Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (550c-552d)

[550c] Ἔχομεν ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, τήν τε δευτέραν πολιτείαν καὶ τὸν δεύτερον ἄνδρα.
Ἔχομεν, ἔφη.
Οὐκοῦν μετὰ τοῦτο, τὸ τοῦ Αἰσχύλου, λέγωμεν, «ἄλλον ἄλλῃ πρὸς πόλει τεταγμένον,» μᾶλλον δὲ κατὰ τὴν ὑπόθεσιν προτέραν τὴν πόλιν;
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
Εἴη δέ γ᾽ ἄν, ὡς ἐγᾦμαι, ὀλιγαρχία ἡ μετὰ τὴν τοιαύτην πολιτείαν.
Λέγεις δέ, ἦ δ᾽ ὅς, τὴν ποίαν κατάστασιν ὀλιγαρχίαν;
Τὴν ἀπὸ τιμημάτων, ἦν δ᾽ ἐγώ, πολιτείαν, ἐν ᾗ οἱ μὲν [550d] πλούσιοι ἄρχουσιν, πένητι δὲ οὐ μέτεστιν ἀρχῆς.
Μανθάνω, ἦ δ᾽ ὅς.
Οὐκοῦν ὡς μεταβαίνει πρῶτον ἐκ τῆς τιμαρχίας εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, ῥητέον;
Ναί.
Καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ τυφλῷ γε δῆλον ὡς μεταβαίνει.
Πῶς;
Τὸ ταμιεῖον, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐκεῖνο ἑκάστῳ χρυσίου πληρούμενον ἀπόλλυσι τὴν τοιαύτην πολιτείαν. πρῶτον μὲν γὰρ δαπάνας αὑτοῖς ἐξευρίσκουσιν, καὶ τοὺς νόμους ἐπὶ τοῦτο παράγουσιν, ἀπειθοῦντες αὐτοί τε καὶ γυναῖκες αὐτῶν.
Εἰκός, ἔφη.
[550e] Ἔπειτά γε οἶμαι ἄλλος ἄλλον ὁρῶν καὶ εἰς ζῆλον ἰὼν τὸ πλῆθος τοιοῦτον αὑτῶν ἀπηργάσαντο.
Εἰκός.
Τοὐντεῦθεν τοίνυν, εἶπον, προϊόντες εἰς τὸ πρόσθεν τοῦ χρηματίζεσθαι, ὅσῳ ἂν τοῦτο τιμιώτερον ἡγῶνται, τοσούτῳ ἀρετὴν ἀτιμοτέραν. ἢ οὐχ οὕτω πλούτου ἀρετὴ διέστηκεν, ὥσπερ ἐν πλάστιγγι ζυγοῦ κειμένου ἑκατέρου, ἀεὶ τοὐναντίον ῥέποντε;
Καὶ μάλ᾽, ἔφη.
[551a] Τιμωμένου δὴ πλούτου ἐν πόλει καὶ τῶν πλουσίων ἀτιμοτέρα ἀρετή τε καὶ οἱ ἀγαθοί.
Δῆλον.
Ἀσκεῖται δὴ τὸ ἀεὶ τιμώμενον, ἀμελεῖται δὲ τὸ ἀτιμαζόμενον.
Οὕτω.
Ἀντὶ δὴ φιλονίκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι τελευτῶντες ἐγένοντο, καὶ τὸν μὲν πλούσιον ἐπαινοῦσίν τε καὶ θαυμάζουσι καὶ εἰς τὰς ἀρχὰς ἄγουσι, τὸν δὲ πένητα ἀτιμάζουσι.
Πάνυ γε.
Οὐκοῦν τότε δὴ νόμον τίθενται ὅρον πολιτείας ὀλιγαρχικῆς [551b] ταξάμενοι πλῆθος χρημάτων, οὗ μὲν μᾶλλον ὀλιγαρχία, πλέον, οὗ δ᾽ ἧττον, ἔλαττον, προειπόντες ἀρχῶν μὴ μετέχειν ᾧ ἂν μὴ ᾖ οὐσία εἰς τὸ ταχθὲν τίμημα, ταῦτα δὲ ἢ βίᾳ μεθ᾽ ὅπλων διαπράττονται, ἢ καὶ πρὸ τούτου φοβήσαντες κατεστήσαντο τὴν τοιαύτην πολιτείαν. ἢ οὐχ οὕτως;
Οὕτω μὲν οὖν.
