Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (438c-440b)

[438c] Καὶ τὰ πλείω δὴ πρὸς τὰ ἐλάττω καὶ τὰ διπλάσια πρὸς τὰ ἡμίσεα καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα, καὶ αὖ βαρύτερα πρὸς κουφότερα καὶ θάττω πρὸς τὰ βραδύτερα, καὶ ἔτι γε τὰ θερμὰ πρὸς τὰ ψυχρὰ καὶ πάντα τὰ τούτοις ὅμοια ἆρ᾽ οὐχ οὕτως ἔχει;
Πάνυ μὲν οὖν.
Τί δὲ τὰ περὶ τὰς ἐπιστήμας; οὐχ ὁ αὐτὸς τρόπος; ἐπιστήμη μὲν αὐτὴ μαθήματος αὐτοῦ ἐπιστήμη ἐστὶν ἢ ὅτου δὴ δεῖ θεῖναι τὴν ἐπιστήμην, ἐπιστήμη δέ τις καὶ ποιά τις [438d] ποιοῦ τινος καὶ τινός. λέγω δὲ τὸ τοιόνδε· οὐκ ἐπειδὴ οἰκίας ἐργασίας ἐπιστήμη ἐγένετο, διήνεγκε τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν, ὥστε οἰκοδομικὴ κληθῆναι;
Τί μήν;
Ἆρ᾽ οὐ τῷ ποιά τις εἶναι, οἵα ἑτέρα οὐδεμία τῶν ἄλλων;
Ναί.
Οὐκοῦν ἐπειδὴ ποιοῦ τινος, καὶ αὐτὴ ποιά τις ἐγένετο; καὶ αἱ ἄλλαι οὕτω τέχναι τε καὶ ἐπιστῆμαι;
Ἔστιν οὕτω.
Τοῦτο τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, φάθι με τότε βούλεσθαι λέγειν, εἰ ἄρα νῦν ἔμαθες, ὅτι ὅσα ἐστὶν οἷα εἶναί του, αὐτὰ μὲν μόνα αὐτῶν μόνων ἐστίν, τῶν δὲ ποιῶν τινων ποιὰ ἄττα. [438e] καὶ οὔ τι λέγω, ὡς, οἵων ἂν ᾖ, τοιαῦτα καὶ ἔστιν, ὡς ἄρα καὶ τῶν ὑγιεινῶν καὶ νοσωδῶν ἡ ἐπιστήμη ὑγιεινὴ καὶ νοσώδης καὶ τῶν κακῶν καὶ τῶν ἀγαθῶν κακὴ καὶ ἀγαθή· ἀλλ᾽ ἐπειδὴ οὐκ αὐτοῦ οὗπερ ἐπιστήμη ἐστὶν ἐγένετο ἐπιστήμη, ἀλλὰ ποιοῦ τινος, τοῦτο δ᾽ ἦν ὑγιεινὸν καὶ νοσῶδες, ποιὰ δή τις συνέβη καὶ αὐτὴ γενέσθαι, καὶ τοῦτο αὐτὴν ἐποίησεν μηκέτι ἐπιστήμην ἁπλῶς καλεῖσθαι, ἀλλὰ τοῦ ποιοῦ τινος προσγενομένου ἰατρικήν.
Ἔμαθον, ἔφη, καί μοι δοκεῖ οὕτως ἔχειν.
[439a] Τὸ δὲ δὴ δίψος, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐ τούτων θήσεις τῶν τινὸς εἶναι τοῦτο ὅπερ ἐστίν; ἔστι δὲ δήπου δίψος—
Ἔγωγε, ἦ δ᾽ ὅς· πώματός γε.
Οὐκοῦν ποιοῦ μέν τινος πώματος ποιόν τι καὶ δίψος, δίψος δ᾽ οὖν αὐτὸ οὔτε πολλοῦ οὔτε ὀλίγου, οὔτε ἀγαθοῦ οὔτε κακοῦ, οὐδ᾽ ἑνὶ λόγῳ ποιοῦ τινος, ἀλλ᾽ αὐτοῦ πώματος μόνον αὐτὸ δίψος πέφυκεν;
Παντάπασι μὲν οὖν.
