Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (358e-360d)

[358e] Κάλλιστα, ἔφη, λέγεις· καὶ ὃ πρῶτον ἔφην ἐρεῖν, περὶ τούτου ἄκουε, τί ὄν τε καὶ ὅθεν γέγονε δικαιοσύνη.
Πεφυκέναι γὰρ δή φασιν τὸ μὲν ἀδικεῖν ἀγαθόν, τὸ δὲ ἀδικεῖσθαι κακόν, πλέονι δὲ κακῷ ὑπερβάλλειν τὸ ἀδικεῖσθαι ἢ ἀγαθῷ τὸ ἀδικεῖν, ὥστ᾽ ἐπειδὰν ἀλλήλους ἀδικῶσί τε καὶ ἀδικῶνται καὶ ἀμφοτέρων γεύωνται, τοῖς μὴ δυναμένοις τὸ [359a] μὲν ἐκφεύγειν τὸ δὲ αἱρεῖν δοκεῖ λυσιτελεῖν συνθέσθαι ἀλλήλοις μήτ᾽ ἀδικεῖν μήτ᾽ ἀδικεῖσθαι· καὶ ἐντεῦθεν δὴ ἄρξασθαι νόμους τίθεσθαι καὶ συνθήκας αὑτῶν, καὶ ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῦ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον· καὶ εἶναι δὴ ταύτην γένεσίν τε καὶ οὐσίαν δικαιοσύνης, μεταξὺ οὖσαν τοῦ μὲν ἀρίστου ὄντος, ἐὰν ἀδικῶν μὴ διδῷ δίκην, τοῦ δὲ κακίστου, ἐὰν ἀδικούμενος τιμωρεῖσθαι ἀδύνατος ᾖ· τὸ δὲ δίκαιον ἐν μέσῳ ὂν τούτων ἀμφοτέρων ἀγαπᾶσθαι οὐχ ὡς [359b] ἀγαθόν, ἀλλ᾽ ὡς ἀρρωστίᾳ τοῦ ἀδικεῖν τιμώμενον· ἐπεὶ τὸν δυνάμενον αὐτὸ ποιεῖν καὶ ὡς ἀληθῶς ἄνδρα οὐδ᾽ ἂν ἑνί ποτε συνθέσθαι τὸ μήτε ἀδικεῖν μήτε ἀδικεῖσθαι· μαίνεσθαι γὰρ ἄν. ἡ μὲν οὖν δὴ φύσις δικαιοσύνης, ὦ Σώκρατες, αὕτη τε καὶ τοιαύτη, καὶ ἐξ ὧν πέφυκε τοιαῦτα, ὡς ὁ λόγος.
Ὡς δὲ καὶ οἱ ἐπιτηδεύοντες ἀδυναμίᾳ τοῦ ἀδικεῖν ἄκοντες αὐτὸ ἐπιτηδεύουσι, μάλιστ᾽ ἂν αἰσθοίμεθα, εἰ τοιόνδε [359c] ποιήσαιμεν τῇ διανοίᾳ· δόντες ἐξουσίαν ἑκατέρῳ ποιεῖν ὅτι ἂν βούληται, τῷ τε δικαίῳ καὶ τῷ ἀδίκῳ, εἶτ᾽ ἐπακολουθήσαιμεν θεώμενοι ποῖ ἡ ἐπιθυμία ἑκάτερον ἄξει. ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ οὖν λάβοιμεν ἂν τὸν δίκαιον τῷ ἀδίκῳ εἰς ταὐτὸν ἰόντα διὰ τὴν πλεονεξίαν, ὃ πᾶσα φύσις διώκειν πέφυκεν ὡς ἀγαθόν, νόμῳ δὲ βίᾳ παράγεται ἐπὶ τὴν τοῦ ἴσου τιμήν. εἴη δ᾽ ἂν ἡ ἐξουσία ἣν λέγω τοιάδε μάλιστα, εἰ αὐτοῖς γένοιτο οἵαν [359d] ποτέ φασιν δύναμιν τῷ [Γύγου] τοῦ Λυδοῦ προγόνῳ γενέσθαι. εἶναι μὲν γὰρ αὐτὸν ποιμένα θητεύοντα παρὰ τῷ τότε Λυδίας ἄρχοντι, ὄμβρου δὲ πολλοῦ γενομένου καὶ σεισμοῦ ῥαγῆναί τι τῆς γῆς καὶ γενέσθαι χάσμα κατὰ τὸν τόπον ᾗ ἔνεμεν. ἰδόντα δὲ καὶ θαυμάσαντα καταβῆναι καὶ ἰδεῖν ἄλλα τε δὴ ἃ μυθολογοῦσιν θαυμαστὰ καὶ ἵππον χαλκοῦν, κοῖλον, θυρίδας ἔχοντα, καθ᾽ ἃς ἐγκύψαντα ἰδεῖν ἐνόντα νεκρόν, ὡς φαίνεσθαι μείζω ἢ κατ᾽ ἄνθρωπον, τοῦτον