Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Τρῳάδες (1294-1332)

ΕΚ. ὀττοτοτοτοτοῖ. [αντ. α]
1295 λέλαμπεν Ἴλιος Περ-
γάμων τε πυρὶ καταίθεται τέραμνα
καὶ πόλις ἄκρα τε τειχέων.
ΧΟ. πτέρυγι δὲ καπνὸς ὥς τις οὐ-
ρίᾳ πεσοῦσα δορὶ καταφθίνει γᾶ.
1300 μαλερὰ μέλαθρα πυρὶ κατάδρομα
δαΐῳ τε λόγχᾳ.

ΕΚ. ἰὼ γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων. [στρ. β]
ΧΟ. ἒ ἔ.
ΕΚ. ὦ τέκνα, κλύετε, μάθετε ματρὸς αὐδάν.
ΧΟ. ἰαλέμῳ τοὺς θανόντας ἀπύεις.
1305 ΕΚ. γεραιά τ᾽ ἐς πέδον τιθεῖσα μέλε᾽ ‹ἐμ›ὰ
καὶ χερσὶ γαῖαν κτυποῦσα δισσαῖς.
ΧΟ. διάδοχά σοι γόνυ τίθημι γαίᾳ
τοὺς ἐμοὺς καλοῦσα νέρθεν
ἀθλίους ἀκοίτας.
1310 ΕΚ. ἀγόμεθα, φερόμεθ᾽… ΧΟ. ἄλγος ἄλγος βοᾷς.
ΕΚ. δούλειον ὑπὸ μέλαθρον… ΧΟ. ἐκ πάτρας γ᾽ ἐμᾶς.
ΕΚ. ἰώ.
Πρίαμε Πρίαμε, σὺ μὲν ὀλόμενος
ἄταφος ἄφιλος
ἄτας ἐμᾶς ἄιστος εἶ.
1315ΧΟ. μέλας γὰρ ὄσσε κατεκάλυψε
θάνατος ὅσιος ἀνοσίαις σφαγαῖσιν.

ΕΚ. ἰὼ θεῶν μέλαθρα καὶ πόλις φίλα, [αντ. β]
ΧΟ. ἒ ἔ.
ΕΚ. τὰν φόνιον ἔχετε φλόγα δορός τε λόγχαν.
ΧΟ. τάχ᾽ ἐς φίλαν γᾶν πεσεῖσθ᾽ ἀνώνυμοι.
1320 ΕΚ. κόνις δ᾽ ἴσα καπνῷ πτέρυγι πρὸς αἰθέρα
ἄιστον οἴκων ἐμῶν με θήσει.
ΧΟ. ὄνομα δὲ γᾶς ἀφανὲς εἶσιν· ἄλλᾳ δ᾽
ἄλλο φροῦδον, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔστιν
ἁ τάλαινα Τροία.
1325 ΕΚ. ἐμάθετ᾽, ἐκλύετε; ΧΟ. περγάμων ‹γε› κτύπον.
ΕΚ. ἔνοσις ἅπασαν ἔνοσις… ΧΟ. ἐπικλύσει πόλιν.
ΕΚ. ἰώ.
τρομερὰ τρομερὰ μέλεα, φέρετ᾽ ἐ-
μὸν ἴχνος· ἴτ᾽ ἐπὶ [τάλαιναν]
1330 δούλειον ἁμέραν βίου.
ΧΟ. ἰὼ τάλαινα πόλις· ὅμως δὲ
πρόφερε πόδα σὸν ἐπὶ πλάτας Ἀχαιῶν.

ΕΚΑ. Οχ οϊμένα, οϊμένα, οϊμέ!
Φλόγες, φλόγες το Ίλιο τρώνε,
τριγυρνούν παντού οι φωτιές,
στα στεφάνια ορμούν του κάστρου,
ζώνουν των σπιτιών σκεπές,
μας ρημάζουν τα παλάτια
—συφορά!—
με τις λόγχες συντροφιά
των οχτρώνε.
ΧΟΡ. Κονταροπαρμένη
πάει η χώρα, πάει·
σαν καπνός
1300που άνεμος τον παίρνει και σκορπάει.

Η Εκάβη πέφτει κατάχαμα και χτυπά τη γη.
ΕΚΑ. Γη, των παιδιών μου τροφέ!
ΧΟΡ. Συφορά!
ΕΚΑ. Νιώστε, παιδιά μου, της μάνας σας είναι η φωνή.
ΧΟΡ. Με μοιρολόι τους νεκρούς απ᾽ τον Άδη, απ᾽ τον Άδη καλείς.
ΕΚΑ. Ναι, και τα γέρικα μέλη στο χώμ᾽ ακουμπώ·
ναι, και τη γη με τα δυο μου τα χέρια χτυπώ.
Οι γυναίκες πέφτουν χάμω κι αυτές και χτυπούν τη γη.
ΧΟΡ. Νά, γονατίζω κι εγώ και τον άντρα μου
κράζω, καλώ
μέσ᾽ απ᾽ τον κόρφο της γης.
ΕΚΑ. Μας ξεσηκώνουν, μας παίρνουνε…
1310ΧΟΡ. Ω, πόνο η φωνή σου γεμάτη.
ΕΚΑ. προς της σκλαβιάς μας τη στέγη…
ΧΟΡ. στα ξένα, μακριά απ᾽ την πατρίδα.
ΕΚΑ. Ω!
Πρίαμε, χάθηκες άταφος, πλάι σου δεν είναι οι δικοί σου
κι ούτε που ξέρεις εγώ τί τραβώ.
ΧΟΡ. Θάνατος όσιος τον έχει αναπάψει,
όσο κι αν ήταν ανόσια η σφαγή.

Όλες σηκώνονται και κοιτάζουν κατά την πόλη.
ΕΚΑ. Χώρ᾽ ακριβή κι ω ναοί,
ΧΟΡ. Συφορά!
ΕΚΑ. φλόγα σάς τρώει φονική και κοντάρι του οχτρού.
ΧΟΡ. Θα σωριαστείτε στη γη μας κι ούτ᾽ όνομα θα ᾽χετε πια.
1320ΕΚΑ. Όπως σκεπάζει τα ουράνια καπνός φτερωτός,
όμοια και η σκόνη θα κρύψει το σπίτι μου, νά.
ΧΟΡ. Και θα χαθεί και της χώρας μας τ᾽ όνομα,
όλα χαμός,
Τροία δεν έχουμε πια.
Το κάστρο σωριάζεται.
ΕΚΑ. Νιώσατε, ακούσατε τίποτα;
ΧΟΡ. Ο κρότος του κάστρου που πέφτει.
ΕΚΑ. Ένας σεισμός πέρα ώς πέρα…
ΧΟΡ. θα κρύψει σαν κύμα την πόλη.
Ακούγονται σάλπιγγες· οι στρατιώτες πλησιάζουν τις γυναίκες.
ΕΚΑ. Ω!
Δόλιο κορμί μου που τρέμεις, οδήγα το βήμα μου, οδήγα·
1330πάμε ν᾽ αρχίσω ζωή της σκλαβιάς.
ΧΟΡ. Άμοιρη Τροία μας, γλυκιά μου πατρίδα.
Στων Αχαιών τα καράβια τραβώ.