Τοῦ διψῶντος ἄρα ἡ ψυχή, καθ᾽ ὅσον διψῇ, οὐκ ἄλλο [439b] τι βούλεται ἢ πιεῖν, καὶ τούτου ὀρέγεται καὶ ἐπὶ τοῦτο ὁρμᾷ.
Δῆλον δή.
Οὐκοῦν εἴ ποτέ τι αὐτὴν ἀνθέλκει διψῶσαν, ἕτερον ἄν τι ἐν αὐτῇ εἴη αὐτοῦ τοῦ διψῶντος καὶ ἄγοντος ὥσπερ θηρίον ἐπὶ τὸ πιεῖν; οὐ γὰρ δή, φαμέν, τό γε αὐτὸ τῷ αὐτῷ ἑαυτοῦ περὶ τὸ αὐτὸ ἅμ᾽ ἂ‹ν› τἀναντία πράττοι.
Οὐ γὰρ οὖν.
Ὥσπερ γε οἶμαι τοῦ τοξότου οὐ καλῶς ἔχει λέγειν ὅτι αὐτοῦ ἅμα αἱ χεῖρες τὸ τόξον ἀπωθοῦνταί τε καὶ προσέλκονται, ἀλλ᾽ ὅτι ἄλλη μὲν ἡ ἀπωθοῦσα χείρ, ἑτέρα δὲ ἡ προσαγομένη.
[439c] Παντάπασι μὲν οὖν, ἔφη.
Πότερον δὴ φῶμέν τινας ἔστιν ὅτε διψῶντας οὐκ ἐθέλειν πιεῖν;
Καὶ μάλα γ᾽, ἔφη, πολλοὺς καὶ πολλάκις.
Τί οὖν, ἔφην ἐγώ, φαίη τις ἂν τούτων πέρι; οὐκ ἐνεῖναι μὲν ἐν τῇ ψυχῇ αὐτῶν τὸ κελεῦον, ἐνεῖναι δὲ τὸ κωλῦον πιεῖν, ἄλλο ὂν καὶ κρατοῦν τοῦ κελεύοντος;
Ἔμοιγε, ἔφη, δοκεῖ.
Ἆρ᾽ οὖν οὐ τὸ μὲν κωλῦον τὰ τοιαῦτα ἐγγίγνεται, ὅταν [439d] ἐγγένηται, ἐκ λογισμοῦ, τὰ δὲ ἄγοντα καὶ ἕλκοντα διὰ παθημάτων τε καὶ νοσημάτων παραγίγνεται;
Φαίνεται.
Οὐ δὴ ἀλόγως, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀξιώσομεν αὐτὰ διττά τε καὶ ἕτερα ἀλλήλων εἶναι, τὸ μὲν ᾧ λογίζεται λογιστικὸν προσαγορεύοντες τῆς ψυχῆς, τὸ δὲ ᾧ ἐρᾷ τε καὶ πεινῇ καὶ διψῇ καὶ περὶ τὰς ἄλλας ἐπιθυμίας ἐπτόηται ἀλόγιστόν τε καὶ ἐπιθυμητικόν, πληρώσεών τινων καὶ ἡδονῶν ἑταῖρον.
[439e] Οὔκ, ἀλλ᾽ εἰκότως, ἔφη, ἡγοίμεθ᾽ ἂν οὕτως.
Ταῦτα μὲν τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, δύο ἡμῖν ὡρίσθω εἴδη ἐν ψυχῇ ἐνόντα· τὸ δὲ δὴ τοῦ θυμοῦ καὶ ᾧ θυμούμεθα πότερον τρίτον, ἢ τούτων ποτέρῳ ἂν εἴη ὁμοφυές;
Ἴσως, ἔφη, τῷ ἑτέρῳ, τῷ ἐπιθυμητικῷ.
