Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Ἀπολογία Σωκράτους (30c-32a)


Μὴ θορυβεῖτε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀλλ᾽ ἐμμείνατέ μοι οἷς ἐδεήθην ὑμῶν, μὴ θορυβεῖν ἐφ᾽ οἷς ἂν λέγω ἀλλ᾽ ἀκούειν· καὶ γάρ, ὡς ἐγὼ οἶμαι, ὀνήσεσθε ἀκούοντες. μέλλω γὰρ οὖν ἄττα ὑμῖν ἐρεῖν καὶ ἄλλα ἐφ᾽ οἷς ἴσως βοήσεσθε· ἀλλὰ μηδαμῶς ποιεῖτε τοῦτο. εὖ γὰρ ἴστε, ἐάν με ἀποκτείνητε τοιοῦτον ὄντα οἷον ἐγὼ λέγω, οὐκ ἐμὲ μείζω βλάψετε ἢ ὑμᾶς αὐτούς· ἐμὲ μὲν γὰρ οὐδὲν ἂν βλάψειεν οὔτε Μέλητος οὔτε Ἄνυτος —οὐδὲ γὰρ ἂν δύναιτο— οὐ γὰρ οἴομαι θεμιτὸν [30d] εἶναι ἀμείνονι ἀνδρὶ ὑπὸ χείρονος βλάπτεσθαι. ἀποκτείνειε μεντἂν ἴσως ἢ ἐξελάσειεν ἢ ἀτιμώσειεν· ἀλλὰ ταῦτα οὗτος μὲν ἴσως οἴεται καὶ ἄλλος τίς που μεγάλα κακά, ἐγὼ δ᾽ οὐκ οἴομαι, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον ποιεῖν ἃ οὑτοσὶ νῦν ποιεῖ, ἄνδρα ἀδίκως ἐπιχειρεῖν ἀποκτεινύναι. νῦν οὖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πολλοῦ δέω ἐγὼ ὑπὲρ ἐμαυτοῦ ἀπολογεῖσθαι, ὥς τις ἂν οἴοιτο, ἀλλὰ ὑπὲρ ὑμῶν, μή τι ἐξαμάρτητε περὶ τὴν τοῦ [30e] θεοῦ δόσιν ὑμῖν ἐμοῦ καταψηφισάμενοι. ἐὰν γάρ με ἀποκτείνητε, οὐ ῥᾳδίως ἄλλον τοιοῦτον εὑρήσετε, ἀτεχνῶς —εἰ καὶ γελοιότερον εἰπεῖν— προσκείμενον τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὥσπερ ἵππῳ μεγάλῳ μὲν καὶ γενναίῳ, ὑπὸ μεγέθους δὲ νωθεστέρῳ καὶ δεομένῳ ἐγείρεσθαι ὑπὸ μύωπός τινος, οἷον δή μοι δοκεῖ ὁ θεὸς ἐμὲ τῇ πόλει προστεθηκέναι τοιοῦτόν τινα, ὃς ὑμᾶς ἐγείρων καὶ πείθων καὶ ὀνειδίζων ἕνα ἕκαστον [31a] οὐδὲν παύομαι τὴν ἡμέραν ὅλην πανταχοῦ προσκαθίζων. τοιοῦτος οὖν ἄλλος οὐ ῥᾳδίως ὑμῖν γενήσεται, ὦ ἄνδρες, ἀλλ᾽ ἐὰν ἐμοὶ πείθησθε, φείσεσθέ μου· ὑμεῖς δ᾽ ἴσως τάχ᾽ ἂν ἀχθόμενοι, ὥσπερ οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι, κρούσαντες ἄν με, πειθόμενοι Ἀνύτῳ, ῥᾳδίως ἂν ἀποκτείναιτε, εἶτα τὸν λοιπὸν βίον καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν, εἰ μή τινα ἄλλον ὁ θεὸς ὑμῖν ἐπιπέμψειεν κηδόμενος ὑμῶν. ὅτι δ᾽ ἐγὼ τυγχάνω ὢν τοιοῦτος οἷος ὑπὸ τοῦ θεοῦ τῇ πόλει δεδόσθαι, ἐνθένδε [31b] ἂν κατανοήσαιτε· οὐ γὰρ ἀνθρωπίνῳ ἔοικε τὸ ἐμὲ τῶν μὲν ἐμαυτοῦ πάντων ἠμεληκέναι καὶ ἀνέχεσθαι τῶν οἰκείων ἀμελουμένων τοσαῦτα ἤδη ἔτη, τὸ δὲ ὑμέτερον πράττειν ἀεί, ἰδίᾳ ἑκάστῳ προσιόντα ὥσπερ πατέρα ἢ ἀδελφὸν πρεσβύτερον πείθοντα ἐπιμελεῖσθαι ἀρετῆς. καὶ εἰ μέν τι ἀπὸ τούτων ἀπέλαυον καὶ μισθὸν λαμβάνων ταῦτα παρεκελευόμην, εἶχον ἄν τινα λόγον· νῦν δὲ ὁρᾶτε δὴ καὶ αὐτοὶ ὅτι οἱ κατήγοροι τἆλλα πάντα ἀναισχύντως οὕτω κατηγοροῦντες τοῦτό γε οὐχ οἷοί τε ἐγένοντο ἀπαναισχυντῆσαι [31c] παρασχόμενοι μάρτυρα, ὡς ἐγώ ποτέ τινα ἢ ἐπραξάμην μισθὸν ἢ ᾔτησα. ἱκανὸν γάρ, οἶμαι, ἐγὼ παρέχομαι τὸν μάρτυρα ὡς ἀληθῆ λέγω, τὴν πενίαν.
