Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Ἵππίας μείζων (301d-302e)


ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἀλλὰ μὴν ἥδιόν γε. ἡμεῖς γάρ, ὦ βέλτιστε, οὕτως ἀβέλτεροι ἦμεν, πρίν σε ταῦτ᾽ εἰπεῖν, ὥστε δόξαν εἴχομεν περὶ ἐμοῦ τε καὶ σοῦ ὡς ἑκάτερος ἡμῶν εἷς ἐστι, τοῦτο δὲ ὃ ἑκάτερος ἡμῶν εἴη οὐκ ἄρα εἶμεν ἀμφότεροι —οὐ γὰρ εἷς ἐσμεν, ἀλλὰ δύο— οὕτως εὐηθικῶς εἴχομεν· νῦν δὲ παρὰ [301e] σοῦ ἤδη ἀνεδιδάχθημεν ὅτι εἰ μὲν δύο ἀμφότεροί ἐσμεν, δύο καὶ ἑκάτερον ἡμῶν ἀνάγκη εἶναι, εἰ δὲ εἷς ἑκάτερος, ἕνα καὶ ἀμφοτέρους ἀνάγκη· οὐ γὰρ οἷόν τε διανεκεῖ λόγῳ τῆς οὐσίας κατὰ Ἱππίαν ἄλλως ἔχειν, ἀλλ᾽ ὃ ἂν ἀμφότερα ᾖ, τοῦτο καὶ ἑκάτερον, καὶ ὃ ἑκάτερον, ἀμφότερα εἶναι. πεπεισμένος δὴ νῦν ἐγὼ ὑπὸ σοῦ ἐνθάδε κάθημαι. πρότερον μέντοι, ὦ Ἱππία, ὑπόμνησόν με· πότερον εἷς ἐσμεν ἐγώ τε καὶ σύ, ἢ σύ τε δύο εἶ κἀγὼ δύο;
ΙΠΠΙΑΣ. Τί λέγεις, ὦ Σώκρατες;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ταῦτα ἅπερ λέγω· φοβοῦμαι γάρ σε σαφῶς λέγειν, [302a] ὅτι μοι χαλεπαίνεις, ἐπειδὰν τὶ δόξῃς σαυτῷ λέγειν. ὅμως δ᾽ ἔτι μοι εἰπέ· οὐχ εἷς ἡμῶν ἑκάτερός ἐστι καὶ πέπονθε τοῦτο, εἷς εἶναι;
ΙΠΠΙΑΣ. Πάνυ γε.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐκοῦν εἴπερ εἷς, καὶ περιττὸς ἂν εἴη ἑκάτερος ἡμῶν· ἢ οὐ τὸ ἓν περιττὸν ἡγῇ;
ΙΠΠΙΑΣ. Ἔγωγε.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἦ καὶ ἀμφότεροι οὖν περιττοί ἐσμεν δύο ὄντες;
ΙΠΠΙΑΣ. Οὐκ ἂν εἴη, ὦ Σώκρατες.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἀλλ᾽ ἄρτιοί γε ἀμφότεροι· ἦ γάρ;
ΙΠΠΙΑΣ. Πάνυ γε.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Μῶν οὖν, ὅτι ἀμφότεροι ἄρτιοι, τούτου ἕνεκα καὶ ἑκάτερος [302b] ἄρτιος ἡμῶν ἐστιν;
ΙΠΠΙΑΣ. Οὐ δῆτα.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐκ ἄρα πᾶσα ἀνάγκη, ὡς νυνδὴ ἔλεγες, ἃ ἂν ἀμφότεροι καὶ ἑκάτερον, καὶ ἃ ἂν ἑκάτερος καὶ ἀμφοτέρους εἶναι.
