Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (346b-347e)

[346b] Οὐκοῦν καὶ μισθωτικὴ μισθόν; αὕτη γὰρ αὐτῆς ἡ δύναμις· ἢ τὴν ἰατρικὴν σὺ καὶ τὴν κυβερνητικὴν τὴν αὐτὴν καλεῖς; ἢ ἐάνπερ βούλῃ ἀκριβῶς διορίζειν, ὥσπερ ὑπέθου, οὐδέν τι μᾶλλον, ἐάν τις κυβερνῶν ὑγιὴς γίγνηται διὰ τὸ συμφέρον αὐτῷ πλεῖν ἐν τῇ θαλάττῃ, ἕνεκα τούτου καλεῖς μᾶλλον αὐτὴν ἰατρικήν;
Οὐ δῆτα, ἔφη.
Οὐδέ γ᾽, οἶμαι, τὴν μισθωτικήν, ἐὰν ὑγιαίνῃ τις μισθαρνῶν.
Οὐ δῆτα.
Τί δέ; τὴν ἰατρικὴν μισθαρνητικήν, ἐὰν ἰώμενός τις μισθαρνῇ;
[346c] Οὐκ ἔφη.
Οὐκοῦν τήν γε ὠφελίαν ἑκάστης τῆς τέχνης ἰδίαν ὡμολογήσαμεν εἶναι;
Ἔστω, ἔφη.
Ἥντινα ἄρα ὠφελίαν κοινῇ ὠφελοῦνται πάντες οἱ δημιουργοί, δῆλον ὅτι κοινῇ τινι τῷ αὐτῷ προσχρώμενοι ἀπ᾽ ἐκείνου ὠφελοῦνται.
Ἔοικεν, ἔφη.
Φαμὲν δέ γε τὸ μισθὸν ἀρνυμένους ὠφελεῖσθαι τοὺς δημιουργοὺς ἀπὸ τοῦ προσχρῆσθαι τῇ μισθωτικῇ τέχνῃ γίγνεσθαι αὐτοῖς.
Συνέφη μόγις.
[346d] Οὐκ ἄρα ἀπὸ τῆς αὑτοῦ τέχνης ἑκάστῳ αὕτη ἡ ὠφελία ἐστίν, ἡ τοῦ μισθοῦ λῆψις, ἀλλ᾽, εἰ δεῖ ἀκριβῶς σκοπεῖσθαι, ἡ μὲν ἰατρικὴ ὑγίειαν ποιεῖ, ἡ δὲ μισθαρνητικὴ μισθόν, καὶ ἡ μὲν οἰκοδομικὴ οἰκίαν, ἡ δὲ μισθαρνητικὴ αὐτῇ ἑπομένη μισθόν, καὶ αἱ ἄλλαι πᾶσαι οὕτως τὸ αὑτῆς ἑκάστη ἔργον ἐργάζεται καὶ ὠφελεῖ ἐκεῖνο ἐφ᾽ ᾧ τέτακται. ἐὰν δὲ μὴ μισθὸς αὐτῇ προσγίγνηται, ἔσθ᾽ ὅτι ὠφελεῖται ὁ δημιουργὸς ἀπὸ τῆς τέχνης;
Οὐ φαίνεται, ἔφη.
[346e] Ἆρ᾽ οὖν οὐδ᾽ ὠφελεῖ τότε, ὅταν προῖκα ἐργάζηται;
Οἶμαι ἔγωγε.
Οὐκοῦν, ὦ Θρασύμαχε, τοῦτο ἤδη δῆλον, ὅτι οὐδεμία τέχνη οὐδὲ ἀρχὴ τὸ αὑτῇ ὠφέλιμον παρασκευάζει, ἀλλ᾽, ὅπερ πάλαι ἐλέγομεν, τὸ τῷ ἀρχομένῳ καὶ παρασκευάζει καὶ ἐπιτάττει, τὸ ἐκείνου συμφέρον ἥττονος ὄντος σκοποῦσα, ἀλλ᾽ οὐ τὸ τοῦ κρείττονος. διὰ δὴ ταῦτα ἔγωγε, ὦ φίλε Θρασύμαχε, καὶ ἄρτι ἔλεγον μηδένα ἐθέλειν ἑκόντα ἄρχειν καὶ τὰ ἀλλότρια κακὰ μεταχειρίζεσθαι ἀνορθοῦντα, [347a] ἀλλὰ μισθὸν αἰτεῖν, ὅτι ὁ μέλλων καλῶς τῇ τέχνῃ πράξειν οὐδέποτε αὑτῷ τὸ βέλτιστον πράττει οὐδ᾽ ἐπιτάττει κατὰ τὴν τέχνην ἐπιτάττων, ἀλλὰ τῷ ἀρχομένῳ· ὧν δὴ ἕνεκα, ὡς ἔοικε, μισθὸν δεῖν ὑπάρχειν τοῖς μέλλουσιν ἐθελήσειν ἄρχειν, ἢ ἀργύριον ἢ τιμήν, ἢ ζημίαν ἐὰν μὴ ἄρχῃ.
