Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (13.1-14.9)


[13.1] Ἀθηναίοις δὲ διηλλάγη, καίπερ οὐ μετρίως ἐνεγκοῦσι τὸ περὶ Θήβας δυστύχημα· καὶ γὰρ τὴν τῶν μυστηρίων ἑορτὴν ἐν χερσὶν ἔχοντες ὑπὸ πένθους ἀφῆκαν, καὶ τοῖς καταφυγοῦσιν ἐπὶ τὴν πόλιν ἁπάντων μετεδίδοσαν τῶν φιλανθρώπων. [13.2] ἀλλ᾽ εἴτε μεστὸς ὢν ἤδη τὸν θυμὸν ὥσπερ οἱ λέοντες, εἴτ᾽ ἐπιεικὲς ἔργον ὠμοτάτῳ καὶ σκυθρωποτάτῳ παραβαλεῖν βουλόμενος, οὐ μόνον ἀφῆκεν αἰτίας πάσης, ἀλλὰ καὶ προσέχειν ἐκέλευσε τοῖς πράγμασι τὸν νοῦν τὴν πόλιν, ὡς εἴ τι συμβαίη περὶ αὐτὸν, ἄρξουσαν τῆς Ἑλλάδος. [13.3] ὕστερον μέντοι πολλάκις αὐτὸν ἡ Θηβαίων ἀνιᾶσαι συμφορὰ λέγεται καὶ πρᾳότερον οὐκ ὀλίγοις παρασχεῖν. [13.4] ὅλως δὲ καὶ τὸ περὶ Κλεῖτον ἔργον ἐν οἴνῳ γενόμενον, καὶ τὴν πρὸς Ἰνδοὺς τῶν Μακεδόνων ἀποδειλίασιν, ὥσπερ ἀτελῆ τὴν στρατείαν καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ προεμένων, εἰς μῆνιν ἀνῆγε Διονύσου καὶ νέμεσιν. [13.5] ἦν δὲ Θηβαίων οὐδεὶς τῶν περιγενομένων, ὃς ἐντυχών τι καὶ δεηθεὶς ὕστερον οὐ διεπράξατο παρ᾽ αὐτοῦ. ταῦτα μὲν τὰ περὶ Θήβας.
[14.1] Εἰς δὲ τὸν Ἰσθμὸν τῶν Ἑλλήνων συλλεγέντων καὶ ψηφισαμένων ἐπὶ Πέρσας μετ᾽ Ἀλεξάνδρου στρατεύειν, ἡγεμὼν ἀνηγορεύθη. [14.2] πολλῶν δὲ καὶ πολιτικῶν ἀνδρῶν καὶ φιλοσόφων ἀπηντηκότων αὐτῷ καὶ συνηδομένων, ἤλπιζε καὶ Διογένην τὸν Σινωπέα ταὐτὸ ποιήσειν, διατρίβοντα περὶ Κόρινθον. [14.3] ὡς δ᾽ ἐκεῖνος ἐλάχιστον Ἀλεξάνδρου λόγον ἔχων ἐν τῷ Κρανείῳ σχολὴν ἦγεν, αὐτὸς ἐπορεύετο πρὸς αὐτόν· ἔτυχε δὲ κατακείμενος ἐν ἡλίῳ. [14.4] καὶ μικρὸν μὲν ἀνεκάθισεν, ἀνθρώπων τοσούτων ἐπερχομένων, καὶ διέβλεψεν εἰς τὸν Ἀλέξανδρον. ὡς δ᾽ ἐκεῖνος ἀσπασάμενος καὶ προσειπὼν αὐτὸν ἠρώτησεν, εἴ τινος τυγχάνει δεόμενος, «μικρὸν» εἶπεν· «ἀπὸ τοῦ ἡλίου μετάστηθι». [14.5] πρὸς τοῦτο λέγεται τὸν Ἀλέξανδρον οὕτω διατεθῆναι καὶ θαυμάσαι καταφρονηθέντα τὴν ὑπεροψίαν καὶ τὸ μέγεθος τοῦ ἀνδρός, ὥστε τῶν περὶ αὐτὸν ὡς ἀπῄεσαν διαγελώντων καὶ σκωπτόντων, «ἀλλὰ μὴν ἐγὼ» εἶπεν «εἰ μὴ Ἀλέξανδρος ἤμην, Διογένης ἂν ἤμην».
