις πύλες μαζί με το πλήθος. [7.1.19] Οι Βυζαντινοί, μόλις είδαν να ορμά με βία ο στρατός, φεύγουν από την αγορά και πηγαίνουν άλλοι προς τα καράβια κι άλλοι στα σπίτια, ενώ όσοι έτυχε να βρίσκονται μέσα άρχισαν να βγαίνουν έξω· μερικοί πάλι τραβούσαν τις τριήρεις στη θάλασσα, για να γλιτώσουν μπαίνοντας μέσα, και γενικά όλοι νόμιζαν πως ήταν χαμένοι, σαν να κυριεύτηκε η πόλη τους. [7.1.20] Κι ο Ετεόνικος πήγε να γλιτώσει στην ακρόπολη. Τέλος ο Αναξίβιος έτρεξε βιαστικά στη θάλασσα, μπήκε σ᾽ ένα πλοίο ψαράδικο και πλέοντας παραλιακά ανέβηκε στην ακρόπολη· αμέσως στέλνει και ζητάει φρουρούς από την Καλχηδόνα, γιατί είχε τη γνώμη πως εκείνοι που βρίσκονταν στην ακρόπολη δεν ήταν αρκετοί για να συγκρατήσουν τους Έλληνες.
[7.1.21] Όταν οι στρατιώτες είδαν τον Ξενοφώντα, τρέχουν προς το μέρος του πολλοί και του λένε: «Τώρα, Ξενοφώντα, είναι ευκαιρία να φανείς άντρας. Έχεις μια πόλη, έχεις τριήρεις, έχεις χρήματα, έχεις πολλούς στρατιώτες. Αν θέλεις, κι εσύ μπορείς να μας ωφελήσεις κι εμείς να σε κάμουμε μεγάλο». [7.1.22] Κι εκείνος αποκρίθηκε, προσπαθώντας να τους καθησυχάσει: «Σωστά είναι τα λόγια σας και θα κάμω αυτά που λέτε· αν όμως θέλετε να γίνουν, αποθέστε τα όπλα σας και συνταχθείτε, όσο μπορείτε γρηγορότερα». Κι ο ίδιος έδωσε το πρόσταγμα τούτο και τους άλλους παρακίνησε να το ανακοινώσουν και ν᾽ αφήσουν κάτω τα όπλα. [7.1.23] Μα εκείνοι και χωρίς διαταγή συντάχτηκαν· έτσι μέσα σε λίγη ώρα και οι οπλίτες μπήκαν στη γραμμή που είχε οχτώ άντρες βάθος, και οι πελταστές έτρεξαν και τοποθετήθηκαν στα δυο άκρα του στρατού. [7.1.24] Το μέρος εκείνο ήταν πάρα πολύ κατάλληλο για παράταξη: ήταν χωρίς σπίτια, επίπεδο, κι είχε την ονομασία Θρακικό. Όταν πια τα όπλα βρίσκονταν χάμω και οι στρατιώτες είχαν καθησυχάσει, ο Ξενοφώντας καλεί συγκέντρωση και λέει τούτα δω: [7.1.25] «Δεν παραξενεύομαι, στρατιώτες, που είστε οργισμένοι και που νομίζετε πως υποφέρετε τρομερά και πως σας έστησαν παγίδες. Αν όμως παρασυρθούμε από την οργή μας και τιμωρήσουμε τους Λακεδαιμόνιους που είναι εδώ για το ξεγέλασμα που μας έκαμαν κι αν λεηλατήσουμε την πόλη που δεν μας φταίει καθόλου, βάλτε στο μυαλό σας τί θα γίνει ύστερ᾽ απ᾽ αυτά. [7.1.26] Πρώτα πρώτα θα είμαστε φανεροί εχθροί με τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους. Έπειτα πόσο τρομερός πόλεμος μπορεί να ξεσπάσει απ᾽ αυτό, είναι εύκολο να το συμπεράνουμε, αφού έχουμε δει κι έχουμε ακόμα στη θύμησή μας εκείνα που έγιναν τελευταία. [7.1.27] Γιατί εμείς οι Αθηναίοι μπήκαμε στον πόλεμο με τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους έχοντας όχι λιγότερες από τρακόσιες τριήρεις, που βρίσκονταν άλλες στη θάλασσα κι άλλες στα ναυπηγεία· ακόμα είχαμε πολλά χρήματα μέσα στην πόλη και εισοδήματα κάθε χρόνο, από τους φόρους που πλήρωναν οι ντόπιοι κι οι σύμμαχοι, όχι λιγότερα από χίλια τάλαντα· έπειτα διοικούσαμε όλα τα νησιά κι εξουσιάζαμε πολλές πόλεις στην Ασία και στην Ευρώπη, κι ανάμεσά τους τούτο το Βυζάντιο, όπου τώρα βρισκόμαστε· παρ᾽ όλα αυτά βγήκαμε εξαντλημένοι από τον πόλεμο, καθώς γνωρίζετε όλοι. [7.1.28] Τώρα λοιπόν τί φανταζόμαστε πως θα παθαίναμε, αφού οι Λακεδαιμόνιοι έχουν και τους παλιούς συμμάχους, κι ακόμα πήγαν με το μέρος τους οι Αθηναίοι και όλοι οι τότε σύμμαχοι τους; Και, εκτός απ᾽ αυτά, ο Τισσαφέρνης και όλοι οι άλλοι βάρβαροι που ζουν στα παράλια είναι εχθροί μας, και πιο μεγάλος εχθρός μας είναι ο ίδιος ο βασιλιάς, που πήγαμε να του πάρουμε την εξουσία και να τον σκοτώσουμε, αν μπορούσαμε. Αφού λοιπόν όλοι αυτοί είναι μαζί, υπάρχει κανένας τόσο ανόητος που να νομίζει πως θα ήταν δυνατό να τους νικήσουμε; [7.1.29] Για τ᾽ όνομα των θεών, ας μην κάνουμε σαν μανιακοί κι ας μη βρούμε άτιμο θάνατο με το να γίνουμε εχθροί και στις πατρίδες μας και στους φίλους μας και στους δικούς μας. Γιατί τούτοι όλοι βρίσκονται στις πολιτείες που δίκαια θα μας πολεμήσουν, αν λεηλατήσουμε την πρώτη ελληνική πόλη που συναντήσαμε, ενώ βαρβαρική δεν θελήσαμε ως τώρα να κυριέψουμε, παρόλο που ήμασταν και νικητές. [7.1.30] Εγώ λοιπόν εύχομαι, προτού δω να γίνουν από σας αυτά, ν᾽ ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Και σας συμβουλεύω, αφού είστε Έλληνες, να προσπαθείτε να βρίσκετε δίκαιη μεταχείριση υπακούοντας στους αρχηγούς των Ελλήνων. Αν αυτό δεν μπορεί να γίνει, πρέπει να προτιμήσουμε να αδικηθούμε για να μη χάσουμε την Ελλάδα. [7.1.31] Και τώρα νομίζω πως είναι σωστό να στείλουμε απεσταλμένους στον Αναξίβιο, για να του πουν πως εμείς μπήκαμε στην πόλη όχι με σκοπό να κάμουμε καμιά βίαιη πράξη, αλλά για να δούμε μήπως μπορέσουμε να πετύχουμε κάτι καλό απ᾽ αυτούς τους ίδιους· κι αν όχι, τότε να τους βεβαιώσουμε πως βγαίνουμε από την πόλη γιατί πειθαρχούμε και όχι επειδή πέσαμε σε παγίδα».