Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (348a-349a)

[348a] Ἤκουσας, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅσα ἄρτι Θρασύμαχος ἀγαθὰ διῆλθεν τῷ τοῦ ἀδίκου;
Ἤκουσα, ἔφη, ἀλλ᾽ οὐ πείθομαι.
Βούλει οὖν αὐτὸν πείθωμεν, ἂν δυνώμεθά πῃ ἐξευρεῖν, ὡς οὐκ ἀληθῆ λέγει;
Πῶς γὰρ οὐ βούλομαι; ἦ δ᾽ ὅς.
Ἂν μὲν τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀντικατατείναντες λέγωμεν αὐτῷ λόγον παρὰ λόγον, ὅσα αὖ ἀγαθὰ ἔχει τὸ δίκαιον εἶναι, καὶ αὖθις οὗτος, καὶ ἄλλον ἡμεῖς, ἀριθμεῖν δεήσει [348b] τἀγαθὰ καὶ μετρεῖν ὅσα ἑκάτεροι ἐν ἑκατέρῳ λέγομεν, καὶ ἤδη δικαστῶν τινων τῶν διακρινούντων δεησόμεθα· ἂν δὲ ὥσπερ ἄρτι ἀνομολογούμενοι πρὸς ἀλλήλους σκοπῶμεν, ἅμα αὐτοί τε δικασταὶ καὶ ῥήτορες ἐσόμεθα.
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
Ὁποτέρως οὖν σοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀρέσκει.
Οὕτως, ἔφη.
Ἴθι δή, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Θρασύμαχε, ἀπόκριναι ἡμῖν ἐξ ἀρχῆς. τὴν τελέαν ἀδικίαν τελέας οὔσης δικαιοσύνης λυσιτελεστέραν φῂς εἶναι;
[348c] Πάνυ μὲν οὖν καὶ φημί, ἔφη, καὶ δι᾽ ἅ, εἴρηκα.
Φέρε δή, τὸ τοιόνδε περὶ αὐτῶν πῶς λέγεις; τὸ μέν που ἀρετὴν αὐτοῖν καλεῖς, τὸ δὲ κακίαν;
Πῶς γὰρ οὔ;
Οὐκοῦν τὴν μὲν δικαιοσύνην ἀρετήν, τὴν δὲ ἀδικίαν κακίαν;
Εἰκός γ᾽, ἔφη, ὦ ἥδιστε, ἐπειδή γε καὶ λέγω ἀδικίαν μὲν λυσιτελεῖν, δικαιοσύνην δ᾽ οὔ.
Ἀλλὰ τί μήν;
Τοὐναντίον, ἦ δ᾽ ὅς.
Ἦ τὴν δικαιοσύνην κακίαν;
Οὔκ, ἀλλὰ πάνυ γενναίαν εὐήθειαν.
[348d] Τὴν ἀδικίαν ἄρα κακοήθειαν καλεῖς;
Οὔκ, ἀλλ᾽ εὐβουλίαν, ἔφη.
Ἦ καὶ φρόνιμοί σοι, ὦ Θρασύμαχε, δοκοῦσιν εἶναι καὶ ἀγαθοὶ οἱ ἄδικοι;
Οἵ γε τελέως, ἔφη, οἷοί τε ἀδικεῖν, πόλεις τε καὶ ἔθνη δυνάμενοι ἀνθρώπων ὑφ᾽ ἑαυτοὺς ποιεῖσθαι· σὺ δὲ οἴει με ἴσως τοὺς τὰ βαλλάντια ἀποτέμνοντας λέγειν. λυσιτελεῖ μὲν οὖν, ἦ δ᾽ ὅς, καὶ τὰ τοιαῦτα, ἐάνπερ λανθάνῃ· ἔστι δὲ οὐκ ἄξια λόγου, ἀλλ᾽ ἃ νυνδὴ ἔλεγον.
[348e] Τοῦτο μέν, ἔφην, οὐκ ἀγνοῶ ὃ βούλει λέγειν, ἀλλὰ τόδε ἐθαύμασα, εἰ ἐν ἀρετῆς καὶ σοφίας τιθεῖς μέρει τὴν ἀδικίαν, τὴν δὲ δικαιοσύνην ἐν τοῖς ἐναντίοις.
Ἀλλὰ πάνυ οὕτω τίθημι.
Τοῦτο, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἤδη στερεώτερον, ὦ ἑταῖρε, καὶ οὐκέτι ῥᾴδιον ἔχειν ὅτι τις εἴπῃ. εἰ γὰρ λυσιτελεῖν μὲν τὴν ἀδικίαν ἐτίθεσο, κακίαν μέντοι ἢ αἰσχρὸν αὐτὸ ὡμολόγεις εἶναι ὥσπερ ἄλλοι τινές, εἴχομεν ἄν τι λέγειν κατὰ τὰ νομιζόμενα λέγοντες· νῦν δὲ δῆλος εἶ ὅτι φήσεις αὐτὸ καὶ καλὸν καὶ ἰσχυρὸν εἶναι καὶ τἆλλα αὐτῷ πάντα προσθήσεις [349a] ἃ ἡμεῖς τῷ δικαίῳ προσετίθεμεν, ἐπειδή γε καὶ ἐν ἀρετῇ αὐτὸ καὶ σοφίᾳ ἐτόλμησας θεῖναι.
Ἀληθέστατα, ἔφη, μαντεύῃ.
