Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (52.1-53.6)


[52.1] Ἐπεὶ δὲ τήν τε νύκτα κακῶς κλαίων διήνεγκε, καὶ τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν ἤδη τῷ βοᾶν καὶ θρηνεῖν ἀπειρηκὼς ἄναυδος ἔκειτο, βαρεῖς ἀναφέρων στεναγμούς, δείσαντες οἱ φίλοι τὴν ἀποσιώπησιν εἰσῆλθον βίᾳ. [52.2] καὶ τῶν μὲν ἄλλων οὐ προσίετο τοὺς λόγους, Ἀριστάνδρου δὲ τοῦ μάντεως ὑπομιμνῄσκοντος αὐτὸν τήν τ᾽ ὄψιν ἣν εἶδε περὶ τοῦ Κλείτου καὶ τὸ σημεῖον, ὡς δὴ πάλαι καθειμαρμένων τούτων, ἔδοξεν ἐνδιδόναι.
[52.3] Διὸ Καλλισθένην τε τὸν φιλόσοφον παρεισήγαγον, Ἀριστοτέλους οἰκεῖον ὄντα, καὶ τὸν Ἀβδηρίτην Ἀνάξαρχον. [52.4] ὧν Καλλισθένης μὲν ἠθικῶς ἐπειρᾶτο καὶ πρᾴως ὑποδυόμενος τῷ λόγῳ καὶ περιϊὼν ἀλύπως λαβέσθαι τοῦ πάθους, ὁ δ᾽ Ἀνάξαρχος ἰδίαν τινὰ πορευόμενος ἐξ ἀρχῆς ὁδὸν ἐν φιλοσοφίᾳ, καὶ δόξαν εἰληφὼς ὑπεροψίας καὶ ὀλιγωρίας τῶν συνήθων, εὐθὺς εἰσελθὼν ἀνεβόησεν· [52.5] «οὗτός ἐστιν Ἀλέξανδρος, εἰς ὃν ἡ οἰκουμένη νῦν ἀποβλέπει· ὁ δ᾽ ἔρριπται κλαίων ὥσπερ ἀνδράποδον, ἀνθρώπων νόμον καὶ ψόγον δεδοικώς, οἷς αὐτὸν προσήκει νόμον εἶναι καὶ ὅρον τῶν δικαίων, ἐπείπερ ἄρχειν καὶ κρατεῖν νενίκηκεν, ἀλλὰ μὴ δουλεύειν ὑπὸ κενῆς δόξης κεκρατημένον». [52.6] «οὐκ οἶσθ᾽» εἶπεν «ὅτι τὴν Δίκην ἔχει πάρεδρον ὁ Ζεὺς καὶ τὴν Θέμιν, ἵνα πᾶν τὸ πραχθὲν ὑπὸ τοῦ κρατοῦντος θεμιτὸν ᾖ καὶ δίκαιον;» [52.7] τοιούτοις τισὶ λόγοις χρησάμενος ὁ Ἀνάξαρχος, τὸ μὲν πάθος ἐκούφισε τοῦ βασιλέως, τὸ δ᾽ ἦθος εἰς πολλὰ χαυνότερον καὶ παρανομώτερον ἐποίησεν, αὑτὸν δὲ δαιμονίως ἐνήρμοσε, καὶ τοῦ Καλλισθένους τὴν ὁμιλίαν, οὐδ᾽ ἄλλως ἐπίχαριν διὰ τὸ αὐστηρὸν οὖσαν, προσδιέβαλε.
[52.8] Λέγεται δέ ποτε παρὰ δεῖπνον ὑπὲρ ὡρῶν καὶ κράσεως τοῦ περιέχοντος λόγων ὄντων τὸν Καλλισθένην, μετέχοντα δόξης τοῖς [δὲ] λέγουσι τἀκεῖ μᾶλλον εἶναι ψυχρὰ καὶ δυσχείμερα τῶν Ἑλληνικῶν, ἐναντιουμένου τοῦ Ἀναξάρχου καὶ φιλονικοῦντος, εἰπεῖν· [52.9] «ἀλλὰ μὴν ἀνάγκη σοὶ ταῦτ᾽ ἐκείνων ὁμολογεῖν ‹εἶναι› ψυχρότερα· σὺ γὰρ ἐκεῖ μὲν ἐν τρίβωνι διεχείμαζες, ἐνταῦθα δὲ τρεῖς ἐπιβεβλημένος δάπιδας κατάκεισαι». τὸν μὲν οὖν Ἀνάξαρχον καὶ τοῦτο προσπαρώξυνε.
