Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (2.4.8-2.4.24)

[2.4.8] Ἐν δὲ τούτῳ ἧκε Τισσαφέρνης ἔχων τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν ὡς εἰς οἶκον ἀπιὼν καὶ Ὀρόντας τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν· ἦγε δὲ καὶ τὴν θυγατέρα τὴν βασιλέως ἐπὶ γάμῳ. [2.4.9] ἐντεῦθεν δὲ ἤδη Τισσαφέρνους ἡγουμένου καὶ ἀγορὰν παρέχοντος ἐπορεύοντο· ἐπορεύετο δὲ καὶ Ἀριαῖος τὸ Κύρου βαρβαρικὸν ἔχων στράτευμα ἅμα Τισσαφέρνει καὶ Ὀρόντᾳ καὶ ξυνεστρατοπεδεύετο σὺν ἐκείνοις. [2.4.10] οἱ δὲ Ἕλληνες ὑφορῶντες τούτους αὐτοὶ ἐφ᾽ ἑαυτῶν ἐχώρουν ἡγεμόνας ἔχοντες. ἐστρατοπεδεύοντο δὲ ἑκάστοτε ἀπέχοντες ἀλλήλων παρασάγγην καὶ πλέον· ἐφυλάττοντο δὲ ἀμφότεροι ὥσπερ πολεμίους ἀλλήλους, καὶ εὐθὺς τοῦτο ὑποψίαν παρεῖχεν. [2.4.11] ἐνίοτε δὲ καὶ ξυλιζόμενοι ἐκ τοῦ αὐτοῦ καὶ χόρτον καὶ ἄλλα τοιαῦτα ξυλλέγοντες πληγὰς ἐνέτεινον ἀλλήλοις· ὥστε καὶ τοῦτο ἔχθραν παρεῖχε.
[2.4.12] Διελθόντες δὲ τρεῖς σταθμοὺς ἀφίκοντο πρὸς τὸ Μηδίας καλούμενον τεῖχος, καὶ παρῆλθον εἴσω αὐτοῦ. ἦν δὲ ᾠκοδομημένον πλίνθοις ὀπταῖς ἐν ἀσφάλτῳ κειμέναις, εὖρος εἴκοσι ποδῶν, ὕψος δὲ ἑκατόν· μῆκος δ᾽ ἐλέγετο εἶναι εἴκοσι παρασάγγαι· ἀπέχει δὲ Βαβυλῶνος οὐ πολύ. [2.4.13] ἐντεῦθεν δ᾽ ἐπορεύθησαν σταθμοὺς δύο παρασάγγας ὀκτώ· καὶ διέβησαν διώρυχας δύο, τὴν μὲν ἐπὶ γεφύρας, τὴν δὲ ἐζευγμένην πλοίοις ἑπτά· αὗται δ᾽ ἦσαν ἀπὸ τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ· κατετέτμηντο δὲ ἐξ αὐτῶν καὶ τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν, αἱ μὲν πρῶται μεγάλαι, ἔπειτα δὲ ἐλάττους· τέλος δὲ καὶ μικροὶ ὀχετοί, ὥσπερ ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐπὶ τὰς μελίνας· καὶ ἀφικνοῦνται ἐπὶ τὸν Τίγρητα ποταμόν· πρὸς ᾧ πόλις ἦν μεγάλη καὶ πολυάνθρωπος ᾗ ὄνομα Σιττάκη, ἀπέχουσα τοῦ ποταμοῦ σταδίους πεντεκαίδεκα. [2.4.14] οἱ μὲν οὖν Ἕλληνες παρ᾽ αὐτὴν ἐσκήνησαν ἐγγὺς παραδείσου μεγάλου καὶ καλοῦ καὶ δασέος παντοίων δένδρων, οἱ δὲ βάρβαροι διαβεβηκότες τὸν Τίγρητα· οὐ μέντοι καταφανεῖς ἦσαν.