Ἀλλ᾽ οὐ μέντοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀποκνητέον γε τῷ λόγῳ ἐπεξελθεῖν σκοπούμενον, ἕως ἄν σε ὑπολαμβάνω λέγειν ἅπερ διανοῇ. ἐμοὶ γὰρ δοκεῖς σύ, ὦ Θρασύμαχε, ἀτεχνῶς νῦν οὐ σκώπτειν, ἀλλὰ τὰ δοκοῦντα περὶ τῆς ἀληθείας λέγειν.
Τί δέ σοι, ἔφη, τοῦτο διαφέρει, εἴτε μοι δοκεῖ εἴτε μή, ἀλλ᾽ οὐ τὸν λόγον ἐλέγχεις;

[348a] Άκουσα, είπε, μα δε μένω σύμφωνος. Θέλεις λοιπόν να δοκιμάσομε μήπως βρούμε κανένα τρόπο να τον πείσομε πως δεν είναι αλήθεια αυτά που μας λέει;
Γιατί να μη θέλω;
Ναι, αν όμως στο λόγο που παρατέντωσε αυτός, αντιπαρατάξομε και μεις κανέναν άλλο όμοιο, για να απαριθμήσομε τα καλά της δικαιοσύνης, και έπειτα άλλον αυτός, και μεις πάλι άλλον, θα γίνει ανάγκη να μετρήσομε [348b] ένα προς ένα και να ζυγιάσομε τα καλά και της δικαιοσύνης και της αδικίας και στο τέλος θα χρειαστούμε και δικαστάς, για να βγάλουν την απόφαση· ενώ αν, όπως το κάναμε ως τώρα, προχωρούμε στην εξέταση όσο συμφωνούμε σε κάτι ο ένας με τον άλλο, θα είμαστε δικασταί μαζί και δικηγόροι οι ίδιοι.
Είναι αλήθεια, είπε.
Τί σου αρέσει λοιπόν καλύτερ᾽ απ᾽ τα δυο.
Έτσι καθώς είπες.
Εμπρός λοιπόν τώρα, Θρασύμαχε, απάντησέ μου εξαρχής, του είπα· λέγεις πως η τέλεια αδικία ωφελεί περισσότερο από την τέλεια δικαιοσύνη;
[348c] Ναι, το λέγω και σας είπα και τους λόγους.
Έλα τώρα να σε ρωτήσω και κάτι άλλο: δεν ονομάζεις αλήθεια το ένα από τα δυο αυτά αρετή και το άλλο κακία;
Αναμφιβόλως.
Και βέβαια αρετή θα ονομάζεις τη δικαιοσύνη και κακία την αδικία.
Καλέ τί λόγος, εγώ βέβαια που υποστηρίζω ότι η αδικία ωφελεί και η δικαιοσύνη όχι!
Αλλά τί λοιπόν;
Ολωσδιόλου το εναντίο.
Δηλαδή τη δικαιοσύνη την ονομάζεις κακία;
Όχι, αλλά μεγαλοπρεπή ευήθεια.
[348d] Και την αδικία λοιπόν κακοήθεια;
Όχι, αλλά φρόνηση.
Οι άδικοι λοιπόν άνθρωποι κατά την ιδέα σου είναι καλοί και συνετοί;
Εκείνοι τουλάχιστο που μπορούν να αδικούν τελείως και να υποτάσσουν στην εξουσία τους πόλεις και έθνη· εσύ όμως φαντάζεσαι ίσως πως μιλώ για βαλαντιοτόμους και κοινούς λωποδύτες· όχι ότι δεν έχει και αυτών η τέχνη τις ωφέλειές της, όταν τουλάχιστο εξασκείται με επιτηδειότητα· αλλά δεν αξίζουν και πολύ πράγμα εμπρός σε κείνα που έλεγα τώρα δα.
[348e] Πολύ καλά εννοώ τί θέλεις να πεις· αυτό όμως με παραξενεύει, που παραδέχεσαι την αδικία για αρετή και σοφία, ενώ τη δικαιοσύνη το εναντίο.
Ναι, το παραδέχομαι.
Αυτός δα είναι τώρα ο στερεότατος ισχυρισμός σου και δεν είναι εύκολο να βρει κανείς τα μέσα να τον ανατρέψει· γιατί αν έλεγες απλώς ότι η αδικία ωφελεί, συγχρόνως όμως παραδεχόσουν, όπως το παραδέχονται και μερικοί άλλοι, πως είναι κακό και αισχρό πράγμα, θα μπορούσαμε και μεις να πούμε κάτι, σύμφωνα με όσα νομίζομε· τώρα όμως είναι φανερό πως δε θα διστάσεις καθόλου να της αποδώσεις και την ομορφιά και τη δύναμη και όλες τις άλλες ιδιότητες, [349a] που συνηθίζομε εμείς να δίνομε στη δικαιοσύνη, αφού έφτασες να την κατατάξεις μεταξύ της αρετής και της σοφίας.
Πραγματικώς, πολύ σωστά το μαντεύεις.
Και μολαταύτα δεν πρέπει να διστάσω ν᾽ αναλάβω την εξέταση του ζητήματος, εφόσον τουλάχιστο πιστεύω πως τα λες σοβαρά εκείνα που σκέπτεσαι· γιατί πραγματικώς μου φαίνεται, Θρασύμαχε, πως δεν υπάρχει ουδέ σκιά ειρωνείας στα λόγια σου και πως λες αλήθεια εκείνα που φρονείς.
Και τί σ᾽ ενδιαφέρει είτε τα φρονώ είτε όχι, και δεν κοιτάζεις απλώς να τα αναιρέσεις;