[14.6] Βουλόμενος δὲ τῷ θεῷ χρήσασθαι περὶ τῆς στρατείας, ἦλθεν εἰς Δελφούς, καὶ κατὰ τύχην ἡμερῶν ἀποφράδων οὐσῶν, ἐν αἷς οὐ νενόμισται θεμιστεύειν, πρῶτον μὲν ἔπεμπε παρακαλῶν τὴν πρόμαντιν. [14.7] ὡς δ᾽ ἀρνουμένης καὶ προϊσχομένης τὸν νόμον αὐτὸς ἀναβὰς βίᾳ πρὸς τὸν ναὸν εἷλκεν αὐτήν, ἡ δ᾽ ὥσπερ ἐξηττημένη τῆς σπουδῆς εἶπεν· «ἀνίκητος εἶ, ὦ παῖ,» τοῦτ᾽ ἀκούσας ὁ Ἀλέξανδρος οὐκέτ᾽ ἔφη χρῄζειν ἑτέρου μαντεύματος, ἀλλ᾽ ἔχειν ὃν ἐβούλετο παρ᾽ αὐτῆς χρησμόν.
[14.8] Ἐπεὶ δ᾽ ὥρμησε πρὸς τὴν στρατείαν, ἄλλα τ᾽ ἐδόκει σημεῖα παρὰ τοῦ δαιμονίου γενέσθαι, καὶ τὸ περὶ Λείβηθρα τοῦ Ὀρφέως ξόανον (ἦν δὲ κυπαρίττινον) ἱδρῶτα πολὺν ὑπὸ τὰς ἡμέρας ἐκείνας ἀφῆκε. [14.9] φοβουμένων δὲ πάντων τὸ σημεῖον, Ἀρίστανδρος ἐκέλευε θαρρεῖν, ὡς ἀοιδίμους καὶ περιβοήτους κατεργασόμενον πράξεις, αἳ πολὺν ἱδρῶτα καὶ πόνον ὑμνοῦσι ποιηταῖς καὶ μουσικοῖς παρέξουσι.


[13.1] Με τους Αθηναίους ο Αλέξανδρος ήρθε σε συμβιβασμό, μολονότι έδειξαν να λυπούνται πάρα πολύ για τη συμφορά της Θήβας. Πράγματι, ενώ είχαν αρχίσει τη γιορτή των Ελευσίνιων Μυστηρίων, τη διέκοψαν λόγω πένθους και έδειξαν σε όλο τους το μεγαλείο τα φιλάνθρωπα αισθήματά τους σε όσους κατέφυγαν στην πόλη τους. [13.2] Έτσι, είτε επειδή είχε ήδη κορέσει τον θυμό του, όπως ακριβώς τα λιοντάρια, είτε επειδή επιθυμούσε να παρουσιάσει προς σύγκριση στην πιο ωμή και αποτρόπαιη πράξη του μιαν άλλην μετριοπαθή, όχι μόνο απάλλαξε τους Αθηναίους από κάθε κατηγορία, αλλά και συνέστησε να έχει η Αθήνα στραμμένη την προσοχή της στα πράγματα, γιατί, αν ο ίδιος πάθαινε κάτι, εκείνη θα αναλάμβανε την εξουσία στην Ελλάδα. [13.3] Λένε πως αργότερα η συμφορά των Θηβαίων πολλές φορές του προξένησε λύπη, με αποτέλεσμα να δείξει περισσότερη επιείκεια σε όχι λίγους λαούς. [13.4] Γενικά, τον φόνο του Κλείτου πάνω στο μεθύσι, τη δειλία των Μακεδόνων απέναντι στους Ινδούς, που είχαν αφήσει στη μέση την εκστρατεία και μείωσαν τη δόξα του, τα απέδιδε στη μήνη και την εκδίκηση του Διόνυσου. [13.5] Δεν υπήρχε κανένας από τους διασωθέντες Θηβαίους που να τον συνάντησε αργότερα και να του ζήτησε κάποια χάρη και να μην ικανοποιήθηκε από αυτόν. Αυτά λοιπόν είναι τα σχετικά με τη Θήβα.
