Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (552e-555b)

[552e] Μὴ οὖν οἰόμεθα, ἔφην ἐγώ, καὶ κακούργους πολλοὺς ἐν αὐταῖς εἶναι κέντρα ἔχοντας, οὓς ἐπιμελείᾳ βίᾳ κατέχουσιν αἱ ἀρχαί;
Οἰόμεθα μὲν οὖν, ἔφη.
Ἆρ᾽ οὖν οὐ δι᾽ ἀπαιδευσίαν καὶ κακὴν τροφὴν καὶ κατάστασιν τῆς πολιτείας φήσομεν τοὺς τοιούτους αὐτόθι ἐγγίγνεσθαι;
Φήσομεν.
Ἀλλ᾽ οὖν δὴ τοιαύτη γέ τις ἂν εἴη ἡ ὀλιγαρχουμένη πόλις καὶ τοσαῦτα κακὰ ἔχουσα, ἴσως δὲ καὶ πλείω.
Σχεδόν τι, ἔφη.
[553a] Ἀπειργάσθω δὴ ἡμῖν καὶ αὕτη, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἡ πολιτεία, ἣν ὀλιγαρχίαν καλοῦσιν, ἐκ τιμημάτων ἔχουσα τοὺς ἄρχοντας· τὸν δὲ ταύτῃ ὅμοιον μετὰ ταῦτα σκοπῶμεν, ὥς τε γίγνεται οἷός τε γενόμενός ἐστιν.
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
Ἆρ᾽ οὖν ὧδε μάλιστα εἰς ὀλιγαρχικὸν ἐκ τοῦ τιμοκρατικοῦ ἐκείνου μεταβάλλει;
Πῶς;
Ὅταν αὐτοῦ παῖς γενόμενος τὸ μὲν πρῶτον ζηλοῖ τε τὸν πατέρα καὶ τὰ ἐκείνου ἴχνη διώκῃ, ἔπειτα αὐτὸν ἴδῃ ἐξαίφνης [553b] πταίσαντα ὥσπερ πρὸς ἕρματι πρὸς τῇ πόλει, καὶ ἐκχέαντα τά τε αὑτοῦ καὶ ἑαυτόν, ἢ στρατηγήσαντα ἤ τιν᾽ ἄλλην μεγάλην ἀρχὴν ἄρξαντα, εἶτα εἰς δικαστήριον ἐμπεσόντα [βλαπτόμενον] ὑπὸ συκοφαντῶν ἢ ἀποθανόντα ἢ ἐκπεσόντα ἢ ἀτιμωθέντα καὶ τὴν οὐσίαν ἅπασαν ἀποβαλόντα.
Εἰκός γ᾽, ἔφη.
Ἰδὼν δέ γε, ὦ φίλε, ταῦτα καὶ παθὼν καὶ ἀπολέσας τὰ ὄντα, δείσας οἶμαι εὐθὺς ἐπὶ κεφαλὴν ὠθεῖ ἐκ τοῦ θρόνου [553c] τοῦ ἐν τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ φιλοτιμίαν τε καὶ τὸ θυμοειδὲς ἐκεῖνο, καὶ ταπεινωθεὶς ὑπὸ πενίας πρὸς χρηματισμὸν τραπόμενος γλίσχρως καὶ κατὰ σμικρὸν φειδόμενος καὶ ἐργαζόμενος χρήματα συλλέγεται. ἆρ᾽ οὐκ οἴει τὸν τοιοῦτον τότε εἰς μὲν τὸν θρόνον ἐκεῖνον τὸ ἐπιθυμητικόν τε καὶ φιλοχρήματον ἐγκαθίζειν καὶ μέγαν βασιλέα ποιεῖν ἐν ἑαυτῷ, τιάρας τε καὶ στρεπτοὺς καὶ ἀκινάκας παραζωννύντα;
Ἔγωγ᾽, ἔφη.
[553d] Τὸ δέ γε οἶμαι λογιστικόν τε καὶ θυμοειδὲς χαμαὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν παρακαθίσας ὑπ᾽ ἐκείνῳ καὶ καταδουλωσάμενος, τὸ μὲν οὐδὲν ἄλλο ἐᾷ λογίζεσθαι οὐδὲ σκοπεῖν ἀλλ᾽ ἢ ὁπόθεν ἐξ ἐλαττόνων χρημάτων πλείω ἔσται, τὸ δὲ αὖ θαυμάζειν καὶ τιμᾶν μηδὲν ἄλλο ἢ πλοῦτόν τε καὶ πλουσίους, καὶ φιλοτιμεῖσθαι μηδ᾽ ἐφ᾽ ἑνὶ ἄλλῳ ἢ ἐπὶ χρημάτων κτήσει καὶ ἐάν τι ἄλλο εἰς τοῦτο φέρῃ.
