Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (3.5.7-3.5.18)

[3.5.7] Ἐπεὶ δὲ ἐπὶ τὰς σκηνὰς ἦλθον, οἱ μὲν ἄλλοι περὶ τὰ ἐπιτήδεια ἦσαν, στρατηγοὶ δὲ καὶ λοχαγοὶ συνῇσαν. καὶ ἐνταῦθα πολλὴ ἀπορία ἦν. ἔνθεν μὲν γὰρ ὄρη ἦν ὑπερύψηλα, ἔνθεν δὲ ὁ ποταμὸς τοσοῦτος βάθος ὡς μηδὲ τὰ δόρατα ὑπερέχειν πειρωμένοις τοῦ βάθους. [3.5.8] ἀπορουμένοις δ᾽ αὐτοῖς προσελθών τις ἀνὴρ Ῥόδιος εἶπεν· Ἐγὼ θέλω, ὦ ἄνδρες, διαβιβάσαι ὑμᾶς κατὰ τετρακισχιλίους ὁπλίτας, ἂν ἐμοὶ ὧν δέομαι ὑπηρετήσητε καὶ τάλαντον μισθὸν πορίσητε. [3.5.9] ἐρωτώμενος δὲ ὅτου δέοιτο, Ἀσκῶν, ἔφη, δισχιλίων δεήσομαι· πολλὰ δ᾽ ὁρῶ πρόβατα καὶ αἶγας καὶ βοῦς καὶ ὄνους, ἃ ἀποδαρέντα καὶ φυσηθέντα ῥᾳδίως ἂν παρέχοι τὴν διάβασιν. [3.5.10] δεήσομαι δὲ καὶ τῶν δεσμῶν οἷς χρῆσθε περὶ τὰ ὑποζύγια· τούτοις ζεύξας τοὺς ἀσκοὺς πρὸς ἀλλήλους, ὁρμίσας ἕκαστον ἀσκὸν λίθους ἀρτήσας καὶ ἀφεὶς ὥσπερ ἀγκύρας εἰς τὸ ὕδωρ, διαγαγὼν καὶ ἀμφοτέρωθεν δήσας ἐπιβαλῶ ὕλην καὶ γῆν ἐπιφορήσω· [3.5.11] ὅτι μὲν οὖν οὐ καταδύσεσθε αὐτίκα μάλα εἴσεσθε· πᾶς γὰρ ἀσκὸς δύ᾽ ἄνδρας ἕξει τοῦ μὴ καταδῦναι. [3.5.12] ὥστε δὲ μὴ ὀλισθάνειν ἡ ὕλη καὶ ἡ γῆ σχήσει. ἀκούσασι ταῦτα τοῖς στρατηγοῖς τὸ μὲν ἐνθύμημα χαρίεν ἐδόκει εἶναι, τὸ δ᾽ ἔργον ἀδύνατον· ἦσαν γὰρ οἱ κωλύσοντες πέραν πολλοὶ ἱππεῖς, οἳ εὐθὺς τοῖς πρώτοις οὐδὲν ἂν ἐπέτρεπον τούτων ποιεῖν.
[3.5.13] Ἐνταῦθα τὴν μὲν ὑστεραίαν ὑπανεχώρουν εἰς τοὔμπαλιν [ἢ πρὸς Βαβυλῶνα] εἰς τὰς ἀκαύστους κώμας, κατακαύσαντες ἔνθεν ἐξῇσαν· ὥστε οἱ πολέμιοι οὐ προσήλαυνον, ἀλλὰ ἐθεῶντο καὶ ὅμοιοι ἦσαν †θαυμάζειν† ὅποι ποτὲ τρέψονται οἱ Ἕλληνες καὶ τί ἐν νῷ ἔχοιεν. [3.5.14] ἐνταῦθα οἱ μὲν ἄλλοι στρατιῶται ἐπὶ τὰ ἐπιτήδεια ᾖσαν· οἱ δὲ στρατηγοὶ πάλιν συνῆλθον, καὶ συναγαγόντες τοὺς ἑαλωκότας ἤλεγχον τὴν κύκλῳ πᾶσαν χώραν τίς ἑκάστη εἴη. [3.5.15] οἱ δὲ ἔλεγον ὅτι τὰ πρὸς μεσημβρίαν τῆς ἐπὶ Βαβυλῶνα εἴη καὶ Μηδίαν, δι᾽ ἧσπερ ἥκοιεν, ἡ δὲ πρὸς ἕω ἐπὶ Σοῦσά τε καὶ Ἐκβάτανα φέροι, ἔνθα θερίζειν λέγεται βασιλεύς, ἡ δὲ διαβάντι τὸν ποταμὸν πρὸς ἑσπέραν ἐπὶ Λυδίαν καὶ Ἰωνίαν φέροι, ἡ δὲ διὰ τῶν ὀρέων καὶ πρὸς ἄρκτον τετραμμένη ὅτι εἰς Καρδούχους ἄγοι. [3.5.16] τούτους δὲ ἔφασαν οἰκεῖν ἀνὰ τὰ ὄρη καὶ πολεμικοὺς εἶναι, καὶ βασιλέως οὐκ ἀκούειν, ἀλλὰ καὶ ἐμβαλεῖν ποτε εἰς αὐτοὺς βασιλικὴν στρατιὰν δώδεκα μυριάδας· τούτων δ᾽ οὐδέν᾽ ἀπονοστῆσαι διὰ τὴν δυσχωρίαν. ὁπότε μέντοι πρὸς τὸν σατράπην τὸν ἐν τῷ πεδίῳ σπείσαιντο, καὶ ἐπιμιγνύναι σφῶν τε πρὸς ἐκείνους καὶ ἐκείνων πρὸς ἑαυτούς. [3.5.17] ἀκούσαντες ταῦτα οἱ στρατηγοὶ ἐκάθισαν χωρὶς τοὺς ἑκασταχόσε φάσκοντας εἰδέναι, οὐδὲν δῆλον ποιήσαντες ὅποι πορεύεσθαι ἔμελλον. ἐδόκει δὲ τοῖς στρατηγοῖς ἀναγκαῖον εἶναι διὰ τῶν ὀρέων εἰς [Καρδούχους] ἐμβαλεῖν· τούτους γὰρ διελθόντας ἔφασαν εἰς Ἀρμενίαν ἥξειν, ἧς Ὀρόντας ἦρχε πολλῆς καὶ εὐδαίμονος. ἐντεῦθεν δ᾽ εὔπορον ἔφασαν εἶναι ὅποι τις ἐθέλοι πορεύεσθαι. [3.5.18] ἐπὶ τούτοις ἐθύσαντο, ὅπως ἡνίκα καὶ δοκοίη τῆς ὥρας τὴν πορείαν ποιοῖντο· τὴν γὰρ ὑπερβολὴν τῶν ὀρέων ἐδεδοίκεσαν μὴ προκαταληφθείη· καὶ παρήγγειλαν, ἐπειδὴ δειπνήσαιεν, συσκευασαμένους πάντας ἀναπαύεσθαι, καὶ ἕπεσθαι ἡνίκ᾽ ἄν τις παραγγέλλῃ.

[3.5.7] Όταν πήγαν στον τόπο όπου είχαν στρατοπεδέψει, οι άλλοι ασχολήθηκαν με το ζήτημα των τροφίμων, ενώ οι στρατηγοί και οι λοχαγοί έκαναν σύσκεψη κι η αμηχανία τους ήταν μεγάλη. Γιατί από τη μια βρίσκονταν βουνά θεόρατα, και από την άλλη ο ποταμός που ήταν τόσο βαθύς, ώστε ούτε τα δόρατα δεν ήταν ψηλότερα από τα νερά του, αν κανείς τα έχωνε μέσα για να δοκιμάσει το βάθος του. [3.5.8] Την ώρα που αυτοί δεν ήξεραν τί να κάμουν, πήγε κοντά τους κάποιος Ροδίτης και τους είπε: «Εγώ, αρχηγοί, είμαι πρόθυμος να σας περάσω απέναντι τέσσερις τέσσερις χιλιάδες, αν με βοηθήσετε σε ό,τι χρειάζομαι κι αν μου δώσετε για πληρωμή ένα τάλαντο». [3.5.9] Όταν τον ρώτησαν ποιά πράγματα του είναι απαραίτητα, είπε: «Θα χρειαστώ δυο χιλιάδες ασκιά. Βλέπω όμως πολλά πρόβατα και γίδια και βόδια και γαϊδούρια, που άμα γδαρθούν και φουσκωθούν, μπορούν να κάμουν εύκολο το πέρασμα του ποταμού. [3.5.10] Θα χρειαστώ ακόμα και τα σχοινιά που δένετε τα υποζύγια. Με αυτά θα ενώσω τα ασκιά το ένα με το άλλο και θα τοποθετήσω το κάθε ασκί μες στο νερό, αφού πρώτα κρεμάσω επάνω πέτρες και τις αφήσω σαν να ᾽ναι άγκυρες. Ύστερα θα τραβήξω τα ασκιά ως την απέναντι όχθη του ποταμού, θα τα δέσω κι από τούτη κι από κείνη τη μεριά και θα κουβαλήσω και θα βάλω από πάνω χαμόκλαδα και θα τα σκεπάσω με χώμα. [3.5.11] Το ότι δεν υπάρχει κίνδυνος να βουλιάξετε, αυτό θα το καταλάβετε τούτη τη στιγμή. Κάθε ασκί δηλαδή για να μη βουλιάξει, θα σηκώνει δυο άντρες μονάχα. [3.5.12] Και για να μη γλιστρούν από πάνω, θα τους εμποδίζουν τα χαμόκλαδα και το χώμα». Τ᾽ άκουσαν οι στρατηγοί αυτά και τους φάνηκε χαριτωμένο το τέχνασμα του Ροδίτη, στην πράξη όμως το έβρισκαν αδύνατο. Γιατί στην απέναντι όχθη υπήρχαν πολλοί ιππείς, που θα τους εμπόδιζαν και που από την αρχή δεν θ᾽ άφηναν τους πρώτους, που θα επιχειρούσαν, να κάνουν τίποτε απ᾽ αυτά.