[14.1] Όταν οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στον Ισθμό και ψήφισαν να εκστρατεύσουν εναντίον των Περσών με τον Αλέξανδρο, αναγορεύτηκε αρχηγός τους. [14.2] Καθώς πολλοί, και πολιτικοί και φιλόσοφοι, που τον είχαν συναντήσει, του έδιναν συγχαρητήρια, υπολόγιζε πως θα έκανε το ίδιο και ο Διογένης από τη Σινώπη, που ζούσε τότε στα περίχωρα της Κορίνθου. [14.3] Εκείνος όμως ξεκουραζόταν στο Κράνειο, ελάχιστα ενδιαφερόμενος για τον Αλέξανδρο· γι᾽ αυτό πήγε ο ίδιος ο Αλέξανδρος σ᾽ αυτόν, που έτυχε να είναι ξαπλωμένος στον ήλιο. [14.4] Και καθώς τόσοι άνθρωποι έρχονταν προς το μέρος του, ανακάθισε λίγο και κοίταξε προς τον Αλέξανδρο. Και όταν εκείνος μετά τον χαιρετισμό και την προσφώνηση τον ρώτησε αν χρειάζεται κάτι, του είπε: «παραμέρισε λίγο από τον ήλιο». [14.5] Λένε πως ο Αλέξανδρος ενοχλήθηκε από αυτό και, μολονότι ένιωσε ταπεινωμένος, θαύμασε την υπερηφάνεια και τη μεγαλοσύνη του άνδρα τόσο πολύ, ώστε, καθώς έφευγαν και οι της ακολουθίας του γελούσαν συνεχώς και κορόιδευαν, είπε: «εγώ, ωστόσο, εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήμουν Διογένης». [14.6] Θέλοντας να συμβουλευτεί τον θεό για την εκστρατεία, επισκέφτηκε τους Δελφούς. Αλλά κατά τύχη, επειδή εκείνες οι ημέρες ήταν αποφράδες και ήταν καθιερωμένο να μη δίνονται χρησμοί κατά τη διάρκειά τους, έστειλε πρώτα αγγελιαφόρο για να καλέσει την προμάντιδα. [14.7] Καθώς όμως εκείνη αρνιόταν και επικαλούνταν τον νόμο ως δικαιολογία, ανέβηκε ο ίδιος στον ναό και την έσερνε με τη βία· τότε εκείνη, σαν να είχε καταβληθεί από τη βία, είπε: «είσαι ανίκητος, παιδί μου». Σαν άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος, είπε ότι δεν χρειαζόταν πια άλλο χρησμό, αλλά ότι είχε από αυτήν τον χρησμό που ήθελε. [14.8] Όταν ξεκίνησε για την εκστρατεία, ανάμεσα σε άλλα σημάδια που έκαναν την εμφάνισή τους από τον θεό, ήταν και η μεγάλη εφίδρωση εκείνες τις ημέρες του ξόανου του Ορφέα —ήταν κυπαρισσένιο— στα Λείβηθρα. [14.9] Και ενώ όλοι φοβούνταν με το σημάδι, ο Αρίστανδρος συνιστούσε να έχουν θάρρος, γιατί ο Αλέξανδρος θα κατόρθωνε πράγματα άξια να γίνουν τραγούδια και περιβόητα, τέτοια που θα προκαλέσουν πολύν ιδρώτα και κόπο στους ποιητές και στους μουσικούς που θα τα υμνήσουν.