Ἀλλ᾽, ἦν δ᾽ ἐγώ, ποτὲ ἀκούσας τι† πιστεύω τούτῳ· ὡς ἄρα Λεόντιος ὁ Ἀγλαΐωνος ἀνιὼν ἐκ Πειραιῶς ὑπὸ τὸ βόρειον τεῖχος ἐκτός, αἰσθόμενος νεκροὺς παρὰ τῷ δημίῳ κειμένους, ἅμα μὲν ἰδεῖν ἐπιθυμοῖ, ἅμα δὲ αὖ δυσχεραίνοι καὶ ἀποτρέποι ἑαυτόν, καὶ τέως μὲν μάχοιτό τε καὶ [440a] παρακαλύπτοιτο, κρατούμενος δ᾽ οὖν ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας, διελκύσας τοὺς ὀφθαλμούς, προσδραμὼν πρὸς τοὺς νεκρούς, «Ἰδοὺ ὑμῖν,» ἔφη, «ὦ κακοδαίμονες, ἐμπλήσθητε τοῦ καλοῦ θεάματος.»
Ἤκουσα, ἔφη, καὶ αὐτός.
Οὗτος μέντοι, ἔφην, ὁ λόγος σημαίνει τὴν ὀργὴν πολεμεῖν ἐνίοτε ταῖς ἐπιθυμίαις ὡς ἄλλο ὂν ἄλλῳ.
Σημαίνει γάρ, ἔφη.
Οὐκοῦν καὶ ἄλλοθι, ἔφην, πολλαχοῦ αἰσθανόμεθα, ὅταν [440b] βιάζωνταί τινα παρὰ τὸν λογισμὸν ἐπιθυμίαι, λοιδοροῦντά τε αὑτὸν καὶ θυμούμενον τῷ βιαζομένῳ ἐν αὑτῷ, καὶ ὥσπερ δυοῖν στασιαζόντοιν σύμμαχον τῷ λόγῳ γιγνόμενον τὸν θυμὸν τοῦ τοιούτου; ταῖς δ᾽ ἐπιθυμίαις αὐτὸν κοινωνήσαντα, αἱροῦντος λόγου μὴ δεῖν ἀντιπράττειν, οἶμαί σε οὐκ ἂν φάναι γενομένου ποτὲ ἐν σαυτῷ τοῦ τοιούτου αἰσθέσθαι, οἶμαι δ᾽ οὐδ᾽ ἐν ἄλλῳ.
Οὐ μὰ τὸν Δία, ἔφη.

[438c] Το ίδιο λοιπόν δεν γίνεται και με το περισσότερο σχετικά με το λιγότερο, και με το διπλάσιο σχετικά με το μισό, και με όλα τα τέτοια, καθώς και με το βαρύτερο σχετικά με το ελαφρότερο, και το γρηγορότερο με το αργότερο, κι ακόμη και με τα θερμά και τα ψυχρά και με όλα τα όμοιά τους;
Βεβαιότατα.
Και τί λες; Δε γίνεται το ίδιο και με τις επιστήμες; Η καθαρή δηλαδή και καθαυτή επιστήμη αντικείμενό της έχει την καθαυτή μάθηση, ή ό,τι άλλο πράγμα πρέπει να θεωρηθεί αντικείμενό της· ενώ μια ορισμένη και ειδική επιστήμη, ένα [438d] ορισμένο και ειδικό αντικείμενο. Και ιδού τί εννοώ: όταν έγινε η επιστήμη να χτίζουν σπίτια, δεν ξεχώρισε από τις άλλες επιστήμες, ώστε να ονομαστεί οικοδομική;
Πώς όχι;
Για ποιόν άλλο λόγο βέβαια παρά επειδή ήταν τέτοια που να μη μοιάζει με καμιάν άλλη;
Ναι.
