Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (72.1-72.8)


[72.1] Ὡς δ᾽ ἧκεν εἰς Ἐκβάτανα τῆς Μηδίας καὶ διῴκησε τὰ κατεπείγοντα, πάλιν ἦν ἐν θεάτροις καὶ πανηγύρεσιν, ἅτε δὴ τρισχιλίων αὐτῷ τεχνιτῶν ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος ἀφιγμένων. [72.2] ἔτυχε δὲ περὶ τὰς ἡμέρας ἐκείνας Ἡφαιστίων πυρέσσων· οἷα δὲ νέος καὶ στρατιωτικὸς οὐ φέρων ἀκριβῆ δίαιταν, ἀλλ᾽ ‹ἅμα› τῷ τὸν ἰατρὸν Γλαῦκον ἀπελθεῖν εἰς τὸ θέατρον περὶ ἄριστον γενόμενος καὶ καταφαγὼν ἀλεκτρυόνα ἑφθὸν καὶ ψυκτῆρα μέγαν ἐκπιὼν οἴνου, κακῶς ἔσχε καὶ μικρὸν διαλιπὼν ἀπέθανε. [72.3] τοῦτ᾽ οὐδενὶ λογισμῷ τὸ πάθος Ἀλέξανδρος ἤνεγκεν, ἀλλ᾽ εὐθὺς μὲν ἵππους τε κεῖραι πάντας ἐπὶ πένθει καὶ ἡμιόνους ἐκέλευσε, καὶ τῶν πέριξ πόλεων ἀφεῖλε τὰς ἐπάλξεις, τὸν δ᾽ ἄθλιον ἰατρὸν ἀνεσταύρωσεν, αὐλοὺς δὲ κατέπαυσε καὶ μουσικὴν πᾶσαν ἐν τῷ στρατοπέδῳ πολὺν χρόνον, ἕως ἐξ Ἄμμωνος ἦλθε μαντεία, τιμᾶν Ἡφαιστίωνα καὶ θύειν ὡς ἥρωϊ παρακελεύουσα. [72.4] τοῦ δὲ πένθους παρηγορίᾳ τῷ πολέμῳ χρώμενος, ὥσπερ ἐπὶ θήραν καὶ κυνηγέσιον ἀνθρώπων ἐξῆλθε καὶ τὸ Κοσσαίων ἔθνος κατεστρέφετο, πάντας ἡβηδὸν ἀποσφάττων. τοῦτο δ᾽ Ἡφαιστίωνος ἐναγισμὸς ἐκαλεῖτο. [72.5] τύμβον δὲ καὶ ταφὴν αὐτοῦ καὶ τὸν περὶ ταῦτα κόσμον ἀπὸ μυρίων ταλάντων ἐπιτελέσαι διανοούμενος, ὑπερβαλέσθαι δὲ τῷ φιλοτέχνῳ καὶ περιττῷ τῆς κατασκευῆς τὴν δαπάνην, ἐπόθησε μάλιστα τῶν τεχνιτῶν Στασικράτην, μεγαλουργίαν τινὰ καὶ τόλμαν καὶ κόμπον ἐν ταῖς καινοτομίαις ἐπαγγελλόμενον. [72.6] οὗτος γὰρ αὐτῷ πρότερον ἐντυχὼν ἔφη τῶν ὀρῶν μάλιστα τὸν Θρᾴκιον Ἄθων διατύπωσιν ἀνδρείκελον δέχεσθαι καὶ διαμόρφωσιν· [72.7] ἂν οὖν κελεύῃ, μονιμώτατον ἀγαλμάτων αὐτῷ καὶ περιφανέστατον ἐξεργάσεσθαι τὸν Ἄθων, τῇ μὲν ἀριστερᾷ χειρὶ περιλαμβάνοντα μυρίανδρον πόλιν οἰκουμένην, τῇ δὲ δεξιᾷ σπένδοντα ποταμοῦ ῥεῦμα δαψιλὲς εἰς τὴν θάλασσαν ἀπορρέοντος. [72.8] ταῦτα μὲν οὖν παρῃτήσατο, πολλῷ δ᾽ ἀτοπώτερα καὶ δαπανηρότερα τούτων σοφιζόμενος τότε καὶ συμμηχανώμενος τοῖς τεχνίταις διέτριβεν.