Οὐκ ἔστ᾽ ἄλλη, ἔφη, μεταβολὴ οὕτω ταχεῖά τε καὶ ἰσχυρὰ ἐκ φιλοτίμου νέου εἰς φιλοχρήματον.
[553e] Ἆρ᾽ οὖν οὗτος, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὀλιγαρχικός ἐστιν;
Ἡ γοῦν μεταβολὴ αὐτοῦ ἐξ ὁμοίου ἀνδρός ἐστι τῇ πολιτείᾳ, ἐξ ἧς ἡ ὀλιγαρχία μετέστη.
Σκοπῶμεν δὴ εἰ ὅμοιος ἂν εἴη.
[554a] Σκοπῶμεν.
Οὐκοῦν πρῶτον μὲν τῷ χρήματα περὶ πλείστου ποιεῖσθαι ὅμοιος ἂν εἴη;
Πῶς δ᾽ οὔ;
Καὶ μὴν τῷ γε φειδωλὸς εἶναι καὶ ἐργάτης, τὰς ἀναγκαίους ἐπιθυμίας μόνον τῶν παρ᾽ αὑτῷ ἀποπιμπλάς, τὰ δὲ ἄλλα ἀναλώματα μὴ παρεχόμενος, ἀλλὰ δουλούμενος τὰς ἄλλας ἐπιθυμίας ὡς ματαίους.
Πάνυ μὲν οὖν.
Αὐχμηρός γέ τις, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὢν καὶ ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιούμενος, θησαυροποιὸς ἀνήρ —οὓς δὴ καὶ ἐπαινεῖ τὸ πλῆθος— [554b] ἢ οὐχ οὗτος ἂν εἴη ὁ τῇ τοιαύτῃ πολιτείᾳ ὅμοιος;
Ἐμοὶ γοῦν, ἔφη, δοκεῖ· χρήματα γοῦν μάλιστα ἔντιμα τῇ τε πόλει καὶ παρὰ τῷ τοιούτῳ.
Οὐ γὰρ οἶμαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, παιδείᾳ ὁ τοιοῦτος προσέσχηκεν.
Οὐ δοκῶ, ἔφη· οὐ γὰρ ἂν τυφλὸν ἡγεμόνα τοῦ χοροῦ ἐστήσατο καὶ ἐτί‹μα› μάλιστα.
Εὖ, ἦν δ᾽ ἐγώ. τόδε δὲ σκόπει· κηφηνώδεις ἐπιθυμίας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀπαιδευσίαν μὴ φῶμεν ἐγγίγνεσθαι, τὰς μὲν [554c] πτωχικάς, τὰς δὲ κακούργους, κατεχομένας βίᾳ ὑπὸ τῆς ἄλλης ἐπιμελείας;
Καὶ μάλ᾽, ἔφη.
Οἶσθ᾽ οὖν, εἶπον, οἷ ἀποβλέψας κατόψει αὐτῶν τὰς κακουργίας;
Ποῖ; ἔφη.
Εἰς τὰς τῶν ὀρφανῶν ἐπιτροπεύσεις, καὶ εἴ πού τι αὐτοῖς τοιοῦτον συμβαίνει, ὥστε πολλῆς ἐξουσίας λαβέσθαι τοῦ ἀδικεῖν.
Ἀληθῆ.
Ἆρ᾽ οὖν οὐ τούτῳ δῆλον ὅτι ἐν τοῖς ἄλλοις συμβολαίοις ὁ τοιοῦτος, ἐν οἷς εὐδοκιμεῖ δοκῶν δίκαιος εἶναι, ἐπιεικεῖ [554d] τινὶ ἑαυτοῦ βίᾳ κατέχει ἄλλας κακὰς ἐπιθυμίας ἐνούσας, οὐ πείθων ὅτι οὐκ ἄμεινον, οὐδ᾽ ἡμερῶν λόγῳ, ἀλλ᾽ ἀνάγκῃ καὶ φόβῳ, περὶ τῆς ἄλλης οὐσίας τρέμων;
Καὶ πάνυ γ᾽, ἔφη.
Καὶ νὴ Δία, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ φίλε, τοῖς πολλοῖς γε αὐτῶν ἐνευρήσεις, ὅταν δέῃ τἀλλότρια ἀναλίσκειν, τὰς τοῦ κηφῆνος συγγενεῖς ἐνούσας ἐπιθυμίας.
