Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (5.7.13-5.7.26)

[5.7.13] Ἀκούσαντες δὲ ταῦτα οἱ στρατιῶται ἐθαύμασάν τε ὅ τι εἴη καὶ λέγειν ἐκέλευον. ἐκ τούτου ἄρχεται πάλιν· Ἐπίστασθέ που ὅτι χωρία ἦν ἐν τοῖς ὄρεσι βαρβαρικά, φίλια τοῖς Κερασουντίοις, ὅθεν κατιόντες τινὲς καὶ ἱερεῖα ἐπώλουν ἡμῖν καὶ ἄλλα ὧν εἶχον, δοκοῦσι δέ μοι καὶ ὑμῶν τινες εἰς τὸ ἐγγυτάτω χωρίον τούτων ἐλθόντες ἀγοράσαντές τι πάλιν ἀπελθεῖν. [5.7.14] τοῦτο καταμαθὼν Κλεάρετος ὁ λοχαγὸς ὅτι καὶ μικρὸν εἴη καὶ ἀφύλακτον διὰ τὸ φίλιον νομίζειν εἶναι, ἔρχεται ἐπ᾽ αὐτοὺς τῆς νυκτὸς ὡς πορθήσων, οὐδενὶ ἡμῶν εἰπών. [5.7.15] διενενόητο δέ, εἰ λάβοι τόδε τὸ χωρίον, εἰς μὲν τὸ στράτευμα μηκέτι ἐλθεῖν, εἰσβὰς δὲ εἰς πλοῖον ἐν ᾧ ἐτύγχανον οἱ ξύσκηνοι αὐτοῦ παραπλέοντες, καὶ ἐνθέμενος εἴ τι λάβοι, ἀποπλέων οἴχεσθαι ἔξω τοῦ Πόντου. καὶ ταῦτα ξυνωμολόγησαν αὐτῷ οἱ ἐκ τοῦ πλοίου σύσκηνοι, ὡς ἐγὼ νῦν αἰσθάνομαι. [5.7.16] παρακαλέσας οὖν ὁπόσους ἔπειθεν ἦγεν ἐπὶ τὸ χωρίον. πορευόμενον δ᾽ αὐτὸν φθάνει ἡμέρα γενομένη, καὶ ξυστάντες οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ἰσχυρῶν τόπων βάλλοντες καὶ παίοντες τόν τε Κλεάρετον ἀποκτείνουσι καὶ τῶν ἄλλων συχνούς, οἱ δέ τινες καὶ εἰς Κερασοῦντα αὐτῶν ἀποχωροῦσι. [5.7.17] ταῦτα δ᾽ ἦν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ᾗ ἡμεῖς δεῦρο ἐξωρμῶμεν πεζῇ· τῶν δὲ πλεόντων ἔτι τινὲς ἦσαν ἐν Κερασοῦντι, οὔπω ἀνηγμένοι. μετὰ τοῦτο, ὡς οἱ Κερασούντιοι λέγουσιν, ἀφικνοῦνται τῶν ἐκ τοῦ χωρίου τρεῖς ἄνδρες τῶν γεραιτέρων πρὸς τὸ κοινὸν τὸ ἡμέτερον χρῄζοντες ἐλθεῖν. [5.7.18] ἐπεὶ δ᾽ ἡμᾶς οὐ κατέλαβον, πρὸς τοὺς Κερασουντίους ἔλεγον ὅτι θαυμάζοιεν τί ἡμῖν δόξειεν ἐλθεῖν ἐπ᾽ αὐτούς. ἐπεὶ μέντοι σφεῖς λέγειν, ἔφασαν, ὅτι οὐκ ἀπὸ κοινοῦ γένοιτο τὸ πρᾶγμα, ἥδεσθαί τε αὐτοὺς καὶ μέλλειν ἐνθάδε πλεῖν, ὡς ἡμῖν λέξαι τὰ γενόμενα καὶ τοὺς νεκροὺς κελεύειν αὐτοὺς θάπτειν λαβόντας. [5.7.19] τῶν δ᾽ ἀποφυγόντων τινὰς Ἑλλήνων τυχεῖν ἔτι ὄντας ἐν Κερασοῦντι· αἰσθόμενοι δὲ τοὺς βαρβάρους ὅποι ἴοιεν αὐτοί τε ἐτόλμησαν βάλλειν τοῖς λίθοις καὶ τοῖς ἄλλοις παρεκελεύοντο. καὶ οἱ ἄνδρες ἀποθνῄσκουσι τρεῖς ὄντες οἱ πρέσβεις καταλευσθέντες. [5.7.20] ἐπεὶ δὲ τοῦτο ἐγένετο, ἔρχονται πρὸς ἡμᾶς οἱ Κερασούντιοι καὶ λέγουσι τὸ πρᾶγμα· καὶ ἡμεῖς οἱ στρατηγοὶ ἀκούσαντες ἠχθόμεθά τε τοῖς γεγενημένοις καὶ ἐβουλευόμεθα ξὺν τοῖς Κερασουντίοις ὅπως ἂν ταφείησαν οἱ τῶν Ἑλλήνων νεκροί. [5.7.21] συγκαθήμενοι δ᾽ ἔξωθεν τῶν ὅπλων ἐξαίφνης ἀκούομεν θορύβου πολλοῦ Παῖε παῖε, βάλλε βάλλε, καὶ τάχα δὴ ὁρῶμεν πολλοὺς προσθέοντας λίθους ἔχοντας ἐν ταῖς χερσί, τοὺς δὲ καὶ ἀναιρουμένους. [5.7.22] καὶ οἱ μὲν Κερασούντιοι, ὡς [ἂν] καὶ ἑορακότες τὸ παρ᾽ ἑαυτοῖς πρᾶγμα, δείσαντες ἀποχωροῦσι