ΙΠΠΙΑΣ. Οὐ τά γε τοιαῦτα, ἀλλ᾽ οἷα ἐγὼ πρότερον ἔλεγον.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἐξαρκεῖ, ὦ Ἱππία· ἀγαπητὰ γὰρ καὶ ταῦτα, ἐπειδὴ τὰ μὲν οὕτω φαίνεται, τὰ δ᾽ οὐχ οὕτως ἔχοντα. καὶ γὰρ ἐγὼ ἔλεγον, εἰ μέμνησαι ὅθεν οὗτος ὁ λόγος ἐλέχθη, ὅτι ἡ διὰ τῆς ὄψεως καὶ ἀκοῆς ἡδονὴ οὐ τούτῳ εἶεν καλαί, [302c] ὅτι τυγχάνοιεν ἑκατέρα μὲν αὐτῶν εἶναι πεπονθυῖα, ἀμφότεραι δὲ μή, ἢ ἀμφότεραι μέν, ἑκατέρα δὲ μή, ἀλλ᾽ ἐκείνῳ ᾧ ἀμφότεραί τε καὶ ἑκατέρα, διότι συνεχώρεις ἀμφοτέρας τε αὐτὰς εἶναι καλὰς καὶ ἑκατέραν. τούτου δὴ ἕνεκα τῇ οὐσίᾳ τῇ ἐπ᾽ ἀμφότερα ἑπομένῃ ᾤμην, εἴπερ ἀμφότερά ἐστι καλά, ταύτῃ δεῖν αὐτὰ καλὰ εἶναι, τῇ δὲ κατὰ τὰ ἕτερα ἀπολειπομένῃ μή· καὶ ἔτι νῦν οἴομαι. ἀλλά μοι λέγε, ὥσπερ ἐξ ἀρχῆς· ἡ δι᾽ ὄψεως ἡδονὴ καὶ ἡ δι᾽ ἀκοῆς, εἴπερ [302d] ἀμφότεραί τ᾽ εἰσὶ καλαὶ καὶ ἑκατέρα, ἆρα καὶ ὃ ποιεῖ αὐτὰς καλὰς οὐχὶ καὶ ἀμφοτέραις γε αὐταῖς ἕπεται καὶ ἑκατέρᾳ;
ΙΠΠΙΑΣ. Πάνυ γε.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἆρ᾽ οὖν ὅτι ἡδονὴ ἑκατέρα τ᾽ ἐστὶ καὶ ἀμφότεραι, διὰ τοῦτο ἂν εἶεν καλαί; ἢ διὰ τοῦτο μὲν καὶ αἱ ἄλλαι πᾶσαι ἂν οὐδὲν τούτων ἧττον εἶεν καλαί; οὐδὲν γὰρ ἧττον ἡδοναὶ ἐφάνησαν οὖσαι, εἰ μέμνησαι.
ΙΠΠΙΑΣ. Μέμνημαι.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἀλλ᾽ ὅτι γε δι᾽ ὄψεως καὶ ἀκοῆς αὗταί [302e] εἰσι, διὰ τοῦτο ἐλέγετο καλὰς αὐτὰς εἶναι.
ΙΠΠΙΑΣ. Καὶ ἐρρήθη οὕτως.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Σκόπει δὲ εἰ ἀληθῆ λέγω. ἐλέγετο γάρ, ὡς ἐγὼ μνήμης ἔχω, τοῦτ᾽ εἶναι καλὸν τὸ ἡδύ, οὐ πᾶν, ἀλλ᾽ ὃ ἂν δι᾽ ὄψεως καὶ ἀκοῆς ᾖ.
ΙΠΠΙΑΣ. Ἀληθῆ.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐκοῦν τοῦτό γε τὸ πάθος ἀμφοτέραις μὲν ἕπεται, ἑκατέρᾳ δ᾽ οὔ; οὐ γάρ που ἑκάτερόν γε αὐτῶν, ὅπερ ἐν τοῖς πρόσθεν ἐλέγετο, δι᾽ ἀμφοτέρων ἐστίν, ἀλλ᾽ ἀμφότερα μὲν δι᾽ ἀμφοῖν, ἑκάτερον δ᾽ οὔ· ἔστι ταῦτα;
ΙΠΠΙΑΣ. Ἔστιν.


ΣΩ. Και βέβαια το προτιμώ! Γιατί εμείς, ακριβέ μου φίλε, προτού μας τα πεις αυτά, ήμασταν τόσο αστόχαστοι, ώστε είχαμε τη γνώμη για μένα και για σένα ότι ο καθένας από μας είναι ένας, και πως αυτό που είναι ο καθένας από μας δεν είμαστε και οι δύο μαζί· γιατί δεν είμαστε ένας παρά δύο. Τόση αφέλεια είχαμε! Τώρα όμως, ύστερα από το μάθημά σου, [301e] έχουμε αλλάξει γνώμη και ξέρουμε πως αν οι δύο μαζί είμαστε δύο, αναγκαστικά και ο καθένας μας θα είναι δύο· και αν ο καθένας μας είναι ένας, αναγκαστικά και οι δύο μαζί θα είμαστε ένας· γιατί σύμφωνα με τη γνώμη του Ιππία δεν μπορεί εξαιτίας του αδιάσπαστου λόγου της ουσίας να γίνει αλλιώς, παρά ό,τι είναι και τα δύο μαζί, αυτό πρέπει να είναι και το καθένα, και ό,τι το καθένα, να είναι και τα δύο. Εμένα που με βλέπεις εδώ να κάθομαι με έχεις πείσει. Πιο πριν όμως, Ιππία, θύμισέ το μου πάλι: Εγώ κι εσύ είμαστε ένας, και συ είσαι δύο, και εγώ δύο;
ΙΠ. Τί είναι αυτά που λες, Σωκράτη!