Πῶς τοῦτο λέγεις, ὦ Σώκρατες; ἔφη ὁ Γλαύκων· τοὺς μὲν γὰρ δύο μισθοὺς γιγνώσκω, τὴν δὲ ζημίαν ἥντινα λέγεις καὶ ὡς ἐν μισθοῦ μέρει εἴρηκας, οὐ συνῆκα.
Τὸν τῶν βελτίστων ἄρα μισθόν, ἔφην, οὐ συνιεῖς, δι᾽ ὃν [347b] ἄρχουσιν οἱ ἐπιεικέστατοι, ὅταν ἐθέλωσιν ἄρχειν. ἢ οὐκ οἶσθα ὅτι τὸ φιλότιμόν τε καὶ φιλάργυρον εἶναι ὄνειδος λέγεταί τε καὶ ἔστιν;
Ἔγωγε, ἔφη.
Διὰ ταῦτα τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὔτε χρημάτων ἕνεκα ἐθέλουσιν ἄρχειν οἱ ἀγαθοὶ οὔτε τιμῆς· οὔτε γὰρ φανερῶς πραττόμενοι τῆς ἀρχῆς ἕνεκα μισθὸν μισθωτοὶ βούλονται κεκλῆσθαι, οὔτε λάθρᾳ αὐτοὶ ἐκ τῆς ἀρχῆς λαμβάνοντες κλέπται. οὐδ᾽ αὖ τιμῆς ἕνεκα· οὐ γάρ εἰσι φιλότιμοι. δεῖ δὴ [347c] αὐτοῖς ἀνάγκην προσεῖναι καὶ ζημίαν, εἰ μέλλουσιν ἐθέλειν ἄρχειν —ὅθεν κινδυνεύει τὸ ἑκόντα ἐπὶ τὸ ἄρχειν ἰέναι ἀλλὰ μὴ ἀνάγκην περιμένειν αἰσχρὸν νενομίσθαι— τῆς δὲ ζημίας μεγίστη τὸ ὑπὸ πονηροτέρου ἄρχεσθαι, ἐὰν μὴ αὐτὸς ἐθέλῃ ἄρχειν· ἣν δείσαντές μοι φαίνονται ἄρχειν, ὅταν ἄρχωσιν, οἱ ἐπιεικεῖς, καὶ τότε ἔρχονται ἐπὶ τὸ ἄρχειν οὐχ ὡς ἐπ᾽ ἀγαθόν τι ἰόντες οὐδ᾽ ὡς εὐπαθήσοντες ἐν αὐτῷ, ἀλλ᾽ [347d] ὡς ἐπ᾽ ἀναγκαῖον καὶ οὐκ ἔχοντες ἑαυτῶν βελτίοσιν ἐπιτρέψαι οὐδὲ ὁμοίοις. ἐπεὶ κινδυνεύει πόλις ἀνδρῶν ἀγαθῶν εἰ γένοιτο, περιμάχητον ἂν εἶναι τὸ μὴ ἄρχειν ὥσπερ νυνὶ τὸ ἄρχειν, καὶ ἐνταῦθ᾽ ἂν καταφανὲς γενέσθαι ὅτι τῷ ὄντι ἀληθινὸς ἄρχων οὐ πέφυκε τὸ αὑτῷ συμφέρον σκοπεῖσθαι ἀλλὰ τὸ τῷ ἀρχομένῳ· ὥστε πᾶς ἂν ὁ γιγνώσκων τὸ ὠφελεῖσθαι μᾶλλον ἕλοιτο ὑπ᾽ ἄλλου ἢ ἄλλον ὠφελῶν πράγματα ἔχειν. τοῦτο μὲν οὖν ἔγωγε οὐδαμῇ συγχωρῶ [347e] Θρασυμάχῳ, ὡς τὸ δίκαιόν ἐστιν τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον. ἀλλὰ τοῦτο μὲν δὴ καὶ εἰς αὖθις σκεψόμεθα· πολὺ δέ μοι δοκεῖ μεῖζον εἶναι ὃ νῦν λέγει Θρασύμαχος, τὸν τοῦ ἀδίκου βίον φάσκων εἶναι κρείττω ἢ τὸν τοῦ δικαίου. σὺ οὖν ποτέρως, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Γλαύκων, αἱρῇ; καὶ πότερον ἀληθεστέρως δοκεῖ σοι λέγεσθαι;
Τὸν τοῦ δικαίου ἔγωγε λυσιτελέστερον βίον εἶναι.