Καὶ μάλα, ἦ δ᾽ ὅς, σφόδρα.
Οὐκ ἄρ᾽ ἂν εἴη ἀστασίαστος ὁ τοιοῦτος ἐν ἑαυτῷ, οὐδὲ εἷς ἀλλὰ διπλοῦς τις, ἐπιθυμίας δὲ ἐπιθυμιῶν ὡς τὸ πολὺ [554e] κρατούσας ἂν ἔχοι βελτίους χειρόνων.
Ἔστιν οὕτω.
Διὰ ταῦτα δὴ οἶμαι εὐσχημονέστερος ἂν πολλῶν ὁ τοιοῦτος εἴη· ὁμονοητικῆς δὲ καὶ ἡρμοσμένης τῆς ψυχῆς ἀληθὴς ἀρετὴ πόρρω ποι ἐκφεύγοι ἂν αὐτόν.
Δοκεῖ μοι.
Καὶ μὴν ἀνταγωνιστής γε ἰδίᾳ ἐν πόλει ὁ φειδωλὸς [555a] φαῦλος ἤ τινος νίκης ἢ ἄλλης φιλοτιμίας τῶν καλῶν, χρήματά τε οὐκ ἐθέλων εὐδοξίας ἕνεκα καὶ τῶν τοιούτων ἀγώνων ἀναλίσκειν, δεδιὼς τὰς ἐπιθυμίας τὰς ἀναλωτικὰς ἐγείρειν καὶ συμπαρακαλεῖν ἐπὶ συμμαχίαν τε καὶ φιλονικίαν, ὀλίγοις τισὶν ἑαυτοῦ πολεμῶν ὀλιγαρχικῶς τὰ πολλὰ ἡττᾶται καὶ πλουτεῖ.
Καὶ μάλα, ἔφη.
Ἔτι οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀπιστοῦμεν μὴ κατὰ τὴν ὀλιγαρχουμένην πόλιν ὁμοιότητι τὸν φειδωλόν τε καὶ χρηματιστὴν [555b] τετάχθαι;
Οὐδαμῶς, ἔφη.
Δημοκρατίαν δή, ὡς ἔοικε, μετὰ τοῦτο σκεπτέον, τίνα τε γίγνεται τρόπον, γενομένη τε ποῖόν τινα ἔχει, ἵν᾽ αὖ τὸν τοῦ τοιούτου ἀνδρὸς τρόπον γνόντες παραστησώμεθ᾽ αὐτὸν εἰς κρίσιν.
Ὁμοίως γοῦν ἄν, ἔφη, ἡμῖν αὐτοῖς πορευοίμεθα.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μεταβάλλει μὲν τρόπον τινὰ τοιόνδε ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν, δι᾽ ἀπληστίαν τοῦ προκειμένου ἀγαθοῦ, τοῦ ὡς πλουσιώτατον δεῖν γίγνεσθαι;
Πῶς δή;

[552e] Πώς λοιπόν να μην πιστέψομε ότι θα υπάρχουν σ᾽ αυτές και πλήθος κακούργοι με κεντριά, που φροντίζουν οι άρχοντες να τους συγκρατούν με τη βία;
Και βέβαια το πιστεύομε.
Και από ποιάν άλλη αφορμή προέρχεται τούτο παρά από την απαιδευσία και την κακή ανατροφή και από την ελαττωματική σύσταση της πολιτείας;
Από καμιάν άλλη.
Τέτοια λοιπόν περίπου είναι η ολιγαρχούμενη πόλη και αυτά είναι τα ελαττώματά της, ίσως μάλιστα και περισσότερα.
Μάλιστα.

Ο τύπος του ολιγαρχικού ανθρώπου
[553a] Ας θεωρήσομε επομένως τελειωμένη την απεικόνιση και αυτής της πολιτείας, που την ονομάζομε ολιγαρχία και όπου οι άρχοντες γίνονται με κριτήριο την περιουσία· τώρα ας εξετάσομε και τον άνθρωπο που της μοιάζει, και πώς σχηματίζεται και ποιός είναι ο χαρακτήρας του.
Ας ιδούμε.