[53.1] Τοὺς δ᾽ ἄλλους σοφιστὰς καὶ κόλακας ὁ Καλλισθένης ἐλύπει, σπουδαζόμενος μὲν ὑπὸ τῶν νέων διὰ τὸν λόγον, οὐχ ἧττον δὲ τοῖς πρεσβυτέροις ἀρέσκων διὰ τὸν βίον, εὔτακτον ὄντα καὶ σεμνὸν καὶ αὐτάρκη καὶ βεβαιοῦντα τὴν λεγομένην τῆς ἀποδημίας πρόφασιν, ὅτι τοὺς πολίτας καταγαγεῖν καὶ κατοικίσαι πάλιν τὴν πατρίδα φιλοτιμούμενος ἀνέβη πρὸς Ἀλέξανδρον. [53.2] φθονούμενος δὲ διὰ τὴν δόξαν, ἔστιν ἃ καὶ καθ᾽ αὑτοῦ τοῖς διαβάλλουσι παρεῖχε, τάς τε κλήσεις τὰ πολλὰ διωθούμενος, ἔν τε τῷ συνεῖναι βαρύτητι καὶ σιωπῇ δοκῶν οὐκ ἐπαινεῖν οὐδ᾽ ἀρέσκεσθαι τοῖς γινομένοις, ὥστε καὶ τὸν Ἀλέξανδρον εἰπεῖν ἐπ᾽ αὐτῷ·
μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός.
[53.3] Λέγεται δέ ποτε πολλῶν παρακεκλημένων ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἐπαινέσαι κελευσθεὶς ἐπὶ τοῦ ποτηρίου Μακεδόνας ὁ Καλλισθένης οὕτως εὐροῆσαι πρὸς τὴν ὑπόθεσιν, ὥστ᾽ ἀνισταμένους κροτεῖν καὶ βάλλειν τοὺς στεφάνους ἐπ᾽ αὐτόν· [53.4] εἰπεῖν οὖν τὸν Ἀλέξανδρον ὅτι, κατ᾽ Εὐριπίδην, τὸν λαβόντα τῶν λόγων
καλὰς ἀφορμὰς οὐ μέγ᾽ ἔργον εὖ λέγειν·
«ἀλλ᾽ ἔνδειξαι» φάναι «τὴν σαυτοῦ δύναμιν ἡμῖν κατηγορήσας Μακεδόνων, ἵνα καὶ βελτίους γένωνται μαθόντες ἃ πλημμελοῦσιν». [53.5] οὕτω δὴ τὸν ἄνδρα πρὸς τὴν παλινῳδίαν τραπόμενον πολλὰ παρρησιάσασθαι κατὰ τῶν Μακεδόνων, καὶ τὴν Ἑλληνικὴν στάσιν αἰτίαν ἀποφήναντα τῆς γενομένης περὶ Φίλιππον αὐξήσεως καὶ δυνάμεως, εἰπεῖν·
ἐν δὲ διχοστασίῃ καὶ ὁ πάγκακος ἔλλαχε τιμῆς·
[53.6] ἐφ᾽ ᾧ πικρὸν καὶ βαρὺ τοῖς Μακεδόσιν ἐγγενέσθαι μῖσος, καὶ τὸν Ἀλέξανδρον εἰπεῖν, ὡς οὐ τῆς δεινότητος ὁ Καλλισθένης, ἀλλὰ τῆς δυσμενείας Μακεδόσιν ἀπόδειξιν δέδωκε.


[52.1] Επειδή όλη τη νύχτα πέρασε άσχημα κλαίγοντας και την επόμενη ημέρα, εξαντλημένος πια από τα βογκητά και τον θρήνο, ήταν ξαπλωμένος χωρίς να μιλάει, βγάζοντας μόνο βαρείς αναστεναγμούς, φοβήθηκαν οι φίλοι του για την ησυχία και μπήκαν με τη βία στη σκηνή του. [52.2] Ο Αλέξανδρος όμως δεν έδινε σημασία στα λόγια κανενός άλλου· όταν όμως ο Αρίστανδρος του θύμισε τόσο το όνειρο που είδε για τον Κλείτο όσο και την ένδειξη ότι αυτά είχαν από παλαιά καθοριστεί από τη μοίρα, φάνηκε να υποχωρεί. [52.3] Γι᾽ αυτό έφεραν τον Καλλισθένη τον φιλόσοφο, συγγενή του Αριστοτέλη, και τον Ανάξαρχο από τα Άβδηρα. [52.4] Από αυτούς ο Καλλισθένης προσπαθούσε με ηθικά επιχειρήματα και με ηρεμία, χρησιμοποιώντας τη λογική και χωρίς να τον στενοχωρεί, να κατευνάσει τον πόνο του· ο Ανάξαρχος όμως, ακολουθώντας από την αρχή έναν ιδιαίτερο δρόμο στη φιλοσοφία και έχοντας αποκτήσει το όνομα του υπερόπτη και αδιάφορου προς τα καθιερωμένα, αμέσως μόλις μπήκε μέσα φώναξε δυνατά: [52.5] «αυτός είναι ο Αλέξανδρος, στον οποίο προσβλέπει σήμερα όλος ο κόσμος! Αυτός όμως είναι πεσμένος κάτω κλαίγοντας σαν δούλος, επειδή φοβάται τον νόμο και τον ψόγο των ανθρώπων, στους οποίους αυτός πρέπει να είναι ο νόμος και ο ρυθμιστής των δικαίων, αφού ακριβώς έχει νικήσει για να εξουσιάζει και να κυβερνά και όχι να είναι δούλος και να έχει κυριαρχηθεί από μάταιες