[2.4.15] Μετὰ δὲ τὸ δεῖπνον ἔτυχον ἐν περιπάτῳ ὄντες πρὸ τῶν ὅπλων Πρόξενος καὶ Ξενοφῶν· καὶ προσελθὼν ἄνθρωπός τις ἠρώτησε τοὺς προφύλακας ποῦ ἂν ἴδοι Πρόξενον ἢ Κλέαρχον· Μένωνα δὲ οὐκ ἐζήτει, καὶ ταῦτα παρ᾽ Ἀριαίου ὢν τοῦ Μένωνος ξένου. [2.4.16] ἐπεὶ δὲ Πρόξενος εἶπεν ὅτι αὐτός εἰμι ὃν ζητεῖς, εἶπεν ὁ ἄνθρωπος τάδε. Ἔπεμψέ με Ἀριαῖος καὶ Ἀρτάοζος, πιστοὶ ὄντες Κύρῳ καὶ ὑμῖν εὖνοι, καὶ κελεύουσι φυλάττεσθαι μὴ ὑμῖν ἐπιθῶνται τῆς νυκτὸς οἱ βάρβαροι· ἔστι δὲ στράτευμα πολὺ ἐν τῷ πλησίον παραδείσῳ. [2.4.17] καὶ παρὰ τὴν γέφυραν τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ πέμψαι κελεύουσι φυλακήν, ὡς διανοεῖται αὐτὴν λῦσαι Τισσαφέρνης τῆς νυκτός, ἐὰν δύνηται, ὡς μὴ διαβῆτε ἀλλ᾽ ἐν μέσῳ ἀποληφθῆτε τοῦ ποταμοῦ καὶ τῆς διώρυχος. [2.4.18] ἀκούσαντες ταῦτα ἄγουσιν αὐτὸν παρὰ τὸν Κλέαρχον καὶ φράζουσιν ἃ λέγει. ὁ δὲ Κλέαρχος ἀκούσας ἐταράχθη σφόδρα καὶ ἐφοβεῖτο. [2.4.19] νεανίσκος δέ τις τῶν παρόντων ἐννοήσας εἶπεν ὡς οὐκ ἀκόλουθα εἴη τό τε ἐπιθήσεσθαι καὶ λύσειν τὴν γέφυραν. δῆλον γὰρ ὅτι ἐπιτιθεμένους ἢ νικᾶν δεήσει ἢ ἡττᾶσθαι. ἐὰν μὲν οὖν νικῶσι, τί δεῖ λύειν αὐτοὺς τὴν γέφυραν; οὐδὲ γὰρ ἂν πολλαὶ γέφυραι ὦσιν ἔχοιμεν ἂν ὅποι φυγόντες ἡμεῖς σωθῶμεν. [2.4.20] ἐὰν δὲ ἡμεῖς νικῶμεν, λελυμένης τῆς γεφύρας οὐχ ἕξουσιν ἐκεῖνοι ὅποι φύγωσιν· οὐδὲ μὴν βοηθῆσαι πολλῶν ὄντων πέραν οὐδεὶς αὐτοῖς δυνήσεται λελυμένης τῆς γεφύρας. [2.4.21] ἀκούσας δὲ ὁ Κλέαρχος ταῦτα ἤρετο τὸν ἄγγελον πόση τις εἴη χώρα ἡ ἐν μέσῳ τοῦ Τίγρητος καὶ τῆς διώρυχος. ὁ δὲ εἶπεν ὅτι πολλὴ καὶ κῶμαι ἔνεισι καὶ πόλεις πολλαὶ καὶ μεγάλαι. [2.4.22] τότε δὴ καὶ ἐγνώσθη ὅτι οἱ βάρβαροι τὸν ἄνθρωπον ὑποπέμψειαν, ὀκνοῦντες μὴ οἱ Ἕλληνες διελόντες τὴν γέφυραν μείναιεν ἐν τῇ νήσῳ ἐρύματα ἔχοντες ἔνθεν μὲν τὸν Τίγρητα, ἔνθεν δὲ τὴν διώρυχα· τὰ δ᾽ ἐπιτήδεια ἔχοιεν ἐκ τῆς ἐν μέσῳ χώρας πολλῆς καὶ ἀγαθῆς οὔσης καὶ τῶν ἐργασομένων ἐνόντων· εἶτα δὲ καὶ ἀποστροφὴ γένοιτο εἴ τις βούλοιτο βασιλέα κακῶς ποιεῖν. [2.4.23] μετὰ δὲ ταῦτα ἀνεπαύοντο· ἐπὶ μέντοι τὴν γέφυραν ὅμως φυλακὴν ἔπεμψαν· καὶ οὔτε ἐπέθετο οὐδεὶς οὐδαμόθεν οὔτε πρὸς τὴν γέφυραν οὐδεὶς ἦλθε τῶν πολεμίων, ὡς οἱ φυλάττοντες ἀπήγγελλον. [2.4.24] ἐπειδὴ δὲ ἕως ἐγένετο, διέβαινον τὴν γέφυραν ἐζευγμένην πλοίοις τριάκοντα καὶ ἑπτὰ ὡς οἷόν τε μάλιστα πεφυλαγμένως· ἐξήγγελλον γάρ τινες τῶν παρὰ Τισσαφέρνους Ἑλλήνων ὡς διαβαινόντων μέλλοιεν ἐπιθήσεσθαι. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ψευδῆ ἦν· διαβαινόντων μέντοι ὁ Γλοῦς [αὐτῶν] ἐπεφάνη μετ᾽ ἄλλων σκοπῶν εἰ διαβαίνοιεν τὸν ποταμόν· ἐπειδὴ δὲ εἶδεν, ᾤχετο ἀπελαύνων.