δὲ ἄλλο μὲν οὐδέν, περὶ δὲ [359e] τῇ χειρὶ χρυσοῦν δακτύλιον ὄν‹τα› περιελόμενον ἐκβῆναι. συλλόγου δὲ γενομένου τοῖς ποιμέσιν εἰωθότος, ἵν᾽ ἐξαγγέλλοιεν κατὰ μῆνα τῷ βασιλεῖ τὰ περὶ τὰ ποίμνια, ἀφικέσθαι καὶ ἐκεῖνον ἔχοντα τὸν δακτύλιον· καθήμενον οὖν μετὰ τῶν ἄλλων τυχεῖν τὴν σφενδόνην τοῦ δακτυλίου περιαγαγόντα πρὸς ἑαυτὸν εἰς τὸ εἴσω τῆς χειρός, τούτου δὲ γενομένου [360a] ἀφανῆ αὐτὸν γενέσθαι τοῖς παρακαθημένοις, καὶ διαλέγεσθαι ὡς περὶ οἰχομένου. καὶ τὸν θαυμάζειν τε καὶ πάλιν ἐπιψηλαφῶντα τὸν δακτύλιον στρέψαι ἔξω τὴν σφενδόνην, καὶ στρέψαντα φανερὸν γενέσθαι. καὶ τοῦτο ἐννοήσαντα ἀποπειρᾶσθαι τοῦ δακτυλίου εἰ ταύτην ἔχοι τὴν δύναμιν, καὶ αὐτῷ οὕτω συμβαίνειν, στρέφοντι μὲν εἴσω τὴν σφενδόνην ἀδήλῳ γίγνεσθαι, ἔξω δὲ δήλῳ· αἰσθόμενον δὲ εὐθὺς διαπράξασθαι τῶν ἀγγέλων γενέσθαι τῶν παρὰ τὸν βασιλέα, ἐλθόντα [360b] δὲ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ μοιχεύσαντα, μετ᾽ ἐκείνης ἐπιθέμενον τῷ βασιλεῖ ἀποκτεῖναι καὶ τὴν ἀρχὴν οὕτω κατασχεῖν. εἰ οὖν δύο τοιούτω δακτυλίω γενοίσθην, καὶ τὸν μὲν ὁ δίκαιος περιθεῖτο, τὸν δὲ ὁ ἄδικος, οὐδεὶς ἂν γένοιτο, ὡς δόξειεν, οὕτως ἀδαμάντινος, ὃς ἂν μείνειεν ἐν τῇ δικαιοσύνῃ καὶ τολμήσειεν ἀπέχεσθαι τῶν ἀλλοτρίων καὶ μὴ ἅπτεσθαι, ἐξὸν αὐτῷ καὶ ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἀδεῶς ὅτι βούλοιτο λαμβάνειν, [360c] καὶ εἰσιόντι εἰς τὰς οἰκίας συγγίγνεσθαι ὅτῳ βούλοιτο, καὶ ἀποκτεινύναι καὶ ἐκ δεσμῶν λύειν οὕστινας βούλοιτο, καὶ τἆλλα πράττειν ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἰσόθεον ὄντα. οὕτω δὲ δρῶν οὐδὲν ἂν διάφορον τοῦ ἑτέρου ποιοῖ, ἀλλ᾽ ἐπὶ ταὔτ᾽ ἂν ἴοιεν ἀμφότεροι. καίτοι μέγα τοῦτο τεκμήριον ἂν φαίη τις ὅτι οὐδεὶς ἑκὼν δίκαιος ἀλλ᾽ ἀναγκαζόμενος, ὡς οὐκ ἀγαθοῦ ἰδίᾳ ὄντος, ἐπεὶ ὅπου γ᾽ ἂν οἴηται ἕκαστος οἷός τε ἔσεσθαι ἀδικεῖν, ἀδικεῖν. λυσιτελεῖν γὰρ δὴ οἴεται πᾶς ἀνὴρ πολὺ [360d] μᾶλλον ἰδίᾳ τὴν ἀδικίαν τῆς δικαιοσύνης, ἀληθῆ οἰόμενος, ὡς φήσει ὁ περὶ τοῦ τοιούτου λόγου λέγων· ἐπεὶ εἴ τις τοιαύτης ἐξουσίας ἐπιλαβόμενος μηδέν ποτε ἐθέλοι ἀδικῆσαι μηδὲ ἅψαιτο τῶν ἀλλοτρίων, ἀθλιώτατος μὲν ἂν δόξειεν εἶναι τοῖς αἰσθανομένοις καὶ ἀνοητότατος, ἐπαινοῖεν δ᾽ ἂν αὐτὸν ἀλλήλων ἐναντίον ἐξαπατῶντες ἀλλήλους διὰ τὸν τοῦ ἀδικεῖσθαι φόβον. ταῦτα μὲν οὖν δὴ οὕτω.

