Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (3.1.26-3.1.47)

[3.1.26] Ὁ μὲν ταῦτ᾽ ἔλεξεν, οἱ δὲ ἀρχηγοὶ ἀκούσαντες ἡγεῖσθαι ἐκέλευον πάντες, πλὴν Ἀπολλωνίδης τις ἦν βοιωτιάζων τῇ φωνῇ· οὗτος δ᾽ εἶπεν ὅτι φλυαροίη ὅστις λέγει ἄλλως πως σωτηρίας ἂν τυχεῖν ἢ βασιλέα πείσας, εἰ δύναιτο, καὶ ἅμα ἤρχετο λέγειν τὰς ἀπορίας. ὁ μέντοι Ξενοφῶν μεταξὺ ὑπολαβὼν ἔλεξεν ὧδε. [3.1.27] Ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε, σύγε οὐδὲ ὁρῶν γιγνώσκεις οὐδὲ ἀκούων μέμνησαι. ἐν ταὐτῷ γε μέντοι ἦσθα τούτοις ὅτε βασιλεύς, ἐπεὶ Κῦρος ἀπέθανε, μέγα φρονήσας ἐπὶ τούτῳ πέμπων ἐκέλευε παραδιδόναι τὰ ὅπλα. [3.1.28] ἐπεὶ δὲ ἡμεῖς οὐ παραδόντες, ἀλλ᾽ ἐξοπλισάμενοι ἐλθόντες παρεσκηνήσαμεν αὐτῷ, τί οὐκ ἐποίησε πρέσβεις πέμπων καὶ σπονδὰς αἰτῶν καὶ παρέχων τὰ ἐπιτήδεια, ἔστε σπονδῶν ἔτυχεν; [3.1.29] ἐπεὶ δ᾽ αὖ οἱ στρατηγοὶ καὶ λοχαγοί, ὥσπερ δὴ σὺ κελεύεις, εἰς λόγους αὐτοῖς ἄνευ ὅπλων ἦλθον πιστεύσαντες ταῖς σπονδαῖς, οὐ νῦν ἐκεῖνοι παιόμενοι, κεντούμενοι, ὑβριζόμενοι οὐδὲ ἀποθανεῖν οἱ τλήμονες δύνανται, καὶ μάλ᾽ οἶμαι ἐρῶντες τούτου; ἃ σὺ πάντα εἰδὼς τοὺς μὲν ἀμύνασθαι κελεύοντας φλυαρεῖν φῄς, πείθειν δὲ πάλιν κελεύεις ἰόντας; [3.1.30] ἐμοί, ὦ ἄνδρες, δοκεῖ τὸν ἄνθρωπον τοῦτον μήτε προσίεσθαι εἰς ταὐτὸ ἡμῖν αὐτοῖς ἀφελομένους τε τὴν λοχαγίαν σκεύη ἀναθέντας ὡς τοιούτῳ χρῆσθαι. οὗτος γὰρ καὶ τὴν πατρίδα καταισχύνει καὶ πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα, ὅτι Ἕλλην ὢν τοιοῦτός ἐστιν. [3.1.31] ἐντεῦθεν ὑπολαβὼν Ἀγασίας Στυμφάλιος εἶπεν· Ἀλλὰ τούτῳ γε οὔτε τῆς Βοιωτίας προσήκει οὐδὲν οὔτε τῆς Ἑλλάδος παντάπασιν, ἐπεὶ ἐγὼ αὐτὸν εἶδον ὥσπερ Λυδὸν ἀμφότερα τὰ ὦτα τετρυπημένον. καὶ εἶχεν οὕτως. [3.1.32] τοῦτον μὲν οὖν ἀπήλασαν· οἱ δὲ ἄλλοι παρὰ τὰς τάξεις ἰόντες, ὅπου μὲν στρατηγὸς σῷος εἴη, τὸν στρατηγὸν παρεκάλουν, ὁπόθεν δὲ οἴχοιτο, τὸν ὑποστράτηγον, ὅπου δ᾽ αὖ λοχαγὸς σῷος εἴη, τὸν λοχαγόν. [3.1.33] ἐπεὶ δὲ πάντες συνῆλθον, εἰς τὸ πρόσθεν τῶν ὅπλων ἐκαθέζοντο· καὶ ἐγένοντο οἱ συνελθόντες στρατηγοὶ καὶ λοχαγοὶ ἀμφὶ τοὺς ἑκατόν. ὅτε δὲ ταῦτα ἦν σχεδὸν μέσαι ἦσαν νύκτες. [3.1.34] ἐνταῦθα Ἱερώνυμος Ἠλεῖος πρεσβύτατος ὢν τῶν Προξένου λοχαγῶν ἤρχετο λέγειν ὧδε. Ἡμῖν, ὦ ἄνδρες στρατηγοὶ καὶ λοχαγοί, ὁρῶσι τὰ παρόντα ἔδοξε καὶ αὐτοῖς συνελθεῖν καὶ ὑμᾶς παρακαλέσαι, ὅπως βουλευσαίμεθα εἴ τι δυναίμεθα ἀγαθόν. λέξον δ᾽, ἔφη, καὶ σύ, ὦ Ξενοφῶν, ἅπερ καὶ πρὸς ἡμᾶς.