[2.4.8] Στο μεταξύ ήρθε ο Τισσαφέρνης με το στρατό του, φεύγοντας τάχα για την περιφέρειά του, και ο Ορόντας με τους δικούς του στρατιώτες· αυτός είχε μαζί και την κόρη του βασιλιά για γυναίκα του.
[2.4.9] Από κει πια προχωρούσαν με οδηγό τον Τισσαφέρνη, που τους είχε έτοιμα και τρόφιμα ν᾽ αγοράζουν. Με τον Τισσαφέρνη και με τον Ορόντα προχωρούσε και ο Αριαίος με το βαρβαρικό στράτευμα του Κύρου, και στρατοπέδευε μαζί με κείνους.
[2.4.10] Οι Έλληνες όμως τους έβλεπαν ύποπτα και γι᾽ αυτό πήγαιναν χωριστά κι είχαν δικούς τους οδηγούς. Και κάθε φορά που στρατοπέδευαν, απείχαν μεταξύ τους περισσότερο από έναν παρασάγγη. Μάλιστα προφυλάγονταν οι Έλληνες και οι Πέρσες σαν να ήταν εχθροί ο ένας προς τον άλλο, κι αυτό δημιουργούσε από την αρχή υποψίες. [2.4.11] Καμιά φορά έπαιρναν ξύλα από το ίδιο μέρος ή μάζευαν χορτάρι και άλλα τέτοια, και τότε χτυπιόνταν αναμεταξύ τους. Έτσι κι αυτό τους δημιουργούσε εχθρότητα.
[2.4.12] Όταν προχώρησαν τρεις σταθμούς έφτασαν στο τείχος που ονομαζόταν της Μηδίας και προσπερνώντας το βρέθηκαν προς τα μέσα. Αυτό ήταν χτισμένο με τούβλα συγκολλημένα με άσφαλτο κι είχε πλάτος είκοσι πόδια και ύψος εκατό. Το μάκρος του έλεγαν πως είναι είκοσι παρασάγγες. Δεν είναι πολύ μακριά από τη Βαβυλώνα. [2.4.13] Από κει βάδισαν δυο σταθμούς και προχώρησαν οκτώ παρασάγγες. Και πέρασαν δυο κανάλια, το ένα με τη βοήθεια μιας γέφυρας και το δεύτερο με εφτά καράβια, που τα έδεσαν το ένα δίπλα στο άλλο. Τα κανάλια ξεκινούσαν από τον Τίγρητα ποταμό. Απ᾽ αυτά χωρίζονταν χαντάκια προς τους αγρούς, τα πρώτα μεγάλα και πιο πέρα μικρότερα. Στο τέλος σχηματίζονταν και μικρά αυλάκια, όπως γίνεται στην Ελλάδα με τα χωράφια τα σπαρμένα μελίνη. Ύστερα φτάνουν στον Τίγρητα ποταμό. Εκεί κοντά βρισκόταν μια μεγάλη και πολυάνθρωπη πολιτεία που την έλεγαν Σιττάκη, δεκαπέντε στάδια μακριά από τον ποταμό.
[2.4.14] Οι Έλληνες κατασκήνωσαν κοντά στην πολιτεία, δίπλα σε μια δασωμένη έκταση, μεγάλη και όμορφη και κατάφυτη από κάθε λογής δέντρα. Οι βάρβαροι πέρασαν τον Τίγρητα και κατασκήνωσαν απέναντι. Δεν τους έβλεπαν όμως οι Έλληνες.
