Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (194e-196b)


Ἐγὼ δὲ δὴ βούλομαι πρῶτον μὲν εἰπεῖν ὡς χρή με εἰπεῖν, ἔπειτα εἰπεῖν. δοκοῦσι γάρ μοι πάντες οἱ πρόσθεν εἰρηκότες οὐ τὸν θεὸν ἐγκωμιάζειν ἀλλὰ τοὺς ἀνθρώπους εὐδαιμονίζειν τῶν ἀγαθῶν ὧν ὁ θεὸς αὐτοῖς αἴτιος· ὁποῖος δέ τις αὐτὸς ὢν [195a] ταῦτα ἐδωρήσατο, οὐδεὶς εἴρηκεν. εἷς δὲ τρόπος ὀρθὸς παντὸς ἐπαίνου περὶ παντός, λόγῳ διελθεῖν οἷος οἵων αἴτιος ὢν τυγχάνει περὶ οὗ ἂν ὁ λόγος ᾖ. οὕτω δὴ τὸν Ἔρωτα καὶ ἡμᾶς δίκαιον ἐπαινέσαι πρῶτον αὐτὸν οἷός ἐστιν, ἔπειτα τὰς δόσεις. φημὶ οὖν ἐγὼ πάντων θεῶν εὐδαιμόνων ὄντων Ἔρωτα, εἰ θέμις καὶ ἀνεμέσητον εἰπεῖν, εὐδαιμονέστατον εἶναι αὐτῶν, κάλλιστον ὄντα καὶ ἄριστον. ἔστι δὲ κάλλιστος ὢν τοιόσδε. πρῶτον μὲν νεώτατος θεῶν, ὦ Φαῖδρε. μέγα [195b] δὲ τεκμήριον τῷ λόγῳ αὐτὸς παρέχεται, φεύγων φυγῇ τὸ γῆρας, ταχὺ ὂν δῆλον ὅτι· θᾶττον γοῦν τοῦ δέοντος ἡμῖν προσέρχεται. ὃ δὴ πέφυκεν Ἔρως μισεῖν καὶ οὐδ᾽ ἐντὸς πολλοῦ πλησιάζειν. μετὰ δὲ νέων ἀεὶ σύνεστί τε καὶ ἔστιν· ὁ γὰρ παλαιὸς λόγος εὖ ἔχει, ὡς ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει. ἐγὼ δὲ Φαίδρῳ πολλὰ ἄλλα ὁμολογῶν τοῦτο οὐχ ὁμολογῶ, ὡς Ἔρως Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερός ἐστιν, ἀλλά [195c] φημι νεώτατον αὐτὸν εἶναι θεῶν καὶ ἀεὶ νέον, τὰ δὲ παλαιὰ πράγματα περὶ θεούς, ἃ Ἡσίοδος καὶ Παρμενίδης λέγουσιν, Ἀνάγκῃ καὶ οὐκ Ἔρωτι γεγονέναι, εἰ ἐκεῖνοι ἀληθῆ ἔλεγον· οὐ γὰρ ἂν ἐκτομαὶ οὐδὲ δεσμοὶ ἀλλήλων ἐγίγνοντο καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ βίαια, εἰ Ἔρως ἐν αὐτοῖς ἦν, ἀλλὰ φιλία καὶ εἰρήνη, ὥσπερ νῦν, ἐξ οὗ Ἔρως τῶν θεῶν βασιλεύει. νέος μὲν οὖν ἐστι, πρὸς δὲ τῷ νέῳ ἁπαλός· ποιητοῦ δ᾽ ἔστιν [195d] ἐνδεὴς οἷος ἦν Ὅμηρος πρὸς τὸ ἐπιδεῖξαι θεοῦ ἁπαλότητα. Ὅμηρος γὰρ Ἄτην θεόν τέ φησιν εἶναι καὶ ἁπαλήν —τοὺς γοῦν πόδας αὐτῆς ἁπαλοὺς εἶναι— λέγων
τῆς μένθ᾽ ἁπαλοὶ πόδες· οὐ γὰρ ἐπ᾽ οὔδεος
πίλναται, ἀλλ᾽ ἄρα ἥ γε κατ᾽ ἀνδρῶν κράατα βαίνει.