[346b] Λοιπόν και η μισθωτική δεν είναι για να μας πορίζει μισθό; γιατί αυτή είναι η δύναμή της· ή παίρνεις εσύ το ίδιο πράγμα την ιατρική και τη ναυτική τέχνη; ή, αν επιμένεις ακόμα στην ακριβολογία των ορισμών, όπως το θέλησες εξαρχής, θα πεις τάχα το ίδιο πράγμα τη ναυτική τέχνη με την ιατρική, αν λάχει να ξαναποκτήσει ένας πλοίαρχος την υγεία του, επειδή τον ωφελούν τα θαλάσσια ταξίδια;
Όχι βέβαια, είπεν εκείνος.
Ούτε επίσης και τη μισθωτική, αν ένας που την εξασκεί έχει την υγεία του;
Ούτε.
Και, επομένως, μπορούμε να ονομάσομε την ιατρική τέχνη μισθωτική, αν ένας που την εξασκεί παίρνει μισθό;
[346c] Όχι, είπε.
Λοιπόν, παραδεχτήκαμε πως ιδιαίτερη είναι η ωφέλεια κάθε τέχνης.
Έστω.
Αν λοιπόν υπάρχει κάποια κοινή ωφέλεια για όλους που εξασκούν μια τέχνη, είναι φανερό πως αυτή θα προέρχεται από κάποιο κοινό πράγμα, έξω από την καθαυτό τέχνη των.
Έτσι φαίνεται.
Αυτή λοιπόν η κοινή για όλους ωφέλεια, αυτός ο μισθός που παίρνουν για την τέχνη τους, προέρχεται επειδή ο καθένας των στην καθαυτό τέχνη του προσθέτει και τη μισθωτική.
Εσυμφώνησε μόλις και μετά βίας.
[346d] Ώστε αυτή η ωφέλεια, η αποδοχή μισθού, δεν προέρχεται από την εξάσκηση του καθαυτό επαγγέλματος, αλλά, αν θέλομε να ορίζομε τα πράγματα με όλη την ακρίβεια, η ιατρική παρέχει την υγεία και το μισθό η μισθωτική· επίσης η αρχιτεκτονική κατασκευάζει οικοδομήματα, αλλά το μισθό τής τον παρέχει η μισθωτική, και ούτω καθεξής· ώστε κάθε τέχνη εκτελεί τον προορισμό της και παρέχει σε άλλους την ωφέλεια που της είναι ορισμένη. Αν όμως, εκτός από αυτό, δεν υπάρχει και ο μισθός, δεν ωφελείται τίποτε εκείνος που εξασκεί το επάγγελμα από την τέχνη του;
Τίποτε, καθώς φαίνεται.
[346e] Δεν τον ωφελεί λοιπόν τότε, όταν εξασκείται χάρισμα.
Έτσι νομίζω.
Έγινε λοιπόν φανερό, Θρασύμαχε, πως καμιά τέχνη και καμιά εξουσία δεν αποβλέπει σε κείνο που της είναι ωφέλιμο της ιδίας, αλλά, καθώς ελέγαμε εξαρχής, εκείνου που έχει στη δικαιοδοσία της, και του το επιβάλλει, γιατί το θεωρεί συμφέρον αυτού, αν και είναι ασθενέστερος, και όχι ότι αποβλέπει στο συμφέρον του ισχυροτέρου. Γι᾽ αυτό είναι λοιπόν που έλεγα και πριν, αγαπητέ Θρασύμαχε, πως κανείς δεν αναλαμβάνει μιαν αρχή με ευχαρίστησή του, ούτε παίρνει επάνω του ξένες έγνοιες στα καλά καθούμενα, [347a] αλλ᾽ απαιτεί μισθό, επειδή ένας που πρόκειται να εξασκήσει μια τέχνη καθώς πρέπει δεν έχει να περιμένει τίποτα καλό για τον εαυτό του από κείνα που κάνει και προστάζει, αλλά όλα γίνονται για κείνον που έχει στην εξουσία του· γι᾽ αυτό, καθώς φαίνεται, έγινε ανάγκη να οριστεί αμοιβή για όσους θέλουν να αναλάβουν μιαν εξουσία, χρήματα και τιμές, ή ακόμα και τιμωρία για κείνους που αρνούνται να την αναλάβουν.
