Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Ἀπολογία Σωκράτους (26a-28a)


Ἀλλὰ γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοῦτο μὲν ἤδη δῆλον [26b] οὑγὼ ἔλεγον, ὅτι Μελήτῳ τούτων οὔτε μέγα οὔτε μικρὸν πώποτε ἐμέλησεν. ὅμως δὲ δὴ λέγε ἡμῖν, πῶς με φῂς διαφθείρειν, ὦ Μέλητε, τοὺς νεωτέρους; ἢ δῆλον δὴ ὅτι κατὰ τὴν γραφὴν ἣν ἐγράψω θεοὺς διδάσκοντα μὴ νομίζειν οὓς ἡ πόλις νομίζει, ἕτερα δὲ δαιμόνια καινά; οὐ ταῦτα λέγεις ὅτι διδάσκων διαφθείρω;
Πάνυ μὲν οὖν σφόδρα ταῦτα λέγω.
Πρὸς αὐτῶν τοίνυν, ὦ Μέλητε, τούτων τῶν θεῶν ὧν νῦν ὁ λόγος ἐστίν, εἰπὲ ἔτι σαφέστερον καὶ ἐμοὶ καὶ τοῖς [26c] ἀνδράσιν τουτοισί. ἐγὼ γὰρ οὐ δύναμαι μαθεῖν πότερον λέγεις διδάσκειν με νομίζειν εἶναί τινας θεούς —καὶ αὐτὸς ἄρα νομίζω εἶναι θεοὺς καὶ οὐκ εἰμὶ τὸ παράπαν ἄθεος οὐδὲ ταύτῃ ἀδικῶ— οὐ μέντοι οὕσπερ γε ἡ πόλις ἀλλὰ ἑτέρους, καὶ τοῦτ᾽ ἔστιν ὅ μοι ἐγκαλεῖς, ὅτι ἑτέρους, ἢ παντάπασί με φῂς οὔτε αὐτὸν νομίζειν θεοὺς τούς τε ἄλλους ταῦτα διδάσκειν.
Ταῦτα λέγω, ὡς τὸ παράπαν οὐ νομίζεις θεούς.
[26d] Ὦ θαυμάσιε Μέλητε, ἵνα τί ταῦτα λέγεις; οὐδὲ ἥλιον οὐδὲ σελήνην ἄρα νομίζω θεοὺς εἶναι, ὥσπερ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι;
Μὰ Δί᾽, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἐπεὶ τὸν μὲν ἥλιον λίθον φησὶν εἶναι, τὴν δὲ σελήνην γῆν.
Ἀναξαγόρου οἴει κατηγορεῖν, ὦ φίλε Μέλητε; καὶ οὕτω καταφρονεῖς τῶνδε καὶ οἴει αὐτοὺς ἀπείρους γραμμάτων εἶναι ὥστε οὐκ εἰδέναι ὅτι τὰ Ἀναξαγόρου βιβλία τοῦ Κλαζομενίου γέμει τούτων τῶν λόγων; καὶ δὴ καὶ οἱ νέοι ταῦτα παρ᾽ ἐμοῦ μανθάνουσιν, ἃ ἔξεστιν ἐνίοτε εἰ πάνυ πολλοῦ δραχμῆς [26e] ἐκ τῆς ὀρχήστρας πριαμένοις Σωκράτους καταγελᾶν, ἐὰν προσποιῆται ἑαυτοῦ εἶναι, ἄλλως τε καὶ οὕτως ἄτοπα ὄντα; ἀλλ᾽, ὦ πρὸς Διός, οὑτωσί σοι δοκῶ; οὐδένα νομίζω θεὸν εἶναι;
Οὐ μέντοι μὰ Δία οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν.
Ἄπιστός γ᾽ εἶ, ὦ Μέλητε, καὶ ταῦτα μέντοι, ὡς ἐμοὶ δοκεῖς, σαυτῷ. ἐμοὶ γὰρ δοκεῖ οὑτοσί, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πάνυ εἶναι ὑβριστὴς καὶ ἀκόλαστος, καὶ ἀτεχνῶς τὴν γραφὴν ταύτην ὕβρει τινὶ καὶ ἀκολασίᾳ καὶ νεότητι γράψασθαι. [27a] ἔοικεν γὰρ ὥσπερ αἴνιγμα συντιθέντι διαπειρωμένῳ «Ἆρα γνώσεται Σωκράτης ὁ σοφὸς δὴ ἐμοῦ χαριεντιζομένου καὶ ἐναντί᾽ ἐμαυτῷ λέγοντος, ἢ ἐξαπατήσω αὐτὸν καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς ἀκούοντας;» οὗτος γὰρ ἐμοὶ φαίνεται τὰ ἐναντία λέγειν αὐτὸς ἑαυτῷ ἐν τῇ γραφῇ ὥσπερ ἂν εἰ εἴποι· «Ἀδικεῖ Σωκράτης θεοὺς οὐ νομίζων, ἀλλὰ θεοὺς νομίζων.» καίτοι τοῦτό ἐστι παίζοντος.