[72.1] Όταν έφτασε στα Εκβάτανα της Μηδίας και τακτοποίησε τα κατεπείγοντα θέματα, άρχισε να ασχολείται πάλι με τα θέατρα και τα πανηγύρια, καθώς είχαν έρθει σ᾽ αυτόν από την Ελλάδα τρεις χιλιάδες καλλιτέχνες. [72.2] Εκείνες περίπου τις ημέρες έτυχε να έχει πυρετό ο Ηφαιστίων. Όντας νέος και με στρατιωτική αγωγή δεν ανεχόταν τη σωστή δίαιτα· έτσι, με το που έφυγε ο γιατρός Γλαύκος για το θέατρο, έφαγε για πρωινό κόκορα ψητό και, πίνοντας μια μεγάλη στάμνα παγωμένο κρασί, χειροτέρεψε η κατάσταση της υγείας του και ύστερα από λίγο πέθανε. [72.3] Καμιά λογική δεν μπόρεσε να κάνει τον Αλέξανδρο να αντέξει τον πόνο αυτόν. Διέταξε να κουρέψουν αμέσως σε ένδειξη πένθους όλα τα άλογα και τα μουλάρια και αφαίρεσε τις επάλξεις από τις κοντινές πόλεις· όσο για τον δύστυχο γιατρό, τον ανασκολόπισε· σταμάτησε τους αυλούς και κάθε είδους μουσική στο στρατόπεδο για μεγάλο χρονικό διάστημα, εωσότου ήρθε χρησμός από τον Άμμωνα, που συμβούλευε να τιμούν τον Ηφαιστίωνα και να προσφέρουν προς τιμήν του θυσίες σαν σε ήρωα. [72.4] Παρηγοριά στο πένθος εύρισκε στον πόλεμο· βγήκε σαν σε άγρα και κυνήγι ανθρώπων και αφάνισε το έθνος των Κοσσαίων, σφάζοντας όλους από την εφηβική ηλικία και πάνω. Αυτό ονομάστηκε εξαγνισμός του Ηφαιστίωνα. [72.5] Σχεδιάζοντας να κάνει τον τύμβο του Ηφαιστίωνα, τον τάφο του και τη διακόσμηση σχετικά με αυτά, ξεκινώντας από δέκα χιλιάδες τάλαντα και να υπερβεί τη δαπάνη με την κομψότητα και το μέγεθος της κατασκευής, ήθελε πιο πολύ από όλους τους τεχνίτες τον Στασικράτη, που υποσχόταν με τις καινοτομίες του ένα μεγαλούργημα, τολμηρό και περήφανο έργο. [72.6] Αυτός τον είχε συναντήσει νωρίτερα και του είχε πει ότι από όλα τα βουνά ο Άθως στη Θράκη επιδεχόταν περισσότερο πλήρη και τέλειο τύπο και μορφή ανθρώπου. [72.7] Αν λοιπόν τον διατάξει, θα σμίλευε τον Άθω και θα τον μεταμόρφωνε για χάρη του στο πιο μόνιμο και λαμπρό άγαλμα, να κρατά στο αριστερό χέρι μια πόλη κατοικημένη από δέκα χιλιάδες κατοίκους και με το δεξί να κάνει σπονδή από ποτάμι με άφθονα νερά, που θα κατέληγαν στη θάλασσα. [72.8] Αυτά βέβαια τα απέρριψε· ωστόσο περνούσε τον καιρό του με τεχνίτες, σκεφτόμενος και σχεδιάζοντας μαζί τους κατασκευές πολύ πιο ασυνήθιστες και πιο δαπανηρές από αυτές.