Ἴσως ἂν οὖν δόξειεν ἄτοπον εἶναι, ὅτι δὴ ἐγὼ ἰδίᾳ μὲν ταῦτα συμβουλεύω περιιὼν καὶ πολυπραγμονῶ, δημοσίᾳ δὲ οὐ τολμῶ ἀναβαίνων εἰς τὸ πλῆθος τὸ ὑμέτερον συμβουλεύειν τῇ πόλει. τούτου δὲ αἴτιόν ἐστιν ὃ ὑμεῖς ἐμοῦ πολλάκις ἀκηκόατε πολλαχοῦ λέγοντος, ὅτι μοι θεῖόν τι καὶ [31d] δαιμόνιον γίγνεται [φωνή], ὃ δὴ καὶ ἐν τῇ γραφῇ ἐπικωμῳδῶν Μέλητος ἐγράψατο. ἐμοὶ δὲ τοῦτ᾽ ἔστιν ἐκ παιδὸς ἀρξάμενον, φωνή τις γιγνομένη, ἣ ὅταν γένηται, ἀεὶ ἀποτρέπει με τοῦτο ὃ ἂν μέλλω πράττειν, προτρέπει δὲ οὔποτε. τοῦτ᾽ ἔστιν ὅ μοι ἐναντιοῦται τὰ πολιτικὰ πράττειν, καὶ παγκάλως γέ μοι δοκεῖ ἐναντιοῦσθαι· εὖ γὰρ ἴστε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, εἰ ἐγὼ πάλαι ἐπεχείρησα πράττειν τὰ πολιτικὰ πράγματα, πάλαι ἂν ἀπολώλη καὶ οὔτ᾽ ἂν ὑμᾶς ὠφελήκη [31e] οὐδὲν οὔτ᾽ ἂν ἐμαυτόν. καί μοι μὴ ἄχθεσθε λέγοντι τἀληθῆ· οὐ γὰρ ἔστιν ὅστις ἀνθρώπων σωθήσεται οὔτε ὑμῖν οὔτε ἄλλῳ πλήθει οὐδενὶ γνησίως ἐναντιούμενος καὶ διακωλύων πολλὰ ἄδικα καὶ παράνομα ἐν τῇ πόλει γίγνεσθαι, ἀλλ᾽ [32a] ἀναγκαῖόν ἐστι τὸν τῷ ὄντι μαχούμενον ὑπὲρ τοῦ δικαίου, καὶ εἰ μέλλει ὀλίγον χρόνον σωθήσεσθαι, ἰδιωτεύειν ἀλλὰ μὴ δημοσιεύειν.


Μη θορυβείτε, ω άνδρες Αθηναίοι, μόνο κάνετέ μου τη χάρη που σας ζήτησα, να μη θορυβείτε σε όσα και αν ειπώ, αλλά να μ᾽ ακούσετε· γιατί φαντάζομαι πως θα ωφεληθείτε απ᾽ αυτά που θ᾽ ακούσετε. Εγώ θα σας πω και άλλα ακόμα, που θα σας κάνουν να φωνάξετε· μην το κάνετε όμως. Γιατί πρέπει να ξέρετε καλά, αν με καταδικάσετε εμένα σε θάνατο, έναν τέτοιον άνθρωπο, όπως ο ίδιος σας είπα τον εαυτό μου, περισσότερο θα βλάψετε τον εαυτό σας παρά εμένα. Εμένα σε τίποτε δεν θα μ᾽ έβλαπτε ούτε ο Άνυτος ούτε ο Μέλητος. Γιατί ούτε θα μπορούσαν να το κάμουν· δεν είναι δυνατό [30d] νομίζω τον καλύτερον άνθρωπο να τον βλάψει ο χειρότερος. Ίσως μπορεί να τον θανατώσει ή να τον εξορίσει ή να τον ατιμάσει. Αυτά όμως ίσως αυτός και κανένας άλλος τα νομίζουν για μεγάλα κακά· εγώ δεν τα νομίζω, εξεναντίας νομίζω πολύ περισσότερο κακό να κάνει κανένας αυτά που κάνει αυτός, δηλαδή να θέλει να θανατώσει άδικα έναν άνθρωπο. Τώρα λοιπόν, ω άνδρες Αθηναίοι, εγώ κάθε άλλο κάνω παρά ν᾽ απολογούμαι για τον εαυτό μου, όπως θα νομίζετε ίσως, μ᾽ απολογούμαι για σας, μήπως αμαρτήσετε στον θεό [30e] για το χάρισμα που σας έκανε, με την καταδικαστική σας ψήφο. Γιατί αν με θανατώσετε δεν θα βρείτε εύκολα άλλον σαν κι εμένα, κολλημένον από το θεό στην πόλη, αν και είναι αστείο να το πούμε έτσι, σα σε μεγάλο και δυνατό άλογο, μα νωθρό απ᾽ το πάχος του, που για να ξυπνήσει έχει ανάγκη από μιαν αλογόμυγα. Σαν τέτοια μού φαίνεται πως με κόλλησε κι εμένα ο θεός στην πολιτεία, να σας ξυπνώ και να σας πείθω και να σας πειράζω καθέναν