Η μετάπτωση από εκείνο τον τιμοκρατικό στον ολιγαρχικό δεν σου φαίνεται ότι γίνεται με αυτόν εδώ τον τρόπο;
Πώς;
Ο γιος από την παιδική του ηλικία στην αρχή φιλοτιμιέται να μιμηθεί τον πατέρα του και να βαδίσει στ᾽ αχνάρια του· έπειτα όμως, όταν έξαφνα δει ότι ο πατέρας του [553b] σκόνταψε απάνω στην πόλη όπως απάνω σε βράχο, και αφού έκαμε αβαρία και της περιουσίας και του εαυτού του, κατά τη διαχείριση είτε μιας στρατηγίας ή καμιάς άλλης αρχής, έπεσε στα δικαστήρια και στα νύχια των συκοφαντών και καταδικάστηκε ή σε θάνατο ή σε εξορία ή στη στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και τη δήμευση της περιουσίας του…
Όπως συμβαίνει φυσικά.
Όταν, λέω, δει όλα αυτά και πάθει και φοβηθεί τα ίδια και για τον εαυτό του, τότε, νομίζω, και αυτός γκρεμίζει κατακέφαλα από τον θρόνο [553c] της ψυχής του τη φιλοδοξία και εκείνο το θυμοειδές, και ταπεινωμένος από τη φτώχεια δεν σκέπτεται άλλο παρά πώς να κάνει περιουσία, και σιγά σιγά με πολλές στερήσεις, μεγάλην οικονομία και αδιάκοπη εργασία το κατορθώνει. Δεν νομίζεις λοιπόν τότε ότι σ᾽ εκείνο τον θρόνο, απ᾽ όπου έδιωξε τη φιλοδοξία, θ᾽ ανεβάσει τη φιλοχρηματία και το επιθυμητικό, που θα το ανακηρύξει μεγάλο βασιλέα του και θα του φορέσει τιάρες, βραχιόλια και σπαθιά;
Το πιστεύω.
[553d] Το λογιστικό και το θυμοειδές θα τα ρίξει, νομίζω, χάμω δούλους και υποπόδια, δώθε και κείθε από τον θρόνο του, και στο ένα δεν θα επιτρέπει να συλλογίζεται και να σκέπτεται τίποτ᾽ άλλο παρά πώς από λιγότερα θα κάνει περισσότερα τα υλικά αγαθά του, το άλλο πάλι τίποτα να μη θαυμάζει και τιμά παρά τον πλούτο και τους πλούσιους, και άλλη φιλοδοξία να μην έχει παρά την απόκτηση χρημάτων και οτιδήποτε άλλο οδηγεί σ᾽ αυτό.
Δεν υπάρχει άλλη μετάβαση τόσο γρήγορη και βέβαιη για ένα νέο από τη φιλοδοξία στη φιλοχρηματία.
[553e] Αυτός λοιπόν δεν είναι ο ολιγαρχικός;
Τουλάχιστο η μεταβολή του έγινε από άντρα όμοιο με την πολιτεία από την οποία βγήκε η ολιγαρχία.
Ας εξετάσομε τώρα αν, τέτοιος που έγινε, μοιάζει με την ολιγαρχία.
[554a] Ας το εξετάσομε.
Πρώτη ομοιότητα δεν είναι ότι εκτιμάει τα χρήματα περισσότερο από κάθε άλλο;
Πώς όχι;
Έπειτα, ότι είναι σφιχτός στα χρήματα και εργατικός, ότι ικανοποιεί μόνο τις αναγκαίες επιθυμίες του, απαγορεύει στον εαυτό του κάθε άλλη δαπάνη και υποδουλώνει τις άλλες επιθυμίες του ως μάταιες;
Πραγματικά.
Είναι επομένως ελεεινά γλίσχρος, αφού ζητάει από το καθετί να κερδίσει, με μια λέξη είναι άνθρωπος θησαυροποιός, από κείνους δα που θαυμάζει το πλήθος· [554b] ή δεν είναι αυτός που μοιάζει με το ολιγαρχικό πολίτευμα;
Μάλιστα, γιατί και σ᾽ αυτόν και στην (ολιγαρχική) πολιτεία τα χρήματα είναι που έχουν τη μεγαλύτερη αξία και εκτίμηση.
Για τον λόγο ότι καμιά προσοχή —υποθέτω— δεν έδωσε ο τέτοιος άνθρωπος στη μόρφωσή του.
Και εγώ το υποθέτω, γιατί αλλιώς δεν θα έπαιρνε οδηγό του χορού έναν τυφλό και δεν θα τον εκτιμούσε τόσο.
Πολύ ωραία το είπες. Πρόσεχε τώρα σε τούτο· δεν θα έχομε δίκιο να ειπούμε ότι η απαιδευσία τού εγέννησε επιθυμίες σαν εκείνες των κηφήνων, άλλες [554c] φτωχικές και άλλες κακούργες, που μόλις και μετά βίας προσπαθεί να τις συγκρατεί;
Μάλιστα.