Συνεπισκέψασθε δή, ὦ ἄνδρες, ᾗ μοι φαίνεται ταῦτα λέγειν· σὺ δὲ ἡμῖν ἀπόκριναι, ὦ Μέλητε. ὑμεῖς δέ, ὅπερ [27b] κατ᾽ ἀρχὰς ὑμᾶς παρῃτησάμην, μέμνησθέ μοι μὴ θορυβεῖν ἐὰν ἐν τῷ εἰωθότι τρόπῳ τοὺς λόγους ποιῶμαι.
Ἔστιν ὅστις ἀνθρώπων, ὦ Μέλητε, ἀνθρώπεια μὲν νομίζει πράγματ᾽ εἶναι, ἀνθρώπους δὲ οὐ νομίζει; ἀποκρινέσθω, ὦ ἄνδρες, καὶ μὴ ἄλλα καὶ ἄλλα θορυβείτω· ἔσθ᾽ ὅστις ἵππους μὲν οὐ νομίζει, ἱππικὰ δὲ πράγματα; ἢ αὐλητὰς μὲν οὐ νομίζει εἶναι, αὐλητικὰ δὲ πράγματα; οὐκ ἔστιν, ὦ ἄριστε ἀνδρῶν· εἰ μὴ σὺ βούλει ἀποκρίνεσθαι, ἐγὼ σοὶ λέγω καὶ τοῖς ἄλλοις τουτοισί. ἀλλὰ τὸ ἐπὶ τούτῳ γε ἀπόκριναι· [27c] ἔσθ᾽ ὅστις δαιμόνια μὲν νομίζει πράγματ᾽ εἶναι, δαίμονας δὲ οὐ νομίζει;
Οὐκ ἔστιν.
Ὡς ὤνησας ὅτι μόγις ἀπεκρίνω ὑπὸ τουτωνὶ ἀναγκαζόμενος. οὐκοῦν δαιμόνια μὲν φῄς με καὶ νομίζειν καὶ διδάσκειν, εἴτ᾽ οὖν καινὰ εἴτε παλαιά, ἀλλ᾽ οὖν δαιμόνιά γε νομίζω κατὰ τὸν σὸν λόγον, καὶ ταῦτα καὶ διωμόσω ἐν τῇ ἀντιγραφῇ. εἰ δὲ δαιμόνια νομίζω, καὶ δαίμονας δήπου πολλὴ ἀνάγκη νομίζειν μέ ἐστιν· οὐχ οὕτως ἔχει; ἔχει δή· τίθημι γάρ σε ὁμολογοῦντα, ἐπειδὴ οὐκ ἀποκρίνῃ. τοὺς δὲ [27d] δαίμονας οὐχὶ ἤτοι θεούς γε ἡγούμεθα ἢ θεῶν παῖδας; φῂς ἢ οὔ;
Πάνυ γε.
Οὐκοῦν εἴπερ δαίμονας ἡγοῦμαι, ὡς σὺ φῄς, εἰ μὲν θεοί τινές εἰσιν οἱ δαίμονες, τοῦτ᾽ ἂν εἴη ὃ ἐγώ φημί σε αἰνίττεσθαι καὶ χαριεντίζεσθαι, θεοὺς οὐχ ἡγούμενον φάναι με θεοὺς αὖ ἡγεῖσθαι πάλιν, ἐπειδήπερ γε δαίμονας ἡγοῦμαι· εἰ δ᾽ αὖ οἱ δαίμονες θεῶν παῖδές εἰσιν νόθοι τινὲς ἢ ἐκ νυμφῶν ἢ ἔκ τινων ἄλλων ὧν δὴ καὶ λέγονται, τίς ἂν ἀνθρώπων θεῶν μὲν παῖδας ἡγοῖτο εἶναι, θεοὺς δὲ μή; ὁμοίως γὰρ [27e] ἂν ἄτοπον εἴη ὥσπερ ἂν εἴ τις ἵππων μὲν παῖδας ἡγοῖτο ἢ καὶ ὄνων, τοὺς ἡμιόνους, ἵππους δὲ καὶ ὄνους μὴ ἡγοῖτο εἶναι. ἀλλ᾽, ὦ Μέλητε, οὐκ ἔστιν ὅπως σὺ ταῦτα οὐχὶ ἀποπειρώμενος ἡμῶν ἐγράψω τὴν γραφὴν ταύτην ἢ ἀπορῶν ὅτι ἐγκαλοῖς ἐμοὶ ἀληθὲς ἀδίκημα· ὅπως δὲ σύ τινα πείθοις ἂν καὶ σμικρὸν νοῦν ἔχοντα ἀνθρώπων, ὡς οὐ τοῦ αὐτοῦ ἔστιν καὶ δαιμόνια καὶ θεῖα ἡγεῖσθαι, καὶ αὖ τοῦ αὐτοῦ μήτε [28a] δαίμονας μήτε θεοὺς μήτε ἥρωας, οὐδεμία μηχανή ἐστιν.