[3.1.35] Ἐκ τούτου λέγει τάδε Ξενοφῶν. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν δὴ πάντες ἐπιστάμεθα, ὅτι βασιλεὺς καὶ Τισσαφέρνης οὓς μὲν ἐδυνήθησαν συνειλήφασιν ἡμῶν, τοῖς δ᾽ ἄλλοις δῆλον ὅτι ἐπιβουλεύουσιν, ὡς, ἢν δύνωνται, ἀπολέσωσιν. ἡμῖν δέ γε οἶμαι πάντα ποιητέα ὡς μήποτε ἐπὶ τοῖς βαρβάροις γενώμεθα, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνοι ἐφ᾽ ἡμῖν. [3.1.36] εὖ τοίνυν ἐπίστασθε ὅτι ὑμεῖς τοσοῦτοι ὄντες ὅσοι νῦν συνεληλύθατε μέγιστον ἔχετε καιρόν. οἱ γὰρ στρατιῶται οὗτοι πάντες πρὸς ὑμᾶς βλέπουσι, κἂν μὲν ὑμᾶς ὁρῶσιν ἀθύμους, πάντες κακοὶ ἔσονται, ἢν δὲ ὑμεῖς αὐτοί τε παρασκευαζόμενοι φανεροὶ ἦτε ἐπὶ τοὺς πολεμίους καὶ τοὺς ἄλλους παρακαλῆτε, εὖ ἴστε ὅτι ἕψονται ὑμῖν καὶ πειράσονται μιμεῖσθαι. [3.1.37] ἴσως δέ τοι καὶ δίκαιόν ἐστιν ὑμᾶς διαφέρειν τι τούτων. ὑμεῖς γάρ ἐστε στρατηγοί, ὑμεῖς ταξίαρχοι καὶ λοχαγοί· καὶ ὅτε εἰρήνη ἦν, ὑμεῖς καὶ χρήμασι καὶ τιμαῖς τούτων ἐπλεονεκτεῖτε· καὶ νῦν τοίνυν ἐπεὶ πόλεμός ἐστιν, ἀξιοῦν δεῖ ὑμᾶς αὐτοὺς ἀμείνους τε τοῦ πλήθους εἶναι καὶ προβουλεύειν τούτων καὶ προπονεῖν, ἤν που δέῃ. [3.1.38] καὶ νῦν πρῶτον μὲν οἴομαι ἂν ὑμᾶς μέγα ὠφελῆσαι τὸ στράτευμα, εἰ ἐπιμεληθείητε ὅπως ἀντὶ τῶν ἀπολωλότων ὡς τάχιστα στρατηγοὶ καὶ λοχαγοὶ ἀντικατασταθῶσιν. ἄνευ γὰρ ἀρχόντων οὐδὲν ἂν οὔτε καλὸν οὔτε ἀγαθὸν γένοιτο ὡς μὲν συνελόντι εἰπεῖν οὐδαμοῦ, ἐν δὲ δὴ τοῖς πολεμικοῖς παντάπασιν. ἡ μὲν γὰρ εὐταξία σῴζειν δοκεῖ, ἡ δὲ ἀταξία πολλοὺς ἤδη ἀπολώλεκεν. [3.1.39] ἐπειδὰν δὲ καταστήσησθε τοὺς ἄρχοντας ὅσους δεῖ, ἢν καὶ τοὺς ἄλλους στρατιώτας συλλέγητε καὶ παραθαρρύνητε, οἶμαι ἂν ὑμᾶς πάνυ ἐν καιρῷ ποιῆσαι. [3.1.40] νῦν γὰρ ἴσως καὶ ὑμεῖς αἰσθάνεσθε ὡς ἀθύμως μὲν ἦλθον ἐπὶ τὰ ὅπλα, ἀθύμως δὲ πρὸς τὰς φυλακάς· ὥστε οὕτω γ᾽ ἐχόντων οὐκ οἶδα ὅ τι ἄν τις χρήσαιτο αὐτοῖς, εἴτε νυκτὸς δέοι εἴτε καὶ ἡμέρας. [3.1.41] ἢν