Και ξέρεις πού θα δεις να φανερώνουνται οι κακούργες διαθέσεις αυτών των ανθρώπων;
Πού;
Όταν άξαφνα αναλάβουν την κηδεμονία ορφανών ή τίποτ᾽ άλλο ανάλογο, όπου έχουν όλη την ελευθερία να καταχραστούν και ν᾽ αδικήσουν.
Αλήθεια λες.
Δεν είναι λοιπόν από τούτο φανερό ότι στις άλλες του συναλλαγές, όπου ευδοκιμεί και θεωρείται έντιμος και δίκαιος, κατορθώνει, με όχι μικρήν [554d] επιβολή του εαυτού του, να συγκρατεί τις άγριες επιθυμίες που κρύβει μέσα του, όχι με την πειθώ, ότι αυτό δεν είναι το καλύτερο, ούτε γιατί τις χαλιναγωγεί με τον ορθό λόγο, αλλ᾽ από ανάγκη και φόβο, επειδή τρέμει μήπως χάσει και την άλλη του περιουσία;
Βεβαιότατα.
Αλλ᾽ όταν πρόκειται να ξοδέψουν τα ξένα χρήματα, τότε μά την αλήθεια, φίλε μου, θ᾽ ανακαλύψεις στους πολλούς από δαύτους να υπάρχουν μέσα τους εκείνες οι φυσικές επιθυμίες του κηφήνα.
Και μάλιστα στον υπέρτατο βαθμό.
Ο τέτοιος άνθρωπος δεν θα ᾽ναι λοιπόν απαλλαγμένος από εσωτερικές διενέξεις, ούτε θα ᾽ναι ένας αλλά διπλός, γιατί οι καλύτερες και οι χειρότερες επιθυμίες, που έχει μέσα του, [554e] θα πολεμούν μεταξύ τους, όμως θα υπερτερούν οπωσδήποτε οι καλύτερες.
Έτσι είναι.
Για τούτο, νομίζω, ο άνθρωπος αυτός θα τηρεί τουλάχιστο τα εξωτερικά προσχήματα καλύτερα από πολλούς άλλους· όμως η αληθινή αρετή, που προέρχεται από την εσωτερικήν ομόνοια και αρμονία της ψυχής, θα είναι βέβαια πράγμα εντελώς άγνωστο γι᾽ αυτόν.
Το πιστεύω.
Και όταν θα πρόκειται για ευγενική άμιλλα μεταξύ των πολιτών [555a] ή καμιά νίκη ή για ό,τι άλλο από τα ωραία αγωνίσματα της φιλοτιμίας, ο φιλοχρήματος δεν θα παίρνει μέρος σ᾽ αυτά, γιατί δεν θα θέλει να ξοδεύει χρήματα για τη δόξα και τους αγώνες αυτού του είδους, και θα φοβάται να ξυπνήσει μέσα του τις ξοδευτικές επιθυμίες και να τις προσκαλέσει σε βοήθειά του και σε σύμπραξη· διαγωνίζεται λοιπόν με πολύ λίγο μέρος από τα δικά του, δηλαδή ολιγαρχικά, κι έτσι πάντοτε νικιέται, αλλά και πάντοτε μένει πλούσιος.
Έτσι είναι.
Θα αμφιβάλλομε λοιπόν ακόμα για την ομοιότητα που υπάρχει ανάμεσα στην ολιγαρχούμενη πολιτεία και στον φιλοχρήματο και σφιχτό [555b] άνθρωπο;
Καθόλου.

Η μετάβαση από την ολιγαρχία στη δημοκρατία. Χαρακτηριστικά του δημοκρατικού καθεστώτος
Έρχεται τώρα η σειρά της δημοκρατίας, να εξετάσομε πώς σχηματίζεται και ποιός είναι ο χαρακτήρας της, ώστε, αφού γνωρίσομε και τον χαρακτήρα του ανθρώπου που της μοιάζει, να βάλομε κι αυτόν μπροστά και να τον κρίνομε.
Θ᾽ ακολουθήσομε δηλαδή σ᾽ αυτό την ίδια μέθοδο.
Η μετάβαση από την ολιγαρχία στη δημοκρατία δεν γίνεται με αυτόν εδώ περίπου τον τρόπο: με την απληστία ν᾽ αυξήσει κανείς την περιουσία του, πράγμα που θεωρείται στην ολιγαρχική πολιτεία το ανώτατο αγαθό;
Πώς γίνεται;