ΣΩ. Αυτό που λέω! Φοβούμαι πως συ με τα λόγια σου δείχνεις καθαρά [302a] πως μου θυμώνεις, όταν πιστεύεις πως λες κάτι σωστό. Ωστόσο πες μου ακόμα: Καθένας από μας δεν είναι ένας και δεν έχει πάθει τούτο, να είναι ένας;
ΙΠ. Και βέβαια!
ΣΩ. Αν ένας, θα ήταν τότε και μονός ο καθένας από μας· ή μήπως δεν θεωρείς το ένα μονό;
ΙΠ. Το δίχως άλλο!
ΣΩ. Τάχα τότε και οι δύο μαζί είμαστε μονοί, την ώρα που είμαστε δύο;
ΙΠ. Αυτό δεν γίνεται, Σωκράτη!
ΣΩ. Μαζί και οι δύο είμαστε ζυγοί. Έτσι δεν είναι;
ΙΠ. Και βέβαια!
ΣΩ. Μήπως τότε, μια και οι δύο είμαστε ζυγοί, για το λόγο αυτόν και καθένας [302b] από μας χωριστά είναι ζυγός;
ΙΠ. Όχι βέβαια!
ΣΩ. Δεν είναι λοιπόν απόλυτη ανάγκη, όπως τώρα δα έλεγες, ό,τι είμαστε και οι δύο να είναι και ο καθένας μας χωριστά, και ό,τι ο καθένας μας χωριστά να είμαστε και οι δύο.
ΙΠ. Στα πράγματα αυτά δεν είναι, σε κείνα όμως που έλεγα πιο πριν είναι!
ΣΩ. Μου φτάνουν αυτά, Ιππία! Γιατί και με αυτά μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι, τη στιγμή που φανερώθηκε πως άλλα είναι έτσι και άλλα δεν είναι έτσι. Γιατί και εγώ έλεγα, αν θυμάσαι πούθε ξεκίνησε ο λόγος αυτός, ότι η ευχαρίστηση που γίνεται με την όραση και η ευχαρίστηση που γίνεται με την ακοή δεν είναι όμορφες [302c] από αυτό που λαχαίνει η καθεμία τους να το έχει πάθει, όχι όμως και οι δύο μαζί, ούτε να το έχουν πάθει και οι δύο μαζί, όχι όμως και η καθεμία χωριστά, παρά από εκείνο που παθαίνουν και οι δύο μαζί και η καθεμία χωριστά· γιατί είχες συμφωνήσει πως και οι δύο μαζί είναι όμορφες και η καθεμία χωριστά. Γι᾽ αυτό θαρρούσα ότι με την ουσία που παρακολουθεί και τα δύο, αν βέβαια και τα δύο είναι όμορφα, με τούτη πρέπει αυτά να είναι όμορφα, όχι όμως με εκείνη που λείπει στο ένα από τα δύο. Και τώρα ακόμα το ίδιο πιστεύω. Πες μου όμως, σαν να ξεκινούμε από την αρχή πάλι: Η ευχαρίστηση που γίνεται με την όραση και η ευχαρίστηση που γίνεται με την ακοή, αν [302d] είναι και οι δύο μαζί και η καθεμιά χωριστά όμορφες, τάχα εκείνο που τις κάνει όμορφες δεν παρακολουθεί και τις δύο αυτές μαζί και την καθεμία χωριστά;
ΙΠ. Και βέβαια.
ΣΩ. Τάχα, επειδή και η καθεμία χωριστά είναι ευχαρίστηση και οι δύο μαζί, για τούτο είναι και όμορφες; Για τον ίδιον όμως λόγο και οι άλλες όλες δεν θα ήταν λιγότερο από αυτές όμορφες. Ή όχι; Γιατί και αυτές φανερώθηκαν πως δεν είναι καθόλου λιγότερο ευχαριστήσεις από τούτες, αν το θυμάσαι.
ΙΠ. Το θυμάμαι.
ΣΩ. Γιατί αυτές όμως γίνονται με την όραση και με την ακοή, [302e] για τούτο είπαμε πως είναι όμορφες.
ΙΠ. Ναι, έτσι είπαμε.
ΣΩ. Κοίταξε λοιπόν αν μιλώ σωστά: Όσο εγώ θυμάμαι, λέγαμε πως όμορφο είναι τούτο, το ευχάριστο — όχι κάθε ευχάριστο, μόνο αυτό που γίνεται με την όραση και με την ακοή.
ΙΠ. Σωστά.
ΣΩ. Λοιπόν αυτό το πάθημα ακολουθεί και τις δύο μαζί, όχι όμως και την καθεμία χωριστά. Έτσι δεν είναι; Γιατί, αυτό που λέγαμε πιο πριν, το καθένα χωριστά από αυτά δεν γίνεται από τα δύο μαζί, μόνο τα δύο μαζί γίνονται από τα δύο μαζί, όχι όμως το καθένα χωριστά. Έτσι δεν είναι;
ΙΠ. Έτσι.