[358e] Πολύ λαμπρά λέγεις· άκουε λοιπόν τώρα εκείνο το πρώτο, που έλεγα πως θα πω: τί είναι, ποιά η ουσία και ποιά η αρχή της δικαιοσύνης.
Είναι, λέγουν, από τη φύση καλό πράγμα να αδικεί κανείς, αλλά κακό να αδικείται, και μάλιστα πολύ περισσότερο κακό απ᾽ ό,τι είναι καλό ν᾽ αδικεί· ώστε οι άνθρωποι, αφού με το ν᾽ αδικούν και να αδικούνται μεταξύ των εδοκίμασαν και τα δυο, όσοι απ᾽ αυτούς δεν είχαν τη δύναμη ούτε [359a] ν᾽ αποφεύγουν τις αδικίες των άλλων, ούτε οι ίδιοι ν᾽ αδικούν, εσχημάτισαν την ιδέα πως τους είναι συμφερότερο να συμφωνήσουν μεταξύ τους μήτε ν᾽ αδικούν μήτε ν᾽ αδικούνται· και από τότε άρχισαν να βάζουν νόμους και να κάνουν συμφωνίες μεταξύ τους, και να ονομάζουν δίκαιο και νόμιμο εκείνο που προστάζει ο νόμος· και αυτό είναι η γέννηση και η ουσία της δικαιοσύνης, που είναι το μέσο μεταξύ του καλύτερου, δηλαδή ν᾽ αδικεί κανείς χωρίς να παθαίνει τίποτα, και του χειρότερου, δηλαδή να μην έχει κανείς τη δύναμη να εκδικείται όταν τον αδικούν· το δίκαιο λοιπόν, που είναι το μέσο αυτών των δυο, ικανοποιεί όχι επειδή είναι αφεαυτού [359b] καλό πράγμα, αλλά επειδή η αδυναμία πολλών να αδικούν το κάνει να το τιμούν για τέτοιο· γιατί ένας που μπορεί να κάνει το άδικο και είναι πραγματικώς άντρας, ποτέ δεν θα μπορούσε νά ᾽ρθει με κανένα σε τέτοιο συμβιβασμό, ώστε μήτε ν᾽ αδικεί μήτε ν᾽ αδικείται· γιατί αυτό θα ήταν τρέλα εκ μέρους του. Αυτή λοιπόν και τέτοια είναι, Σωκράτη, η φύση της δικαιοσύνης, και από τα τέτοια που είπαμε είναι που γεννήθηκε, καθώς λένε.
Και για να εννοήσομε καλύτερα πως και όσοι εξασκούν τη δικαιοσύνη, από αδυναμία των, επειδή δεν είναι ικανοί να αδικούν, το κάνουν όχι μ᾽ ευχαρίστησή των, επειδή δεν είναι ικανοί να αδικούν, το κάνουν όχι μ᾽ ευχαρίστησή των, ας κάμομε [359c] την ακόλουθη υπόθεση: δίνομε και στους δυο, και στον δίκαιο και στον άδικο, την εξουσία να κάνουν ό,τι θέλουν και μεις τους παρακολουθούμε για να δούμε πού θα οδηγήσει τον καθένα η επιθυμία του. Είναι αδύνατο να μην πιάσομε επ᾽ αυτοφώρω τον δίκαιο να βαδίζει στα ίχνη του αδίκου, από τη φυσική πλεονεξία που κάθε φύση την επιδιώκει έτσι ορμέφυτα, αναγκάζεται όμως με τη βία του νόμου να σέβεται την ισότητα. Και θα ήταν τέτοια μάλιστα η εξουσία που λέγω εγώ, σαν [359d] εκείνη τη δύναμη που λέγουν πως έλαβε μια φορά o Γύγης, ο πρόγονος του Λυδού. Αυτός δηλαδή ήταν βοσκός στην υπηρεσία του βασιλιά της Λυδίας και μια φορά, ύστερ᾽ από μια μεγάλη μπόρα και σεισμό, σκίστηκε η γη κι έγινε ένα χάσμα στο μέρος ακριβώς που έβοσκε. Αυτός από περιέργεια κατέβηκε μέσα, όπου βλέπει, καθώς διηγούνται, και άλλα θαυμάσια πράγματα κι ένα άλογο, που