καλῷ οὖν δοκεῖ μοι τεκμηρίῳ τὴν ἁπαλότητα ἀποφαίνειν, ὅτι οὐκ ἐπὶ σκληροῦ βαίνει, ἀλλ᾽ ἐπὶ μαλθακοῦ. τῷ αὐτῷ [195e] δὴ καὶ ἡμεῖς χρησόμεθα τεκμηρίῳ περὶ Ἔρωτα ὅτι ἁπαλός. οὐ γὰρ ἐπὶ γῆς βαίνει οὐδ᾽ ἐπὶ κρανίων, ἅ ἐστιν οὐ πάνυ μαλακά, ἀλλ᾽ ἐν τοῖς μαλακωτάτοις τῶν ὄντων καὶ βαίνει καὶ οἰκεῖ. ἐν γὰρ ἤθεσι καὶ ψυχαῖς θεῶν καὶ ἀνθρώπων τὴν οἴκησιν ἵδρυται, καὶ οὐκ αὖ ἑξῆς ἐν πάσαις ταῖς ψυχαῖς, ἀλλ᾽ ᾗτινι ἂν σκληρὸν ἦθος ἐχούσῃ ἐντύχῃ, ἀπέρχεται, ᾗ δ᾽ ἂν μαλακόν, οἰκίζεται. ἁπτόμενον οὖν ἀεὶ καὶ ποσὶν καὶ πάντῃ ἐν μαλακωτάτοις τῶν μαλακωτάτων, ἁπαλώτατον ἀνάγκη [196a] εἶναι. νεώτατος μὲν δή ἐστι καὶ ἁπαλώτατος, πρὸς δὲ τούτοις ὑγρὸς τὸ εἶδος. οὐ γὰρ ἂν οἷός τ᾽ ἦν πάντῃ περιπτύσσεσθαι οὐδὲ διὰ πάσης ψυχῆς καὶ εἰσιὼν τὸ πρῶτον λανθάνειν καὶ ἐξιών, εἰ σκληρὸς ἦν. συμμέτρου δὲ καὶ ὑγρᾶς ἰδέας μέγα τεκμήριον ἡ εὐσχημοσύνη, ὃ δὴ διαφερόντως ἐκ πάντων ὁμολογουμένως Ἔρως ἔχει· ἀσχημοσύνῃ γὰρ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ πόλεμος. χρόας δὲ κάλλος ἡ κατ᾽ ἄνθη δίαιτα τοῦ θεοῦ σημαίνει· ἀνανθεῖ γὰρ [196b] καὶ ἀπηνθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ καὶ ἄλλῳ ὁτῳοῦν οὐκ ἐνίζει Ἔρως, οὗ δ᾽ ἂν εὐανθής τε καὶ εὐώδης τόπος ᾖ, ἐνταῦθα δὲ καὶ ἵζει καὶ μένει.


Εγώ λοιπόν θέλω πρώτα να σας πω πώς πρέπει να διαμορφώσω την ομιλία μου, κατόπι να μιλήσω. Γιατί μένω με την εντύπωση ότι όλοι οι προηγούμενοι ομιλητές δεν εγκωμιάζουν το θεό, αλλά μακαρίζουν τους ανθρώπους για τα αγαθά που τους χαρίζει ο θεός· όμως κανένας δε μίλησε για τη φύση του ίδιου του θεού, [195a] που του δίνει τη δυνατότητα να τους χαρίζει αυτά τα δώρα. Και η πιο σωστή μέθοδος κάθε εγκωμίου για το πρόσωπο, για το οποίο γίνεται λόγος, είναι ν᾽ αναπτύξουμε με την ομιλία τη φύση του εγκωμιαζομένου και τί λογής είναι αυτά που τυχαίνει να χαρίζει. Με αυτές τις προδιαγραφές λοιπόν έχουμε κι εμείς υποχρέωση να εγκωμιάσουμε τον Έρωτα, πρώτα ποιά είναι η φύση του, έπειτα τις δωρεές του. Λοιπόν εγώ διακηρύσσω ότι ανάμεσα στους θεούς, που όλοι τους είναι ευτυχισμένοι, ο Έρωτας είναι —αν είναι θεμιτό και δεν προκαλεί τη θεία νέμεση— ο πιο ευτυχισμένος, καθώς είναι ο ωραιότερος και ο καλύτερος. Κι είναι ο ωραιότατος έχοντας τα εξής χαρακτηριστικά. Πρώτα πρώτα, Φαίδρε, είναι ο πιο νέος ανάμεσα στους θεούς. Γι᾽ αυτό μου τον ισχυρισμό [195b] προσκομίζει ο ίδιος τρανή απόδειξη: φεύγει φευγάτος μακριά από τα γηρατειά, που ολοφάνερα είναι γοργοπόδαρα· μας καταφτάνουν, βλέπεις, πιο γρήγορα απ᾽ ό,τι θα έπρεπε. Κι ακριβώς από τη φύση του ο Έρωτας μισεί τα γεράματα κι ούτε από μακριά δεν τα ζυγώνει. Και πάντοτε, νέος κι ο ίδιος, κάνε παρέα με νέους· γιατί σωστά τα λέει το παλιό γνωμικό, «το όμοιο πάντοτε το όμοιό του ζυγώνει». Κι όσο κι αν συμφωνώ σε πολλά με τον Φαίδρο, σε τούτο δε