αντιλήψεις». [52.6] «Δεν γνωρίζεις» είπε «ότι ο Δίας έχει δίπλα στον θρόνο του τη Δίκη και τη Θέμιδα, για να είναι θεμιτό και δίκαιο οτιδήποτε γίνεται από αυτόν που έχει την εξουσία;» [52.7] Τέτοια περίπου λέγοντας ο Ανάξαρχος ανακούφισε τον πόνο του βασιλιά· έκανε όμως τη συμπεριφορά του χειρότερη και περισσότερο βίαιη και τον ίδιο τον Αλέξανδρο τον έδεσε δυνατά μαζί του, ενώ τη συναναστροφή με τον Καλλισθένη, που γενικά δεν του ήταν ευχάριστη, γιατί ήταν αυστηρή, την έκανε ακόμη πιο δύσκολη. [52.8] Λένε μάλιστα ότι κάποτε σε κάποιο δείπνο, συζητώντας για τις εποχές του έτους και τη θερμοκρασία, ο Καλλισθένης, που συμφωνούσε με την άποψη εκείνων που έλεγαν ότι εκεί το κλίμα ήταν πιο ψυχρό και ο χειμώνας πιο βαρύς σε σχέση με την Ελλάδα, ενώ ο Ανάξαρχος είχε αντίθετη γνώμη και διαφωνούσε, του είπε: «είσαι υποχρεωμένος και εσύ να παραδεχτείς πως εδώ κάνει περισσότερο κρύο από όσο εκεί· γιατί εκεί έβγαζες τον χειμώνα με έναν μανδύα, ενώ εδώ ξαπλώνεις σκεπασμένος με τρία χαλιά». Αυτό έκανε τον Ανάξαρχο να οργιστεί ακόμη περισσότερο.
[53.1] Ο Καλλισθένης δυσαρεστούσε γενικά τους σοφιστές και τους κόλακες, επειδή ήταν αντικείμενο θαυμασμού από τους νέους για την ευγλωττία του· άρεσε όμως και στους μεγαλύτερους για τον τρόπο της ζωής του· μια ζωή με τάξη, σεμνότητα και αυτάρκεια, μια ζωή που επιβεβαίωνε την αιτία για την οποία λέγεται ότι πήγε στην εκστρατεία, ότι δηλαδή πήγε στον Αλέξανδρο φιλοδοξώντας να επαναφέρει και να εγκαταστήσει εκ νέου τους πολίτες στην πατρίδα τους. [53.2] Εκτός του ότι τον φθονούσαν για τη φήμη του, μερικές φορές έδινε ο ίδιος αφορμές στους συκοφάντες του να τον κακολογήσουν, όχι μόνο αρνούμενος τις περισσότερες φορές τις προσκλήσεις, αλλά και τις συναντήσεις με τον βασιλιά, δίνοντας την εντύπωση με τη σοβαρότητα και τη σιωπή ότι δεν επιδοκίμαζε ούτε και του άρεσαν αυτά που γίνονταν, ώστε και ο Αλέξανδρος να πει γι᾽ αυτόν «μισώ τον σοφιστή που δεν είναι σοφός για τον εαυτό του». [53.3] Κάποτε που είχαν προσκληθεί πολλοί σε δείπνο, όταν ζήτησαν από τον Καλλισθένη να επαινέσει σε πρόποση τους Μακεδόνες, λένε ότι ο Καλλισθένης μίλησε τόσο εύγλωττα για το θέμα, ώστε να χειροκροτούν όρθιοι και να του ρίχνουν τα στεφάνια τους. [53.4] Τότε λοιπόν ο Αλέξανδρος είπε ότι, σύμφωνα με τον Ευριπίδη, όποιος παίρνει μέρος σε μια συζήτηση «όταν έχει ωραίο ξεκίνημα, δεν είναι σπουδαίο πράγμα να μιλήσει ωραία». «Εμπρός δείξε μας» του είπε «τη δύναμή σου, κατηγορώντας τους Μακεδόνες, για να γίνουν καλύτεροι μαθαίνοντας από τα λάθη τους». [53.5] Έτσι λοιπόν ο άνδρας, αλλάζοντας τακτική είπε με θάρρος πολλά εναντίον των Μακεδόνων και, αφού έδειξε ότι η διχόνοια των Ελλήνων ήταν η αιτία της αύξησης της δύναμης του Φιλίππου που συνετελέσθη, είπε: «στη διχόνοια και ο πιο κακός αποκτά τιμή». [53.6] Εξαιτίας αυτού δημιουργήθηκε στους Μακεδόνες πικρό και μεγάλο μίσος, και ο Αλέξανδρος είπε ότι ο Καλλισθένης απέδειξε στους Μακεδόνες όχι τη ρητορική του δεινότητα αλλά την εμπάθειά του.