Ἡ μὲν δὴ κατάστασις ὡς ἔπος εἰπεῖν αὕτη.
Ναί, ἔφη· ἀλλὰ τίς δὴ ὁ τρόπος τῆς πολιτείας; καὶ ποῖά [551c] ἐστιν ἃ ἔφαμεν αὐτὴν ἁμαρτήματα ἔχειν;
Πρῶτον μέν, ἔφην, τοῦτο αὐτό, ὅρος αὐτῆς οἷός ἐστιν. ἄθρει γάρ, εἰ νεῶν οὕτω τις ποιοῖτο κυβερνήτας, ἀπὸ τιμημάτων, τῷ δὲ πένητι, εἰ καὶ κυβερνητικώτερος εἴη, μὴ ἐπιτρέποι—
Πονηράν, ἦ δ᾽ ὅς, τὴν ναυτιλίαν αὐτοὺς ναυτίλλεσθαι.
Οὐκοῦν καὶ περὶ ἄλλου οὕτως ὁτουτοῦν [ἤ τινος] ἀρχῆς;
Οἶμαι ἔγωγε.
Πλὴν πόλεως; ἦν δ᾽ ἐγώ· ἢ καὶ πόλεως πέρι;
Πολύ γ᾽, ἔφη, μάλιστα, ὅσῳ χαλεπωτάτη καὶ μεγίστη ἡ ἀρχή.
[551d] Ἓν μὲν δὴ τοῦτο τοσοῦτον ὀλιγαρχία ἂν ἔχοι ἁμάρτημα.
Φαίνεται.
Τί δέ; τόδε ἆρά τι τούτου ἔλαττον;
Τὸ ποῖον;
Τὸ μὴ μίαν ἀλλὰ δύο ἀνάγκῃ εἶναι τὴν τοιαύτην πόλιν, τὴν μὲν πενήτων, τὴν δὲ πλουσίων, οἰκοῦντας ἐν τῷ αὐτῷ, ἀεὶ ἐπιβουλεύοντας ἀλλήλοις.
Οὐδὲν μὰ Δί᾽, ἔφη, ἔλαττον.
Ἀλλὰ μὴν οὐδὲ τόδε καλόν, τὸ ἀδυνάτους εἶναι ἴσως πόλεμόν τινα πολεμεῖν διὰ τὸ ἀναγκάζεσθαι ἢ χρωμένους [551e] τῷ πλήθει ὡπλισμένῳ δεδιέναι μᾶλλον ἢ τοὺς πολεμίους, ἢ μὴ χρωμένους ὡς ἀληθῶς ὀλιγαρχικοὺς φανῆναι ἐν αὐτῷ τῷ μάχεσθαι, καὶ ἅμα χρήματα μὴ ἐθέλειν εἰσφέρειν, ἅτε φιλοχρημάτους.
Οὐ καλόν.
Τί δέ; ὃ πάλαι ἐλοιδοροῦμεν, τὸ πολυπραγμονεῖν γεωργοῦντας [552a] καὶ χρηματιζομένους καὶ πολεμοῦντας ἅμα τοὺς αὐτοὺς ἐν τῇ τοιαύτῃ πολιτείᾳ, ἦ δοκεῖ ὀρθῶς ἔχειν;
Οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν.
Ὅρα δή, τούτων πάντων τῶν κακῶν εἰ τόδε μέγιστον αὕτη πρώτη παραδέχεται.
Τὸ ποῖον;
Τὸ ἐξεῖναι πάντα τὰ αὑτοῦ ἀποδόσθαι, καὶ ἄλλῳ κτήσασθαι τὰ τούτου, καὶ ἀποδόμενον οἰκεῖν ἐν τῇ πόλει μηδὲν ὄντα τῶν τῆς πόλεως μερῶν, μήτε χρηματιστὴν μήτε δημιουργὸν μήτε ἱππέα μήτε ὁπλίτην, ἀλλὰ πένητα καὶ ἄπορον κεκλημένον.
[552b] Πρώτη, ἔφη.