πρὸς τὰ πλοῖα. ἦσαν δὲ νὴ Δία καὶ ἡμῶν οἳ ἔδεισαν. [5.7.23] ἐγώ γε μὴν ἦλθον πρὸς αὐτοὺς καὶ ἠρώτων ὅ τι ἐστὶ τὸ πρᾶγμα. τῶν δὲ ἦσαν μὲν οἳ οὐδὲν ᾔδεσαν, ὅμως δὲ λίθους εἶχον ἐν ταῖς χερσίν. ἐπεὶ δὲ εἰδότι τινὶ ἐπέτυχον, λέγει μοι ὅτι οἱ ἀγορανόμοι δεινότατα ποιοῦσι τὸ στράτευμα. [5.7.24] ἐν τούτῳ τις ὁρᾷ τὸν ἀγορανόμον Ζήλαρχον πρὸς τὴν θάλατταν ἀποχωροῦντα, καὶ ἀνέκραγεν· οἱ δὲ ὡς ἤκουσαν, ὥσπερ ἢ συὸς ἀγρίου ἢ ἐλάφου φανέντος ἵενται ἐπ᾽ αὐτόν. [5.7.25] οἱ δ᾽ αὖ Κερασούντιοι ὡς εἶδον ὁρμῶντας καθ᾽ αὑτούς, σαφῶς νομίζοντες ἐπὶ σφᾶς ἵεσθαι, φεύγουσι δρόμῳ καὶ ἐμπίπτουσιν εἰς τὴν θάλατταν. ξυνεισέπεσον δὲ καὶ ἡμῶν αὐτῶν τινες, καὶ ἐπνίγετο ὅστις νεῖν μὴ ἐτύγχανεν ἐπιστάμενος. [5.7.26] καὶ τούτους τί δοκεῖτε; ἠδίκουν μὲν οὐδέν, ἔδεισαν δὲ μὴ λύττα τις ὥσπερ κυσὶν ἡμῖν ἐμπεπτώκοι. εἰ οὖν ταῦτα τοιαῦτα ἔσται, θεάσασθε οἵα ἡ κατάστασις ἡμῖν ἔσται τῆς στρατιᾶς.

Επεισόδια που εκθέτουν το στρατό.
[5.7.13] Όταν τ᾽ άκουσαν οι στρατιώτες, απορούσαν και τον παρακαλούσαν να τους πει τί συμβαίνει. Τότε ξαναρχίζει να μιλάει: «Ξέρετε βέβαια, πως απάνω στα βουνά υπάρχουν κάποιοι βαρβαρικοί συνοικισμοί, που έχουν φιλίες με τους Κερασούντιους. Απ᾽ αυτούς κατέβαιναν μερικοί άνθρωποι και σας πουλούσαν ζώα για τις θυσίες και ό,τι άλλο είχαν. Μου φαίνεται μάλιστα πως κάποιοι από σας ανέβηκαν στο πιο κοντινό απ᾽ αυτά τα μέρη, αγόρασαν κάτι και ξανάφυγαν. [5.7.14] Μόλις έμαθε ο Κλεάρετος ο λοχαγός πως εκείνο το χωριό ήταν και μικρό και αφρούρητο, μια και οι κάτοικοί του είχαν εμπιστοσύνη στους φιλικούς δεσμούς, βαδίζει τη νύχτα καταπάνω του για να το λεηλατήσει, χωρίς να μας πει τίποτα. [5.7.15] Και είχε στο μυαλό του να μην ξαναγυρίσει στο στράτευμα, αν το κυριέψει, παρά να μπει στο καράβι που βρίσκονταν κι οι σύντροφοί του κι αρμένιζαν κοντά στη στεριά, να βάλει μέσα ό,τι αρπάξει, και φεύγοντας να ταξιδέψει έξω από τον Πόντο. Αυτές τις συμφωνίες είχαν κάμει μαζί του οι σύντροφοι που βρίσκονταν μέσα στο καράβι, όπως με πληροφόρησαν πριν από λίγο. [5.7.16] Φώναξε λοιπόν ο Κλεάρετος όσους στρατιώτες κατάφερε να πείσει και τους οδήγησε καταπάνω στο χωριό. Μα τον πρόλαβε η μέρα, ενώ ακόμα βάδιζε, και οι ντόπιοι μαζεύτηκαν σε οχυρωμένες τοποθεσίες και χτυπώντας τους από μακριά κι από κοντά σκοτώνουν τον Κλεάρετο και αρκετούς από τους άλλους, ενώ κάτι λίγοι καταφέρνουν και γυρίζουν στην Κερασούντα. [5.7.17] Αυτά έγιναν τη μέρα που εμείς ξεκινούσαμε να έρθουμε εδώ με τα πόδια. Μερικοί μάλιστα από κείνους που θα έρχονταν με το καράβι βρίσκονταν ακόμα στην Κερασούντα· δεν είχαν προλάβει να βγουν από το λιμάνι στ᾽ ανοιχτά. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, όπως λένε οι Κερασούντιοι, έρχονται από το χωριό τρεις άντρες από τους πιο σεβάσμιους γέροντες, ζητώντας να παρουσιαστούν στη συνέλευσή μας. [5.7.18] Επειδή όμως δεν μας βρήκαν, έλεγαν στους Κερασούντιους πως δεν μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί αποφασίσαμε να τους επιτεθούμε. Κι όταν, προσθέτουν, τους εβεβαίωσαν πως αυτή η επίθεση δεν έγινε με συνεννόηση όλων μας, εκείνοι ευχαριστήθηκαν και σκόπευαν να ταξιδέψουν ως εδώ, για να μας περιγράψουν τα επεισόδια και να μας προτρέψουν να πάρουμε και να θάψουμε τους νεκρούς. [5.7.19] Αλλά μερικοί από τους Έλληνες που είχαν γλιτώσει, έτυχε να βρίσκονται ακόμα στην Κερασούντα. Και μόλις έμαθαν προς τα πού κατευθύνθηκαν οι βάρβαροι, και οι ίδιοι τόλμησαν να τους χτυπήσουν με πέτρες και τους άλλους παρακινούσαν να κάνουν το ίδιο. Έτσι οι άνθρωποι εκείνοι σκοτώνονται με λιθοβολισμό, κι ήταν κι οι τρεις σεβάσμιοι γέροντες και μάλιστα απεσταλμένοι.
[5.7.20] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό, έρχονται οι Κερασούντιοι και μας αναφέρουν όσα έγιναν. Στο άκουσμά τους εμείς οι στρατηγοί στενοχωρεθήκαμε για τα επεισόδια και σκεφτόμασταν μαζί με τους Κερασούντιους με ποιό τρόπο να θάψουμε τους Έλληνες νεκρούς. [5.7.21] Εκεί όμως που καθόμασταν πιο πέρα απ᾽ το στρατόπεδο, ακούσαμε ξαφνικά μεγάλο θόρυβο: «Χτύπα τον, ρίχνε του»· και στη στιγμή βλέπουμε πολλούς που έτρεχαν κρατώντας πέτρες στα χέρια, κι άλλους που έσκυβαν κι έπαιρναν από χάμω.
[5.7.22] Οι Κερασούντιοι τότε, επειδή έτυχε να έχουν δει και τα επεισόδια που έγιναν στην πόλη τους, φοβήθηκαν και τραβάνε προς τα πλοία. Κι από μας όμως μερικοί τα χρειάστηκαν, μά το Δία. [5.7.23] Αλλά εγώ έτρεξα κοντά τους και τους ρώτησα τί συμβαίνει. Κάποιοι απ᾽ αυτούς δεν ήξεραν τίποτα, ωστόσο κρατούσαν πέτρες μες στα χέρια. Τέλος βρήκα έναν που ήξερε τί γινόταν, και μου λέει πως οι αγορανόμοι συμπεριφέρονται με μεγάλη σκληρότητα στους στρατιώτες. [5.7.24] Σ᾽ αυτό το διάστημα βλέπει κάποιος τον αγορανόμο Ζήλαρχο που πήγαινε προς τη θάλασσα και τον φώναξε δυνατά. Μόλις οι άλλοι το άκουσαν, ορμούν καταπάνω του, σαν να είχε φανεί αγριογούρουνο ή ελάφι. [5.7.25] Οι Κερασούντιοι πάλι, όταν τους είδαν να τρέχουν προς το μέρος τους, νόμισαν πως δίχως άλλο η επίθεση γίνεται ενάντιά τους, και γι᾽ αυτό φεύγουν τρεχάτοι και πέφτουν μέσα στη θάλασσα. Μαζί τους όμως έπεσαν μερικοί κι από μας, και όποιος έτυχε να μην ξέρει κολύμπι πνίγηκε. [5.7.26] Και τί νομίζετε πως έπαθαν αυτοί; Δεν είχαν κάμει κανένα κακό, φοβήθηκαν όμως μήπως μας είχε πιάσει λύσσα σαν τα σκυλιά. Αν λοιπόν αυτά συνεχιστούν, σκεφτείτε ποιά κατάσταση θα δημιουργηθεί για το στρατό.