συμφωνώ, ότι ο Έρως είναι αρχαιότερος από τον Κρόνο και τον Ιαπετό, αλλά [195c] επιμένω ότι είναι ο πιο νέος ανάμεσα στους θεούς και μένει πάντοτε νέος· κι όσο για τις παλιές ιστορίες για τον κόσμο των θεών, αυτές που αναφέρουν ο Ησίοδος και ο Παρμενίδης, είναι έργα της Ανάγκης, και όχι του Έρωτα —αν οι αναφορές τους ανταποκρίνονται στα πράγματα· γιατί, αν ο Έρως βρισκόταν ανάμεσά τους, δε θα είχαμε ευνουχισμούς και θεούς— δεσμώτες και άλλες πολλές βιαιοπραγίες ανάμεσα σε θεούς, αλλά φιλία και ειρήνη, όπως τώρα, από τον καιρό που ο Έρως βασιλεύει στους θεούς. Λοιπόν, πρώτο, είναι νέος· κι όχι μόνο νέος, αλλά και ανάλαφρος· αν κάτι λείπει, [195d] για να δείξει πόσο ανάλαφρος είναι ο θεός αυτός, είναι ένας ποιητής με την αξιοσύνη του Ομήρου. Νά, ο Όμηρος λέει ότι η Άτη είναι θεά και ανάλαφρη —τα πόδια της τουλάχιστον είναι ανάλαφρα— με τους στίχους:
κι έχει ανάλαφρα ποδάρια·
τι στο χώμα δεν πατάει,
μόν᾽ στα κεφάλια μας απάνω οδεύει πάντα.
Λοιπόν, μου φαίνεται ότι με πειστικό αποδεικτικό στοιχείο δηλώνει πόσο ανάλαφρη είναι: δεν πατά, βλέπεις, πάνω σε σκληρά, αλλά σε τρυφερά. Κι εμείς λοιπόν [195e] θα προσκομίσουμε το ίδιο αποδεικτικό στοιχείο για τον Έρωτα, για το ότι είναι ανάλαφρος· γιατί δεν πατά πάνω στο χώμα ούτε πάνω σε κρανία, που δεν είναι δα και τόσο μαλακά, αλλά βαδίζει πατώντας πάνω σ᾽ ό,τι πιο τρυφερό, όπου και κατοικεί. Γιατί έστησε το κατάλυμά του σ᾽ ό,τι πιο τρυφερό, στον συναισθηματικό και ψυχικό κόσμο των θεών και των ανθρώπων, και μάλιστα όχι στην κάθε ψυχή που θα βρεθεί στο δρόμο του, αλλά, αν συναπαντηθεί με ψυχή συναισθηματικά σκληρή, σηκώνεται και φεύγει, αν όμως με τρυφερή, την κάνει κατάλυμά του. Λοιπόν, καθώς αδιάκοπα αγγίζει και με τα πόδια και μ᾽ όλο του το σώμα τα τρυφερότερα των τρυφερότερων, [196a] είναι ο αναλαφρότατος του κόσμου. Είπαμε, νεότατος κι αναλαφρότατος· ας προσθέσουμε σ᾽ αυτά και τη φυσική ομοιότητά του με το υγρό στοιχείο· γιατί αλλιώς πώς θα μπορούσε να εισδύει αβίαστα μέσα στο καθετί, και, αρχικά, να μπαίνει σε κάθε ψυχή κι ανεπαίσθητα να βγαίνει απ᾽ αυτήν, αν ήταν δύσκαμπτος; Και πειστικό αποδεικτικό στοιχείο ότι η μορφή του είναι αρμονική και βεργολυγερή είναι η σεμνή κομψότητά του, χάρισμα που, κατά κοινή ομολογία, το έχει σε ανώτατο βαθμό ο Έρως· γιατί αδυσώπητος πόλεμος μαίνεται ανάμεσα στην χοντροκοπιά και τον Έρωτα· και η ομορφιά του χρώματος της επιδερμίδας του έχει την εξήγησή της στο ότι ο θεός, πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, ζει μες σε λουλουδότοπους · γιατί ο Έρως [196b] δεν πάει να καθίσει πάνω σε σώμα ή σε ψυχή ή σ᾽ ό,τι άλλο που δε βγάζει λουλούδια ή που τα λουλούδια του μαράθηκαν· μόνο όπου βρει τόπο πνιγμένο στα λουλούδια κι ευωδιασμένο, εκεί θρονιάζει και λημεριάζει.