Οὔκουν διακωλύεταί γε ἐν ταῖς ὀλιγαρχουμέναις τὸ τοιοῦτον· οὐ γὰρ ἂν οἱ μὲν ὑπέρπλουτοι ἦσαν, οἱ δὲ παντάπασι πένητες.
Ὀρθῶς.
Τόδε δὲ ἄθρει· ἆρα ὅτε πλούσιος ὢν ἀνήλισκεν ὁ τοιοῦτος, μᾶλλόν τι τότ᾽ ἦν ὄφελος τῇ πόλει εἰς ἃ νυνδὴ ἐλέγομεν; ἢ ἐδόκει μὲν τῶν ἀρχόντων εἶναι, τῇ δὲ ἀληθείᾳ οὔτε ἄρχων οὔτε ὑπηρέτης ἦν αὐτῆς, ἀλλὰ τῶν ἑτοίμων ἀναλωτής;
[552c] Οὕτως, ἔφη· ἐδόκει, ἦν δὲ οὐδὲν ἄλλο ἢ ἀναλωτής.
Βούλει οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, φῶμεν αὐτόν, ὡς ἐν κηρίῳ κηφὴν ἐγγίγνεται, σμήνους νόσημα, οὕτω καὶ τὸν τοιοῦτον ἐν οἰκίᾳ κηφῆνα ἐγγίγνεσθαι, νόσημα πόλεως;
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη, ὦ Σώκρατες.
Οὐκοῦν, ὦ Ἀδείμαντε, τοὺς μὲν πτηνοὺς κηφῆνας πάντας ἀκέντρους ὁ θεὸς πεποίηκεν, τοὺς δὲ πεζοὺς τούτους ἐνίους μὲν αὐτῶν ἀκέντρους, ἐνίους δὲ δεινὰ κέντρα ἔχοντας; καὶ ἐκ μὲν τῶν ἀκέντρων πτωχοὶ πρὸς τὸ γῆρας τελευτῶσιν, ἐκ δὲ [552d] τῶν κεκεντρωμένων πάντες ὅσοι κέκληνται κακοῦργοι;
Ἀληθέστατα, ἔφη.
Δῆλον ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐν πόλει οὗ ἂν ἴδῃς πτωχούς, ὅτι εἰσί που ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ ἀποκεκρυμμένοι κλέπται τε καὶ βαλλαντιατόμοι καὶ ἱερόσυλοι καὶ πάντων τῶν τοιούτων κακῶν δημιουργοί.
Δῆλον, ἔφη.
Τί οὖν; ἐν ταῖς ὀλιγαρχουμέναις πόλεσι πτωχοὺς οὐχ ὁρᾷς ἐνόντας;
Ὀλίγου γ᾽, ἔφη, πάντας τοὺς ἐκτὸς τῶν ἀρχόντων.

[550c] Έχομε λοιπόν το δεύτερο είδος πολιτεύματος και ανθρώπου.
Το έχομε.
Έπειτ᾽ απ᾽ αυτό, δεν θα πάμε, καθώς λέγει ο Αισχύλος, σ᾽ «άλλον τώρα σ᾽ άλλη κληρωμένο πόλη», ή μάλλον πρώτα σε άλλο πολίτευμα, για ν᾽ ακολουθήσομε την τάξη;
Βεβαιότατα.
Το πολίτευμα που έρχεται, καθώς νομίζω, κατόπιν είναι η ολιγαρχία.

Η μετάβαση από την τιμοκρατία στην ολιγαρχία. Χαρακτηριστικά του ολιγαρχικού καθεστώτος
Και ποιά μορφή του πολιτεύματος ονομάζεις ολιγαρχία;
Εκείνη που στηρίζεται στην περιουσία των πολιτών και όπου [550d] παίρνουν μέρος μόνο οι πλούσιοι, ενώ οι φτωχοί αποκλείονται.
Κατάλαβα.
Λοιπόν δεν πρέπει πρώτα να ειπούμε πώς γίνεται η μετάβαση από την τιμοκρατία στην ολιγαρχία;
Ναι.
Και τυφλός όμως το βλέπει, υποθέτω, πώς γίνεται.