[3.5.13] Έτσι την άλλη μέρα ξαναγύρισαν προς τα πίσω (δηλαδή προς τη Βαβυλώνα), στα χωριά που δεν ήταν καμένα. Έβαζαν όμως φωτιά σε κείνα που άφηναν κι έφευγαν. Γι᾽ αυτό οι εχθροί δεν ζύγωναν, αλλά κοίταζαν και φαίνονταν πως απορούσαν, μη ξέροντας προς τα πού θα τραβήξουν οι Έλληνες και τί σκέφτονται να κάμουν. [3.5.14] Τότε οι άλλοι στρατιώτες έβγαιναν ν᾽ αναζητήσουν τρόφιμα, ενώ οι στρατηγοί έκαναν πάλι σύσκεψη. Συγκέντρωσαν κι εκείνους που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι και τους ζητούσαν πληροφορίες για ολόκληρη τη γύρω περιοχή, δηλαδή πώς ήταν το κάθε μέρος χωριστά. [3.5.15] Εκείνοι έλεγαν πως προς το νοτιά βρισκόταν ο δρόμος που πήγαινε στη Βαβυλώνα και στη Μηδία, απ᾽ όπου είχαν έρθει. Προς τα ανατολικά ήταν ο δρόμος που πήγαινε στα Σούσα και στα Εκβάτανα, όπου λένε πως ο βασιλιάς παραθερίζει. Προς τα δυτικά, πέρα από το ποτάμι, βρισκόταν ο δρόμος που οδηγούσε στη Λυδία και στην Ιωνία, ενώ εκείνος που περνούσε ανάμεσα από τα βουνά, προς το βορινό μέρος, οδηγούσε στη χώρα των Καρδούχων. [3.5.16] Γι᾽ αυτούς έλεγαν πως κατοικούσαν επάνω στα βουνά και πως ήταν ικανοί πολεμιστές και δεν πειθαρχούσαν στο βασιλιά. Κάποτε μάλιστα τους έκαμε επίθεση ένας στρατός του βασιλιά που είχε εκατόν είκοσι χιλιάδες άντρες κι απ᾽ αυτούς κανένας δεν γύρισε πίσω, παρά χάθηκαν όλοι μέσα στις κακοτοπιές της χώρας. Όσες φορές όμως έκαναν συνθήκες με το διοικητή που έμενε στον κάμπο, τότε κι αυτοί είχαν σχέσεις μ᾽ εκείνους κι εκείνοι μ᾽ αυτούς. [3.5.17] Όταν τ᾽ άκουσαν αυτά οι στρατηγοί, έβαλαν να καθίσουν σε χωριστό μέρος εκείνους που έλεγαν πως ξέρουν προς τα πού τραβάει ο κάθε δρόμος, χωρίς να φανερώσουν πού σκόπευαν να πάνε. Πάντως, οι στρατηγοί έκριναν πως ήταν ανάγκη, βαδίζοντας ανάμεσα στα βουνά, να μπουν στη χώρα των Καρδούχων. Γιατί έλεγαν οι αιχμάλωτοι πως, όταν περάσουν αυτή την περιοχή, θα φτάσουν στην Αρμενία, που την κυβερνούσε ο Ορόντας και ήταν μεγάλη και πλούσια χώρα. Κι από κει πια έλεγαν πως ήταν εύκολο να πάει κανείς όπου ήθελε. [3.5.18] Γι᾽ αυτό έκαμαν θυσία, ώστε ν᾽ αρχίσουν την πορεία οποιαδήποτε στιγμή τους φαινόταν καλό. Γιατί φοβόνταν μήπως προλάβουν οι Καρδούχοι και πιάσουν το πέραμα επάνω στα βουνά. Έδωσαν λοιπόν διαταγή να δειπνήσουν, να ετοιμάσουν τα πράγματά τους όλοι και να ξεκουράζονται, και, μόλις τους ειδοποιήσει κάποιος ότι αρχίζει η πορεία, ν᾽ ακολουθούν.