Μα είναι φανερόν, ω άνδρες Αθηναίοι, [26b] όπως σας έλεγα, πως γι᾽ αυτά τα πράγματα ποτέ του δεν τον έμελε τον Μέλητο, ούτε πολύ ούτε λίγο. Πες μου όμως τώρα, Μέλητε, με τί τρόπο λες πως διαφθείρω τους νέους; Όπως δηλαδή έγραφες στην καταγγελία σου, ότι διδάσκω να μην πιστεύουν τους θεούς που πιστεύει ο τόπος, μόνο άλλες θεότητες καινούργιες; Δεν λες πως τους διαφθείρω με τέτοιες διδασκαλίες; — Βεβαιότατα αυτά λέω. — Λοιπόν, Μέλητε, σ᾽ ορκίζω στ᾽ όνομα αυτών των ίδιων των θεών για τους οποίους μιλείς, μίλησέ μας καθαρότερα και σ᾽ εμένα και στους [26c] άλλους ανθρώπους εδώ. Γιατί εγώ δεν μπορώ να καταλάβω ποιό απ᾽ τα δύο θέλεις να πεις: πως εγώ διδάσκω να πιστεύουν πως υπάρχουν θεοί (κι εγώ δηλαδή τότε πιστεύω πως υπάρχουν θεοί και δεν είμαι ολότελα άθεος, ούτε ενοχοποιούμαι γι᾽ αυτό), όχι όμως εκείνους που πιστεύει ο τόπος μα άλλους, και γι᾽ αυτό με καταγγέλλεις, πως άλλους πιστεύω· ή θέλεις να πεις ότι κι εγώ δεν πιστεύω ολότελα σε θεούς, και τους άλλους διδάσκω να μην πιστεύουν; — Αυτά λέω, πως δεν πιστεύεις καθόλου σε θεούς. [26d] — Θαυμάσιε Μέλητε, για ποιό λόγο τάχα τα λες αυτά; Λοιπόν δεν πιστεύω πως ούτε ο ήλιος ούτε η σελήνη είναι θεοί, όπως πιστεύουν οι άνθρωποι. — Όχι, μά τον Δία, δικαστές, αφού αυτός λέει πως ο ήλιος είναι πέτρα και η σελήνη χώμα. — Μήπως νομίζεις πως καταγγέλλεις τον Αναξαγόρα, φίλε μου Μέλητε, αντί για μένα; Μ᾽ αυτόν τον τρόπο όμως προσβάλλεις αυτούς όλους εδώ και τους παίρνεις γι᾽ αγράμματους, σαν να μην ξέρουν πως τα βιβλία του Αναξαγόρα του Κλαζομένιου είναι γεμάτα από τέτοια λόγια. Και οι νέοι λοιπόν τα μαθαίνουν αυτά κάποτε από μένα, ενώ μπορούν με μία δραχμή ν᾽ αγοράσουν [26e] από την ορχήστρα το πολύ πολύ και να με γελούνε αν τους πουλούσα για δικές μου τέτοιες παράλογες μάλιστα ιδέες. Μα για τ᾽ όνομα του Διός, έτσι σου φαίνομαι; πως εγώ δεν πιστεύω σε κανέναν θεό; — Μά τον Δία, δεν πιστεύεις, όχι, δεν πιστεύεις καθόλου. — Κανένας, βέβαια, δεν σε πιστεύει, Μέλητε, και μου φαίνεται πως ούτε συ ο ίδιος έχεις πίστη σ᾽ αυτά που λες. Ναι, ω άνδρες Αθηναίοι, αυτός ο άνθρωπος μου φαίνεται πολύ υβριστής και αδιάντροπος και ολοφάνερα την καταγγελία που μου ᾽κανε την έκαμε με τρόπο υβριστικό και αδιάντροπο και παιδιακίστικο. [27a] Γιατί μοιάζει μ᾽ εκείνον που δίνει στους άλλους ένα αίνιγμα και τους ρωτά: «Τάχα θα καταλάβει ο Σωκράτης ο σοφός πως εγώ κοροϊδεύω και λέω πράματα που δεν τα πιστεύω ο ίδιος ή θα τον γελάσω κι αυτόν και τους άλλους που μ᾽ ακούνε;» Γιατί αυτός κατά τη γνώμη μου λέει πράματα αντίθετα απ᾽ αυτά που ᾽βαλε στην καταγγελία, σαν να ᾽λεγε: «Ο Σωκράτης είναι ένοχος γιατί δεν πιστεύει στους θεούς και πιστεύει στους θεούς». Τέτοια πράγματα μόνο στ᾽ αστεία λέγονται.