δέ τις αὐτῶν τρέψῃ τὰς γνώμας, ὡς μὴ τοῦτο μόνον ἐννοῶνται, τί πείσονται, ἀλλὰ καὶ τί ποιήσουσι, πολὺ εὐθυμότεροι ἔσονται. [3.1.42] ἐπίστασθε γὰρ δὴ ὅτι οὔτε πλῆθός ἐστιν οὔτε ἰσχὺς ἡ ἐν τῷ πολέμῳ τὰς νίκας ποιοῦσα, ἀλλ᾽ ὁπότεροι ἂν σὺν τοῖς θεοῖς ταῖς ψυχαῖς ἐρρωμενέστεροι ἴωσιν ἐπὶ τοὺς πολεμίους, τούτους ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ οἱ ἀντίοι οὐ δέχονται. [3.1.43] ἐντεθύμημαι δ᾽ ἔγωγε, ὦ ἄνδρες, καὶ τοῦτο, ὅτι ὁπόσοι μὲν μαστεύουσι ζῆν ἐκ παντὸς τρόπου ἐν τοῖς πολεμικοῖς, οὗτοι μὲν κακῶς τε καὶ αἰσχρῶς ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἀποθνῄσκουσιν, ὁπόσοι δὲ τὸν μὲν θάνατον ἐγνώκασι πᾶσι κοινὸν εἶναι καὶ ἀναγκαῖον ἀνθρώποις, περὶ δὲ τοῦ καλῶς ἀποθνῄσκειν ἀγωνίζονται, τούτους ὁρῶ μᾶλλόν πως εἰς τὸ γῆρας ἀφικνουμένους καὶ ἕως ἂν ζῶσιν εὐδαιμονέστερον διάγοντας. [3.1.44] ἃ καὶ ὑμᾶς δεῖ νῦν καταμαθόντας (ἐν τοιούτῳ γὰρ καιρῷ ἐσμεν) αὐτούς τε ἄνδρας ἀγαθοὺς εἶναι καὶ τοὺς ἄλλους παρακαλεῖν. [3.1.45] ὁ μὲν ταῦτα εἰπὼν ἐπαύσατο. μετὰ δὲ τοῦτον εἶπε Χειρίσοφος· Ἀλλὰ πρόσθεν μέν, ὦ Ξενοφῶν, τοσοῦτον μόνον σε ἐγίγνωσκον ὅσον ἤκουον Ἀθηναῖον εἶναι, νῦν δὲ καὶ ἐπαινῶ σε ἐφ᾽ οἷς λέγεις τε καὶ πράττεις καὶ βουλοίμην ἂν ὅτι πλείστους εἶναι τοιούτους· κοινὸν γὰρ ἂν εἴη τὸ ἀγαθόν. [3.1.46] καὶ νῦν, ἔφη, μὴ μέλλωμεν, ὦ ἄνδρες, ἀλλ᾽ ἀπελθόντες ἤδη αἱρεῖσθε οἱ δεόμενοι ἄρχοντας, καὶ ἑλόμενοι ἥκετε εἰς τὸ μέσον τοῦ στρατοπέδου καὶ τοὺς αἱρεθέντας ἄγετε· ἔπειτ᾽ ἐκεῖ συγκαλοῦμεν τοὺς ἄλλους στρατιώτας. παρέστω δ᾽ ἡμῖν, ἔφη, καὶ Τολμίδης ὁ κῆρυξ. [3.1.47] καὶ ἅμα ταῦτ᾽ εἰπὼν ἀνέστη, ὡς μὴ μέλλοιτο ἀλλὰ περαίνοιτο τὰ δέοντα. ἐκ τούτου ᾑρέθησαν ἄρχοντες ἀντὶ μὲν Κλεάρχου Τιμασίων Δαρδανεύς, ἀντὶ δὲ Σωκράτους Ξανθικλῆς Ἀχαιός, ἀντὶ δὲ Ἀγίου Κλεάνωρ Ἀρκάς, ἀντὶ δὲ Μένωνος Φιλήσιος Ἀχαιός, ἀντὶ δὲ Προξένου Ξενοφῶν Ἀθηναῖος.