Δεν πήρε λοιπόν την ιδιαίτερη ποιότητά της από την ιδιαίτερη ποιότητα του αντικειμένου της, καθώς και όλες οι άλλες τέχνες και επιστήμες;
Έτσι είναι.
Αυτό λοιπόν πες, αν με εννόησες τώρα πως ήθελα να πω τότε, όταν έλεγα ότι όσα πράγματα είναι τέτοια που να αναφέρονται σε κάτι, αυτά, όταν είναι καθαρά και καθαυτά, αναφέρονται μόνο σ᾽ ένα καθαρό και καθαυτό αντικείμενο, όταν όμως έχουν και κάποιαν ορισμένη ποιότητα, αναφέρονται σε κάποιο με ορισμένη ποιότητα αντικείμενο. [438e] Και δε θέλω μ᾽ αυτό να πω ότι ένα πράγμα είναι όποιας λογής και το αντικείμενό του, παραδείγματος χάρη ότι η επιστήμη που έχει αντικείμενό της τα υγιεινά και τα βλαβερά είναι και αυτή υγιεινή και βλαβερή, και η επιστήμη των κακών και των καλών καλή και κακή επιστήμη· αλλά επειδή έγινε επιστήμη όχι αποκλειστικά εκείνου που είναι αποκλειστικό αντικείμενό της, αλλά κάποιου με ορισμένη ποιότητα, δηλαδή του υγιεινού και του βλαβερού, κατάντησε και αυτή να γίνει επιστήμη με ορισμένη ποιότητα, και αυτό την έκαμε να ονομάζεται όχι πια απλώς επιστήμη, αλλά από την ποιότητα εκείνου που πήρε το αντικείμενό της: ιατρική.
Εννόησα τώρα και έτσι μου φαίνεται πως είναι.
[439a] Και τη δίψα πάλι δεν την τοποθετείς με τα πράγματα που είναι αυτά που είναι, επειδή αναφέρεται σε κάτι που είναι αντικείμενό τους; Γιατί υπάρχει υποθέτω δίψα.
Βεβαιότατα, του πιοτού.
Και δεν είναι τέτοια ή τέτοια η δίψα αναλόγως του τέτοιου ή τέτοιου πιοτού; Ενώ η καθαρή και καθαυτή δίψα δεν είναι κάτι που αναφέρεται απλώς στο καθαρό μόνο και καθαυτό πιόσιμο και όχι στο πολύ ή στο λίγο, ούτε στο καλό ή κακό, ούτε, μ᾽ ένα λόγο, στο τέτοιο ή τέτοιο πιοτό;
Εξάπαντος.
Ώστε η ψυχή εκείνου που διψά τίποτ᾽ [439b] άλλο δεν επιθυμεί παρά να πιει, και τούτο λαχταρά και σ᾽ αυτό σπρώχνεται.
Ολοφάνερο.
Ώστε να κάποτε τύχει και την τραβά κάτι πίσω και δεν την αφήνει να πιει ενώ διψά, αυτό δεν θα είναι κάτι άλλο μέσα της από κείνο που διψά και σα θηρίο τη σέρνει να πιει; Γιατί είπαμε πως το ίδιο πράγμα με το ίδιο μέρος του εαυτού του και σχετικά με το ίδιο αντικείμενο δεν μπορεί να κάνει τον ίδιο καιρό αντίθετα πράγματα.
Όχι βέβαια.
Καθώς, νομίζω, για τον τοξότη δε θα ᾽ταν σωστό να λέμε πως τα χέρια του τον ίδιο καιρό κι αμπώθουν από τον εαυτό του και σέρνουν πίσω το τόξο, αλλά πως άλλο χέρι είναι εκείνο που το αμπώθει κι άλλο αυτό που το τραβά πίσω.
[439c] Συμφωνότατος.
Τώρα, δε θα παραδεχτούμε πως υπάρχουν μερικοί, που ενώ διψούν δε θέλουν να πιουν;
Και πάρα πολλοί μάλιστα και πολλές φορές.