Ελάτε να σκεφθούμε μαζί τώρα, ω άνδρες Αθηναίοι, με τί τρόπο μού φαίνεται πως αυτή είναι η σημασία των λόγων του. Και συ, Μέλητε, αποκρίσου μας ύστερα. Κι εσείς οι άλλοι θυμηθείτε εκείνο [27b] που σας ζήτησα απ᾽ την αρχή, να μην κάνετε θόρυβο, αν μιλήσω με τον συνηθισμένο τρόπο.
Είναι κανένας άνθρωπος, Μέλητε, που να πιστεύει πως υπάρχουν πράγματα ανθρώπινα και ύστερα να μην πιστεύει πως υπάρχουν άνθρωποι; Ας μας αποκριθεί, ω άνδρες Αθηναίοι, και ας μη φωνάζει άλλα και άλλα. Είναι κανένας που να μην πιστεύει πως υπάρχουν άλογα και να πιστεύει πως υπάρχουν ιππικά πράγματα; ή αυλητές δεν νομίζει πως υπάρχουν, υπάρχουν όμως αυλητικά πράγματα; Κανένας δεν είναι, λαμπρέ άνθρωπε, κι αν εσύ δεν θέλεις να το πεις, σου το λέω εγώ και σένα και στους άλλους. Τουλάχιστον αποκρίσου σ᾽ αυτό που θα σου πω τώρα. [27c] Είναι κανένας που να πιστεύει πως υπάρχουν θεία πράγματα και θεούς να μην πιστεύει; — Δεν είναι. Μόλις και με τη βία μού αποκρίθηκες, γιατί σ᾽ αναγκάσανε αυτοί εδώ. Λοιπόν λες πως εγώ πιστεύω σε θεότητες και τις διδάσκω και στους άλλους, παλαιές ή καινούργιες· κατά τα λόγια σου λοιπόν πιστεύω σε θεότητες και το βεβαίωσες μάλιστα με όρκο στην καταγγελία. Κι αν πιστεύω σε θεότητες δεν μπορώ παρά να πιστεύω και σε θεούς. Δεν είν᾽ έτσι; Έτσι είναι· γιατί, αφού δεν αποκρίνεσαι, υποθέτω πως το παραδέχεσαι. Και [27d] οι άλλες θεότητες δεν πιστεύουμε πως είναι θεοί ή παιδιά θεών; Το παραδέχεσαι ή όχι; — Βέβαια. — Λοιπόν αφού πιστεύω σε θεότητες, όπως λες εσύ ο ίδιος, κι αν οι θεότητες αυτές είναι θεοί, τότε λοιπόν συμβαίνει ό,τι λέω εγώ, πως μας παρουσιάζεις αινίγματα και αστειεύεσαι με το να λες μια φορά πως δεν πιστεύω θεούς και πάλι πως πιστεύω, αφού πιστεύω θεότητες. Κι αν πάλι οι θεότητες είναι νόθα παιδιά θεών είτε από νύμφες ή από άλλες θνητές όπως λένε, ποιός άνθρωπος είν᾽ εκείνος που πιστεύει σε παιδιά θεών και σε θεούς δεν πιστεύει; Έτσι [27e] παράλογο θα ήταν αν κανένας πίστευε πως υπάρχουν παιδιά αλόγων ή παιδιά γαϊδουριών, τα μουλάρια, και δεν πιστεύει πως υπάρχουνε άλογα και γαϊδούρια. Δεν είναι όμως δυνατό, Μέλητε, παρά να ᾽καμες την καταγγελία αυτή για να μας δοκιμάσεις ή γιατί δεν έβρισκες άλλο αληθινό αδίκημα να μου κολλήσεις. Και με τί τρόπο θα πείσεις και τον πιο μικρόμυαλο πώς μπορεί ο ίδιος άνθρωπος να πιστεύει και θεότητες και θεία πράγματα και πάλι ο ίδιος να μην πιστεύει μήτε [28a] θεότητες, μήτε θεούς, μήτε ήρωες; Αυτά δεν γίνονται με κανέναν τρόπο.