[3.1.26] Εκείνος αυτά είπε· κι λοχαγοί συμφώνησαν όλοι να πάρει αυτός την αρχηγία, εκτός από κάποιον Απολλωνίδη, που μιλούσε στο βοιωτικό γλωσσικό ιδίωμα. Αυτός είπε πως λέει ανοησίες όποιος υποστηρίζει πως είναι δυνατό αλλιώτικα να σωθεί, παρά αφού πείσει, αν μπορεί, το βασιλιά. Κι άρχισε ταυτόχρονα ν᾽ αναφέρει τις δυσκολίες που υπάρχουν. Ο Ξενοφώντας όμως τον διέκοψε και είπε τούτα δω: [3.1.27] «Πόσο παράξενος άνθρωπος είσαι! Βλέπεις αλλά δεν καταλαβαίνεις, κι ακούς, μα δεν θυμάσαι. Στο ίδιο μέρος όμως βρισκόσουν με τούτους, όταν ο βασιλιάς, τότε που σκοτώθηκε ο Κύρος, το πήρε απάνω του κι έστειλε και μας πρόσταξε να παραδώσουμε τα όπλα. [3.1.28] Κι όταν εμείς δεν τα παραδώσαμε, αλλά οπλιστήκαμε και πήγαμε και στρατοπεδέψαμε κοντά του, τότε έκανε τα πάντα στέλνοντας απεσταλμένους και ζητώντας να γίνουν συνθήκες και προσφέροντάς μας τρόφιμα, ώσπου πέτυχε την ειρήνη. [3.1.29] Όταν πάλι οι στρατηγοί και οι λοχαγοί, έχοντας εμπιστοσύνη στις συνθήκες, πήγαν άοπλοι να συζητήσουν με τους εχθρούς, όπως συμβουλεύεις τώρα κι εσύ να κάνουμε, ποιό ήταν το αποτέλεσμα; Παρόλο που τους χτυπούν, τους βασανίζουν, τους εξευτελίζουν, δεν μπορούν οι δύστυχοι ούτε να πεθάνουν, αν και μου φαίνεται πολύ το επιθυμούν. Όλα αυτά εσύ τα ξέρεις και όμως υποστηρίζεις πως λένε ανοησίες εκείνοι που συμβουλεύουν να υπερασπίσουμε τους εαυτούς μας και προτείνεις να πάμε και να προσπαθήσουμε πάλι να πείσουμε το βασιλιά; [3.1.30] Εγώ φίλοι μου, έχω τη γνώμη πως δεν πρέπει να αφήνουμε τον άνθρωπο τούτο να έρχεται κοντά μας, παρά να του αφαιρέσουμε το αξίωμα του λοχαγού, να τον φορτώσουμε με αποσκευές και να τον χρησιμοποιούμε για φορτηγό ζώο. Γιατί αυτός και την ιδιαίτερη πατρίδα του ντροπιάζει και ολόκληρη την Ελλάδα, αφού είναι δειλός, ενώ είναι Έλληνας». [3.1.31] Τότε πήρε το λόγο ο Αγασίας ο Στυμφάλιος και είπε: «Μα τούτος ούτε με τη Βοιωτία έχει καμιά σχέση ούτε γενικότερα με την Ελλάδα, γιατί εγώ πρόσεξα πως έχει τρύπια και τα δυο του αυτιά, σαν Λυδός». Και έτσι ήταν. [3.1.32] Αυτόν, λοιπόν, τον έδιωξαν. Οι άλλοι πήγαιναν στα τάγματα και όπου υπήρχε ζωντανός στρατηγός τον προσκαλούσαν, απ᾽ όπου έλειπε φώναζαν τον υποστράτηγο, και όπου βρισκόταν ζωντανός λοχαγός καλούσαν αυτόν. [3.1.33] Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, κάθισαν στο μπροστινό μέρος του στρατοπέδου. Οι στρατηγοί και οι