Πώς;
Ο χρυσός που μαζεύεται στα ιδιωτικά ταμεία των πολιτών είναι εκείνος που φέρνει την καταστροφή του πολιτεύματος. Γιατί πρώτα δημιουργούν δαπάνες για τους εαυτούς των και γι᾽ αυτό δίνουν στον νόμο το νόημα που τους συμφέρει, παραβαίνοντάς τον και αυτοί και οι γυναίκες τους.
Φυσικά.
[550e] Έπειτα, νομίζω, το παράδειγμά τους παρασύρει και τους άλλους να τους μιμηθούν και δεν αργούν να γίνουν όλοι ίδιοι.
Βεβαίως.
Έτσι λοιπόν το πάθος του χρηματισμού τούς κυριεύει ολοένα και περισσότερο, και όσο δίνουν μεγαλύτερη εκτίμηση στον πλούτο τόσο ξεπέφτει η αξία της αρετής. Ή αρετή και πλούτος δεν έχουν τέτοια διαφορά μεταξύ τους, ώστε, αν τα βάλομε στις δύο φάλαγγες του ζυγού, όσο ανεβαίνει το ένα τόσο θα κατεβαίνει το άλλο;
Και βέβαια.
[551a] Ώστε όσο τιμώνται στην πόλη τα πλούτη και οι πλούσιοι τόσο θα περιφρονούνται η αρετή και οι χρηστοί άνθρωποι.
Αυτό είναι φανερό.
Επιδιώκεται όμως πάντοτε ένα πράγμα που εκτιμιέται, και αντίθετα παραμελείται εκείνο που περιφρονιέται.
Έτσι είναι.
Ώστε από φιλόδοξοι και φιλότιμοι που ήταν στην τιμοκρατία, καταντούν στο τέλος να γίνουν φιλοχρήματοι και άπληστοι, και τον πλούσιο τον εγκωμιάζουν, τον θαυμάζουν και τον ανυψώνουν στα αξιώματα του κράτους, ενώ τον φτωχό τον περιφρονούν.
Μάλιστα.
Τότε λοιπόν θεσπίζουν με νόμο ως όρο για τη συμμετοχή στην εξουσία [551b] το ποσό της περιουσίας, περισσότερο, όσο πιο ολιγαρχικό είναι το πολίτευμα, και λιγότερο, όσο πάλι είναι τούτο λιγότερο ολιγαρχικό, αποκλείοντας από την εξουσία όλους όσοι δεν έχουν περιουσία ίση με το τίμημα που έχει οριστεί· και όλα αυτά ή τα επιβάλλουν με τη βία και τα όπλα ή με απειλές αναγκάζουν και τους άλλους να τα παραδεχτούν. Ή δεν είναι έτσι;
Έτσι είναι.
Νά λοιπόν —για να τα ειπούμε με συντομία— πώς κατασταίνεται αυτό το πολίτευμα.
Ναι· αλλά ποιά είναι τα ήθη του και [551c] τα ελαττώματα που είπαμε πως έχει;
Πρώτα πρώτα αυτός ο βασικός όρος του πολιτεύματος. Γιατί, πες μου, τί θα γινότανε, αν κάναμε κυβερνήτες των πλοίων τους πλουσιότερους και αποκλείαμε τον φτωχό, μόλο που έχει μεγαλύτερη πείρα στα ναυτικά;
Πάρα πολύ κακά θα πήγαινε τότε η ναυτιλία μας.
Το ίδιο δεν θα γινότανε και στην περίπτωση οποιασδήποτε άλλης αρχής;
Υποθέτω.
Εκτός ίσως από την αρχή της πολιτείας· ή και γι᾽ αυτήν συμβαίνει το ίδιο;
Γι᾽ αυτήν ίσα ίσα περισσότερο από κάθε άλλη, αφού είναι το πιο δύσκολο και το πιο σπουδαίο είδος αρχής.
[551d] Ώστε αυτό το μεγάλο ελάττωμα έχει πρώτα πρώτα η ολιγαρχία.
Φανερό.
Αλλά τί; Αυτό το άλλο σού φαίνεται τάχα μικρότερο;
Το ποιό;
Ότι κατ᾽ ανάγκην η ολιγαρχική πόλη δεν είναι μία αλλά δύο: η μία των φτωχών και η άλλη των πλούσιων, που κατοικούν βέβαια μαζί, αλλά το ένα μέρος θέλει το κακό του άλλου.