Πώς το εννοείς, Σωκράτη, αυτό; είπε ο Γλαύκων· γνωρίζω πραγματικώς αυτά τα δύο είδη τις αμοιβές που είπες· δεν εννοώ όμως και την τιμωρία, που λες σαν ένα τρίτο είδος αμοιβής.
Δε γνωρίζεις λοιπόν την αμοιβή των αρίστων, που τους κάνει [347b] και αποφασίζουν ν᾽ αναλάβουν καμιάν αρχή, όταν την αναλαβαίνουν; ή δε γνωρίζεις πως το να αγαπά κανείς την αρχή, για τα κέρδη που μπορούν να βγουν απ᾽ αυτή, θεωρείται και είναι τωόντι επονείδιστο πράγμα;
To γνωρίζω, είπε.
Γι᾽ αυτό λοιπόν και οι άριστοι δεν επιζητούν την τιμή της εξουσίας, ούτε τη θέλουν, για να ωφεληθούν χρήματα από αυτήν· γιατί δεν επιθυμούν ούτε φανερά να παίρνουν μισθό και να τους λένε μισθωτούς, ούτε κρυφά να σφετερίζονται τα δημόσια και να λέγονται κλέφτες· ούτε πάλι την επιζητούν για την τιμή, επειδή δεν είναι φιλόδοξοι. Πρέπει λοιπόν [347c] να υπάρχει καμιά επιτακτική ανάγκη, ή ο φόβος καμιάς τιμωρίας, για να τον αποφασίσουν να αναλάβουν εκουσίως μιαν αρχή· και γι᾽ αυτό καταντά να θεωρείται επονείδιστο πράγμα το να αναδέχεται κανείς εκουσίως μιαν αρχή, χωρίς να του το επιβάλλει κάποια ανάγκη· και η μεγαλύτερη τιμωρία γι᾽ αυτόν, όταν δεν θέλει να κυβερνήσει ο ίδιος, είναι να κυβερνάται από άλλους χειροτέρους του· και απ᾽ αυτό το φόβο είναι που αναλαβαίνουν την αρχή οι άριστοι, όταν την αναλαβαίνουν, και όχι επειδή την επιζητούν σαν ένα πράγμα καλό για τον εαυτό τους, ούτε για να τα καλοπεράσουν από την εξουσία, αλλά [347d] επειδή από ανάγκη τη δέχονται, αφού δεν έχουν να την αναθέσουν σε άλλους καλυτέρους των και ομοίους των. Έτσι που, αν ήταν δυνατό να βρεθεί μια πολιτεία όλο από τέλειους ανθρώπους, όλοι θα βάζαν τα δυνατά τους να ᾽μεναν έξω από την αρχή, όπως τώρα όλοι επιζητούν να είναι μέσα στα πράγματα· και τότε ήθελε αποδειχθεί φως φανερό πως το φυσικό του πραγματικώς αληθινού άρχοντος είναι ν᾽ αποβλέπει όχι στο συμφέρον το δικό του, αλλά των υπηκόων· και κάθε άνθρωπος με γνώση θα προτιμούσε καλύτερα να ωφελείται ο ίδιος από έναν άλλο, παρά να κοπιάζει και να βασανίζεται για τους άλλους. Διόλου λοιπόν δεν συμφωνώ [347e] με τον Θρασύμαχο ότι δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυροτέρου· αλλ᾽ αυτό θα το εξετάσομε και άλλη φορά· πολύ όμως πιο σπουδαίο μου φαίνεται αυτό που λέγει τώρα ο Θρασύμαχος, ότι δηλαδή η ζωή του αδίκου είναι προτιμότερη από του δικαίου. Εσύ, Γλαύκων, ποιάν από τις δυο προτιμάς, και ποιά σου φαίνεται η αλήθεια;
Το να είναι κανείς δίκαιος, μου φαίνεται πως είναι ωφελιμότερο, αποκρίθηκε ο Γλαύκων.
Άκουσες όμως, πόσα αγαθά μάς απαρίθμησε προλίγου ο Θρασύμαχος πως έχει ο άδικος;