είχε στα πλευρά του κάτι παραθυράκια· σκύφτει λοιπόν και βλέπει μέσα από κει έναν νεκρό, μα, καθώς φαίνονταν, πολύ μεγαλύτερο από συνηθισμένο άνθρωπο και που τίποτε άλλο δε φορούσε παρά ένα χρυσό δαχτυλίδι [359e] στο χέρι, που του το πήρε και βγήκε έξω. Όταν κατόπι μαζευτήκανε οι βοσκοί, όπως συνήθιζαν κάθε μήνα, να δώσουν αναφορά στο βασιλέα για τα κοπάδια του, ήρθε και κείνος με το δαχτυλίδι στο χέρι· καθώς λοιπόν κάθονταν με τους άλλους, έτυχε να στρέψει την πέτρα του δαχτυλιδιού από το μέσα μέρος κι αμέσως [360a] έγινε άφαντος στους άλλους που βρίσκονταν εκεί κι άρχισαν να μιλούν γι᾽ αυτόν σαν να ήταν φευγάτος. Εκείνος παραξενεύτηκε και ψηλαφητά γύρισε πάλι το δαχτυλίδι προς το έξω μέρος, κι αμέσως έγινε φανερός. Κι αφού το παρατήρησε αυτό, ξαναδοκίμαζε το δαχτυλίδι, αν έχει πραγματικώς αυτή τη δύναμη, όταν το στρέφει από τη μέσα μεριά να χάνεται από τα μάτια των άλλων, και όταν προς τα έξω να παρουσιάζεται πάλι· αφού το βεβαιώθηκε ενήργησε να πάει κι αυτός με τους άλλους βοσκούς, που ήταν να δώσουν τους λογαριασμούς στο βασιλέα, και κει [360b] τα κατάφερε να τα ψήσει με τη βασίλισσα κι αφού μαζί οι δυο των σκοτώνουν το βασιλιά, παίρνει αυτός το θρόνο. Αν λοιπόν υπήρχαν δυο τέτοια δαχτυλίδια και φορούσε το ένα ο δίκαιος και το άλλο ο άδικος, κανείς δε θα βρίσκονταν, καθώς ήθελε φανεί, με τόσο ατσαλένιο χαρακτήρα, που να διατηρηθεί στη δικαιοσύνη και να έχει τη γενναιότητα να το κρατήσει και να μη βάλει το χέρι του στα αγαθά των άλλων, ενώ θα είχε την εξουσία κι από την αγορά να παίρνει ό,τι ήθελε [360c] και μέσα στα ξένα σπίτια να μπαίνει και να έρχεται σε σχέσεις μ᾽ όποιον ήθελε, και να σκοτώνει τον ένα και να γλιτώνει τον άλλο από τη φυλακή, κι όλα τα πάντα να κάνει σα θεός μέσα στους ανθρώπους. Και γενικά τίποτα διαφορετικό δε θα ᾽κανε από τον άλλο τον άδικο, αλλά κι οι δυο τους τον ίδιο το δρόμο θα ᾽παιρναν. Τίποτα λοιπόν δε θα μπορούσε ν᾽ αποδείξει καλύτερ᾽ απ᾽ αυτό το παράδειγμα, πως κανείς δεν είναι δίκαιος από ευχαρίστησή του, μα από ανάγκη, επειδή δεν είναι πράγμα αφεαυτού του καλό, κι όπου κανείς νομίζει πως είναι ικανός να αδικεί, αδικεί. Γιατί κάθε άνθρωπος πιστεύει, και πολύ δίκαια, καθώς θα πουν όσοι υποστηρίζουν αυτό το λόγο, [360d] πως πολύ περισσότερο τον ωφελεί η αδικία παρά η δικαιοσύνη· κι αν κανείς, που έπαιρνε τέτοια εξουσία, δε θα ᾽θελε ποτέ ν᾽ αδικήσει μηδέ να βάλει χέρι σε ξένο πράγμα, θα τον περνούσαν για τον πιο κακομοιριασμένο και ανόητο όλοι όσοι έχουν αίσθηση· το πολύ να τον επαινούν στα φανερά και να γελούν έτσι ο ένας τον άλλο, από φόβο μην πάθουν τίποτα κι οι ίδιοι. Έτσι λοιπόν αυτά.