Δεν είναι, μά την αλήθεια, μικρότερο.
Αλλ᾽ ακόμη δεν είναι και τούτο καλό, ότι δεν μπορούν ίσως να κάνουν και πόλεμο, γιατί είναι αναγκασμένοι ή να οπλίσουν [551e] το πλήθος, οπότε θα φοβούνται αυτό περισσότερο παρά τους εχθρούς, ή να μη το μεταχειριστούν καθόλου, οπότε θα φανούν αληθινά ολιγαρχικοί ακόμη και σ᾽ αυτή τη μάχη· εξάλλου οι πλούσιοι δεν εννοούν και να συνεισφέρουν χρήματα, αφού είναι φιλάργυροι.
Αλήθεια δεν είναι καλό.
Τί δε; Εκείνο που καταδικάσαμε πρωτύτερα, να καταγίνουνται δηλαδή οι ίδιοι σε πολλά έργα συγχρόνως και να είναι μαζί και γεωργοί [552a] και έμποροι και πολεμιστές, όπως συμβαίνει σ᾽ αυτή την πολιτεία, σου φαίνεται τάχα πως είναι σωστό;
Καθόλου μάλιστα.
Βλέπε τώρα αν απ᾽ όλα αυτά τα κακά το μεγαλύτερο δεν το᾽ χει πρώτη και καλύτερη αυτή εδώ η πολιτεία.
Το ποιό;
Ότι επιτρέπεται στον καθένα να πουλήσει όλα τα υπάρχοντά του και σ᾽ έναν άλλο να τ᾽ αγοράσει απ᾽ αυτόν, και εκείνος που τα πούλησε να παραμένει στην πόλη, χωρίς να είναι πια τίποτα γι᾽ αυτήν, ούτε έμπορος, ούτε τεχνίτης, ούτε ιππέας, ούτε πολίτης, αλλ᾽ απλώς να ονομάζεται φτωχός και άπορος.
[552b] Έχεις δίκιο.
Τούτο πραγματικά δεν εμποδίζεται στις ολιγαρχικές πολιτείες· γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχαν εκεί άλλοι υπέρπλουτοι και άλλοι θεόφτωχοι.
Σωστά.
Πρόσεξε ακόμη και σ᾽ αυτό· όταν ο πολίτης, τον καιρό που ήταν πλούσιος, ξόδευε αλύπητα, είχε απ᾽ αυτό καμιάν ωφέλεια η πολιτεία στα επαγγέλματα που είπαμε; ή πραγματικά δεν ήταν ούτε άρχοντας ούτε υπηρέτης αλλ᾽ απλώς ξοδευτής των έτοιμων;
[552c] Όπως το λες· δεν ήταν τίποτ᾽ άλλο παρά ξοδευτής.
Θέλεις λοιπόν να ειπούμε ότι, όπως όταν παρουσιάζεται μέσα στην κυψέλη ο κηφήνας είναι νόσημα του σμήνους, έτσι όταν κι αυτός παρουσιάζεται μέσα στο σπίτι, γίνεται νόσημα της πολιτείας;
Ακούς εκεί δεν θέλω;
Όμως, ω Αδείμαντε, τους φτερωτούς κηφήνες ο θεός τούς έκαμε δίχως κεντρί, ενώ απ᾽ αυτούς τους δίποδες κηφήνες σε μερικούς δεν έδωσε κεντρί, σε άλλους όμως έδωσε, και μάλιστα πολύ φοβερό. Και όσοι δεν έχουν πεθαίνουν στα γερατειά τους φτωχοί, από [552d] τους άλλους όμως γίνονται όλοι εκείνοι που ονομάζονται κακούργοι· δεν είναι αλήθεια;
Βεβαιότατα.
Είναι λοιπόν φανερό ότι σε μια πόλη όπου θα ιδείς φτωχούς υπάρχουν κρυμμένοι το δίχως άλλο κλέφτες και λωποδύτες και ιερόσυλοι και εργάτες κάθε τέτοιας κακίας.
Φανερό.
Τί λοιπόν; δεν βλέπεις να υπάρχουν φτωχοί στις ολιγαρχούμενες πόλεις;
Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι, εκτός από τους άρχοντες.