[2.4.15] Ύστερ᾽ από το δείπνο έτυχε να κάνουν περίπατο μπροστά στο στρατόπεδο ο Πρόξενος και ο Ξενοφώντας. Τότε πλησίασε κάποιος άνθρωπος και ρώτησε τους σκοπούς, πού θα μπορούσε να δει τον Πρόξενο ή τον Κλέαρχο. Το Μένωνα δεν τον ζήτησε, παρόλο που ήταν σταλμένος από τον Αριαίο, το φίλο του Μένωνα. [2.4.16] Σαν του είπε ο Πρόξενος: «Εγώ είμαι εκείνος που ζητάς», ο άνθρωπος μίλησε έτσι δα: «Μ᾽ έστειλε ο Αριαίος και ο Αρτάοζος, που ήταν αφοσιωμένοι στον Κύρο και σε σας έχουν συμπάθεια, και σας συμβουλεύουν να προφυλαχτείτε, μήπως σας επιτεθούν τη νύχτα οι εχθροί. Γιατί στο κοντινό δασωμένο μέρος υπάρχει πολύς στρατός. [2.4.17] Και σας προτρέπουν να στείλετε φρουρά κοντά στο γεφύρι του Τίγρητα ποταμού, γιατί ο Τισσαφέρνης σκέφτεται να το καταστρέψει τη νύχτα, αν μπορεί, για να μην περάσετε, παρά να μείνετε αποκλεισμένοι ανάμεσα στον ποταμό και στο κανάλι». [2.4.18] Όταν τ᾽ άκουσαν αυτά, οδηγούν τον άνθρωπο στον Κλέαρχο και του ανακοινώνουν όσα είπε. Κι ο Κλέαρχος σαν τ᾽ άκουσε, ένιωσε μεγάλη ανησυχία και φόβο. [2.4.19] Απ᾽ αυτούς όμως που βρίσκονταν εκεί, ένα παλικάρι σκέφτηκε κι είπε πως δεν συμφωνούσαν λογικά το να επιτεθούν οι εχθροί, και το να χαλάσουν το γεφύρι. «Γιατί είναι φανερό πως, αν επιτεθούν, το αποτέλεσμα θα είναι ή να νικήσουν ή να νικηθούν. Αν νικήσουν, λοιπόν, ποιά η ανάγκη να χαλάσουν το γεφύρι; Αφού και πολλά γεφύρια να υπάρχουν, εμείς τότε δεν θα ξέρουμε πού να πάμε και να σωθούμε. [2.4.20] Αν πάλι νικήσουμε εμείς και είναι χαλασμένο το γεφύρι, τότε δεν θα ξέρουν εκείνοι πού να πάνε. Ούτε θα μπορέσει κανένας να τους βοηθήσει, κι αν βρίσκονται απέναντι πολλοί δικοί τους, μια και θα είναι χαλασμένο το γεφύρι». [2.4.21] Όταν ο Κλέαρχος τ᾽ άκουσε αυτά, ρώτησε τον αγγελιοφόρο πόση να ήταν η έκταση της γης ανάμεσα στον Τίγρητα και στο κανάλι. Κι εκείνος αποκρίθηκε πως είναι μεγάλη και πως υπάρχουν σ᾽ αυτή την έκταση χωριά και πολιτείες πολλές και μεγάλες. [2.4.22] Τότε κατάλαβαν πως οι βάρβαροι έστειλαν ύπουλα τον άνθρωπο, γιατί φοβήθηκαν μήπως οι Έλληνες γκρεμίσουν το γεφύρι και μείνουν στο νησί, έχοντας οχυρά από το ένα μέρος τον Τίγρητα και από το άλλο το κανάλι. Όσο για τα τρόφιμα, θα μπορούσαν να τα προμηθεύονται από τη χώρα που υπήρχε ανάμεσα, που ήταν μεγάλη και εύφορη, και βρίσκονταν εκεί άνθρωποι να την καλλιεργούν. Έπειτα και σαν καταφύγιο ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί το μέρος εκείνο, από όποιους ήθελαν να βλάφτουν τον βασιλιά. [2.4.23] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ξεκουράζονταν, έστειλαν όμως στη γέφυρα φρουρά. Αλλά ούτε επίθεση έγινε από κανένα μέρος ούτε στη γέφυρα πήγε κανένας από τους εχθρούς, όπως ανάφεραν εκείνοι που φύλαγαν. [2.4.24] Όταν ξημέρωσε άρχισαν να περνούν το γεφύρι, που ήταν κατασκευασμένο με τριάντα εφτά καράβια δεμένα το ένα κοντά στ᾽ άλλο, όσο γινόταν με μεγαλύτερη προφύλαξη. Γιατί μερικοί από τους Έλληνες, που ήταν με τον Τισσαφέρνη, τους πληροφόρησαν πως τάχα επρόκειτο να τους επιτεθούν την ώρα που θα περνούσαν. Αυτά όμως ήταν ψέματα. Μονάχα σα διάβαιναν, παρουσιάστηκε ο Γλους με μερικούς άλλους, για να παρατηρήσει αν περνούσαν τον ποταμό. Και όταν το είδε, έφυγε μονομιάς καβάλα στο άλογο.