λοχαγοί που μαζεύτηκαν ήταν πάνω από εκατό. Και θα ήταν σχεδόν μεσάνυχτα όταν γίνονταν αυτά. [3.1.34] Τότε άρχισε να μιλάει ο Ιερώνυμος από την Ήλιδα, που ήταν ο πιο ηλικιωμένος από τους λοχαγούς του Πρόξενου, κι είπε αυτά εδώ: «Εμείς, στρατηγοί και λοχαγοί, βλέποντας την τωρινή κατάσταση, κρίναμε σωστό να συγκεντρωθούμε και να προσκαλέσουμε κι εσάς, για να συζητήσουμε και να πάρουμε, αν μπορέσουμε, μια καλή απόφαση. Πες και τώρα», πρόσθεσε, «εκείνα που είπες και σε μας, Ξενοφώντα.
[3.1.35] Τότε ο Ξενοφώντας, είπε τούτα δω: «Αυτά βέβαια τα ξέρουμε όλοι, πως δηλαδή ο βασιλιάς κι ο Τισσαφέρνης έχουν πιάσει όσους μπόρεσαν από μας, κι είναι φανερό πως έχουν κακά σχέδια για τους άλλους, ώστε να μας εξοντώσουν, αν τα καταφέρουν. Γι᾽ αυτό νομίζω πως πρέπει να κάνουμε το καθετί, για να μην πέσουμε ποτέ στα χέρια των βαρβάρων, παρά εκείνοι να πέσουν στα δικά μας. [3.1.36] Να ξέρετε λοιπόν καλά ότι εσείς που είστε τόσοι, όσοι τώρα βρίσκεστε συγκεντρωμένοι, έχετε μια εξαιρετική ευκαιρία. Όλοι δηλαδή αυτοί οι στρατιώτες έχουν στραμμένα τα μάτια τους σε σας. Κι αν σας βλέπουν στενοχωρημένους, όλοι θα φοβούνται· ενώ, αν είναι φανερό πως ετοιμάζεστε να βαδίσετε καταπάνω στους εχθρούς και πως παρακινείτε και τους άλλους, να ξέρετε καλά πως θα σας ακολουθήσουν και θα προσπαθήσουν να σας μιμηθούν. [3.1.37] Ίσως μάλιστα είναι σωστό να τους ξεπερνάτε στο θάρρος. Γιατί εσείς είστε στρατηγοί, εσείς ταξίαρχοι και λοχαγοί. Και όταν ήταν ειρήνη, και μισθούς και τιμές είχατε περισσότερα απ᾽ αυτούς. Και τώρα λοιπόν που είναι πόλεμος, πρέπει να το θεωρείτε χρέος σας να είστε ανώτεροι από τους στρατιώτες και να σκέφτεστε για το καλό τους και να κοπιάζετε για χάρη τους, όποτε παρουσιάζεται ανάγκη. [3.1.38] Στην τωρινή περίσταση έχω τη γνώμη πως θα μπορούσατε να προσφέρετε μεγάλη εξυπηρέτηση στο στρατό, αν φροντίζατε, όσο γίνεται πιο γρήγορα, να οριστούν στρατηγοί και λοχαγοί στη θέση εκείνων που χάθηκαν. Γιατί χωρίς αρχηγούς δεν μπορεί να γίνει τίποτε το σωστό ή το ωφέλιμο, γενικά βέβαια σε καμιά περίπτωση, αποκλείεται όμως πέρα για πέρα σε πολεμικές περιόδους. Και τούτο, επειδή πιστεύουμε πως η πειθαρχία σώζει, ενώ η έλλειψή της έχει οδηγήσει πολλούς ως τώρα στην καταστροφή. [3.1.39] Μόλις ορίσετε τους απαραίτητους αρχηγούς, νομίζω πως θα ενεργήσετε σε πολύ κατάλληλη στιγμή, αν συγκεντρώσετε και τους άλλους