Τί λοιπόν θα ᾽πρεπε να πει κανείς γι᾽ αυτούς; Όχι πως υπάρχει μες στην ψυχή τους κάτι που τους προστάζει και κάτι άλλο που τους εμποδίζει να πιουν, και πως αυτό το άλλο είναι διαφορετικό από το πρώτο και το νικά;
Κι εγώ αυτό νομίζω.
Και μήπως άραγε εκείνο που σ᾽ αυτή την περίσταση εμποδίζει παρουσιάζεται μέσα στην ψυχή, όταν [439d] παρουσιάζεται, εξ αφορμής του λογισμού, ενώ εκείνα που την τραβούν και τη σέρνουν είναι αποτελέσματα από τίποτα παθήματα και νοσήματα;
Έτσι φαίνεται.
Δε θα ήταν λοιπόν παράλογο να ισχυριστούμε πως είναι δυο και διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα αυτά, το ένα που την κάνει να στοχάζεται και το λέμε λογικό, και το άλλο που ερωτεύεται και πεινά και διψά και ρίχνεται σαν παραλογιασμένο στις τέτοιες άλλες επιθυμίες, αλόγιστο και επιθυμητικό, σύντροφός της σε κάποιες απολαύσεις και ηδονές.
[439e] Δεν θα ᾽χαμε πραγματικώς άδικο να τα ξεχωρίσομε έτσι.
Ας το πάρομε λοιπόν πια για ορισμένο, πως δυο αυτά τα είδη υπάρχουν μες στην ψυχή· όσον αφορά τώρα το θυμό και τη δύναμη που μας κάνει να θυμώνουμε, να είναι τάχα τρίτο είδος, ή με ποιό από τα δυο που είπαμε να είναι όμοιο στην ουσία του;
Ίσως με το δεύτερο, το επιθυμητικό.
Αλλά εγώ άκουσα κάτι μια φορά που το πιστεύω αληθινό: πως κάποτε δηλαδή ανεβαίνοντας από τον Πειραιά ο Λεόντιος, ο γιος του Αγλαΐωνα, εκεί κατά το βορινό τείχος απέξω, παρατήρησε από μακριά νεκρούς ξαπλωμένους στο μέρος που γίνονται οι θανατικές εκτελέσεις, και αιστάνθηκε επιθυμία να πλησιάσει να τους δει από κοντά, σύγκαιρα όμως και κάποιαν αποστροφή που τον έσπρωχνε πίσω, κι είχε έτσι στην αρχή αυτό τον πόλεμο με τον εαυτό του και [440a] σκέπαζε το πρόσωπό του, ώσπου επιτέλους νικημένος από την επιθυμία έτρεξε κοντά στους νεκρούς και ανοίγοντας τα μάτια του διάπλατα «να, είπε, κακορίζικα, χορτάσετε το ωραίο το θέαμα».
Ναι, και εγώ το άκουσα.
Αυτός όμως ο λόγος σημαίνει πως η οργή καμιά φορά αντιμάχεται με τις επιθυμίες, σαν ένα κάτι διαφορετικό από άλλο.
Αυτό πραγματικώς σημαίνει.
Μα δεν παρατηρούμε και σε πολλές άλλες περιστάσεις, όταν κανείς [440b] αισθάνεται να τον παρασύρουν με βία παράλογες επιθυμίες, πως αρχίζει να τα βάζει με τον εαυτό του και να θυμώνει μ᾽ εκείνο που τον βιάζει μέσα του, και, σαν ν᾽ αντιμάχονται δυο, έρχεται ο θυμός και γίνεται σύμμαχος με το λογικό του; Να συμμαχήσει όμως αυτός με τις επιθυμίες και να πάει ενάντια στο λογικό, ενώ αυτό του απαγορεύει να το κάμει, θαρρώ πως δε θα μας πεις πως αιστάνθηκες ποτέ να έγινε ένα τέτοιο πράγμα μέσα σου, ούτε και σε κανέναν άλλο.
Όχι, μά την αλήθεια.