από σας, κι έτσι [31a] δεν παύω όλη την ημέρα να σας κολλάω εδώ κι εκεί. Τέτοιος λοιπόν άλλος δεν θα βρεθεί για σας εύκολα, ω άνδρες Αθηναίοι, κι αν με πιστεύετε δεν θα με καταδικάσετε. Εσείς όμως δυσαρεστημένοι ίσως, σαν κι εκείνους που σηκώνονται νυσταγμένοι ακόμα, θα πιστεύσετε τον Άνυτο και θα με κτυπήσετε και με όλη την ευκολία ίσως θα με θανατώσετε· και ύστερα όλη σας τη ζωή θα μείνετε κοιμισμένοι, αν δεν σας λυπηθεί ο θεός και σας στείλει κανέναν άλλον. Και ότι εγώ είμαι ο άνθρωπος που έπρεπε ο θεός να χαρίσει στην πολιτεία, θα το καταλάβετε [31b] απ᾽ αυτά που θα σας πω· γιατί δεν μου φαίνεται ανθρώπινο πράγμα να παραμελήσω εγώ τα δικά μου πράγματα και ν᾽ ανέχομαι να βλέπω τους ανθρώπους μου αμελημένους τόσον καιρό και να κοιτάζω πάντα τα δικά σας συμφέροντα και να πηγαίνω χωριστά σε καθέναν από σας, σαν πατέρας ή μεγαλύτερος αδελφός, να σας παρακινώ να επιμελείσθε την αρετή. Και αν τουλάχιστον απόλαυα τίποτε απ᾽ αυτά κι έπαιρνα κανέναν μισθό για να σας συμβουλεύω, θα είχα κάποιο λόγο· τώρα όμως, το βλέπετε δα και σεις οι ίδιοι, οι κατήγοροί μου, ενώ για όλα τ᾽ άλλα αδιάντροπα με κατηγόρησαν, όσο γι᾽ αυτό δεν μπόρεσαν πια να χάσουν κάθε ντροπή [31c] και να φέρουν μάρτυρα πως εγώ πήρα ποτέ πληρωμή από κανέναν ή ζήτησα. Γιατί εγώ ο ίδιος σας παρουσιάζω, νομίζω, αρκετόν μάρτυρα πως λέω την αλήθεια τη φτώχεια μου.
Ίσως όμως θα φανεί άτοπο ότι εγώ ιδιαιτέρως συμβουλεύω όλ᾽ αυτά και τριγυρίζω και σκοτίζομαι για τόσα πράγματα, αλλά δημοσία δεν τολμώ να φανερωθώ μπροστά στον δήμο και να συμβουλεύσω όσα πρέπει στον τόπο. Η αιτία είναι εκείνο που πολλές φορές και σε πολλά μέρη μ᾽ ακούσατε να λέω, ότι μου ᾽ρχεται δηλαδή κάτι θείο πράγμα και [31d] υπεράνθρωπο [μια φωνή] που και ο Μέλητος στ᾽ αστεία το ανάφερε μέσα στην κατηγορία. Αυτό το πράγμα μού άρχισε από τα παιδικά μου χρόνια και γίνεται μια φωνή μέσα μου, που, όταν γίνει, μ᾽ εμποδίζει πάντα από κείνο που πάω να κάμω και ποτέ δεν με προτρέπει. Αυτό είναι που μου εναντιώνεται και να πολιτευθώ. Και παρά πολύ καλά μού φαίνεται πως εναντιώνεται. Γιατί πολύ καλά ξέρετε, ω άνδρες Αθηναίοι, πως αν εγώ από καιρό επιχειρούσα να πολιτευθώ θα ήμουν χαμένος και ούτ᾽ εσάς θα σας είχα ωφελήσει [31e] τίποτε ούτε τον εαυτό μου. Και μη θυμώνετε μαζί μου που σας λέω την αλήθεια· γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος που μπορεί να σωθεί όταν εναντιώνεται με ειλικρίνεια, είτε σε σας είτε σε άλλον λαό, κι εμποδίζει να γίνονται πολλά άδικα και παράνομα στον τόπο. Γι᾽ αυτό [32a] είναι ανάγκη όποιος με τα σωστά του μάχεται για τη δικαιοσύνη, κι αν θέλει να σωθεί για λίγον καιρό, να μένει ιδιώτης και να μην ανακατεύεται στα πολιτικά.