στρατιώτες για να τους δώσετε θάρρος. [3.1.40] Γιατί τώρα κι εσείς, πιστεύω, καταλαβαίνετε πως ήρθαν στο στρατόπεδο πολύ ανόρεχτα, χωρίς διάθεση πήγαν να φυλάξουν και σκοποί. Έτσι σε τέτοια κατάσταση που βρίσκονται, δεν ξέρω αν θα μπορούσε κανείς να τους χρησιμοποιήσει νύχτα ή μέρα, σε ώρα ανάγκης. [3.1.41] Αν όμως κάποιος τους αλλάξει ιδέες και τους κάμει να σκέφτονται όχι μονάχα τί υπάρχει κίνδυνος να πάθουν αλλά και τί μπορούν να κάμουν, τότε θ᾽ αποκτήσουν πολύ μεγαλύτερη διάθεση. [3.1.42] Ξέρετε, βέβαια, πως τη νίκη στον πόλεμο δεν τη δίνει ούτε ο αριθμός των στρατιωτών ούτε η δύναμη, παρά όποιοι με τη βοήθεια των θεών βαδίζουν ενάντια στους εχθρούς με πιο θαρραλέες ψυχές· την επίθεση αυτών συνήθως δεν μπορούν ν᾽ αντέξουν οι αντίπαλοι. [3.1.43] Και εγώ τουλάχιστο, φίλοι μου, έχω υπόψη μου πως όσοι αγωνίζονται να σώσουν τη ζωή τους με κάθε τρόπο στους πολέμους, αυτοί πολύ συχνά πεθαίνουν άνανδρα και άδοξα. Αντίθετα, όσοι καταλαβαίνουν πως ο θάνατος είναι κοινός και αναπότρεπτος για όλους τους ανθρώπους και αγωνίζονται να βρουν ένα δοξασμένο θάνατο, βλέπω πως αυτοί συνηθέστερα φτάνουν στα γεράματα και πως όσο ζουν περνούν πιο ευτυχισμένη ζωή. [3.1.44] Αυτά πρέπει τώρα κι εμείς να τα βάλουμε καλά στο μυαλό μας, γιατί βρισκόμαστε σε τέτοια κρίσιμη περίσταση, και να φανούμε κι οι ίδιοι παλικάρια και τους άλλους να παρακινήσουμε. [3.1.45] Αυτά είπε ο Ξενοφώντας και σταμάτησε. Ύστερα απ᾽ αυτόν ο Χειρίσοφος είπε: «Πρωτύτερα, Ξενοφώντα, δεν ήξερα για σένα παρά μονάχα αυτό που άκουγα, δηλαδή πως είσαι Αθηναίος. Τώρα όμως σε επαινώ για τα λόγια σου και τις πράξεις σου και θα ήθελα να υπάρχουν, όσο γίνεται, πιο πολλοί σαν και σένα. Γιατί αυτό θα ήταν καλό για όλους. [3.1.46] Και τώρα, φίλοι μου, πρόσθεσε, ας μην καθυστερούμε, παρά πηγαίνετε να εκλέξετε αρχηγούς, όσοι χρειάζεστε. Ύστερ᾽ από την εκλογή, ελάτε στη μέση του στρατοπέδου, φέρνοντας και τους εκλεγμένους, και κατόπι θα συγκεντρώσουμε εκεί τους άλλους στρατιώτες. Να βρίσκεται όμως κοντά μας και ο Τολμίδης ο κήρυκας». [3.1.47] Μόλις τα είπε αυτά σηκώθηκε, για να μη βραδύνουν, αλλά να τελειώνουν όσα έπρεπε να γίνουν. Τότε διάλεξαν αρχηγούς κι αντικατάστησε τον Κλέαρχο ο Τιμασίωνας από τη Δάρδανο, το Σωκράτη ο Ξανθικλής ο Αχαιός, τον Αγία ο Κλεάνορας από την Αρκαδία, το Μένωνα ο Φιλήσιος ο Αχαιός και τον Πρόξενο ο Ξενοφώντας ο Αθηναίος.