Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (3.1-4.11)


[3.1] Οὐ μὴν ἀλλὰ Φιλίππῳ μὲν μετὰ τὸ φάσμα πέμψαντι Χαίρωνα τὸν Μεγαλοπολίτην εἰς Δελφοὺς χρησμὸν κομισθῆναι λέγουσι παρὰ τοῦ θεοῦ, κελεύοντος Ἄμμωνι θύειν καὶ σέβεσθαι μάλιστα τοῦτον τὸν θεόν· [3.2] ἀποβαλεῖν δὲ τῶν ὄψεων αὐτὸν τὴν ἑτέραν, ἣν τῷ τῆς θύρας ἁρμῷ προσβαλών, κατώπτευσεν ἐν μορφῇ δράκοντος συνευναζόμενον τῇ γυναικὶ τὸν θεόν. [3.3] ἡ δ᾽ Ὀλυμπιάς, ὡς Ἐρατοσθένης φησί, προπέμπουσα τὸν Ἀλέξανδρον ἐπὶ τὴν στρατείαν, καὶ φράσασα μόνῳ τὸ περὶ τὴν τέκνωσιν ἀπόρρητον, ἐκέλευεν ἄξια φρονεῖν τῆς γενέσεως· [3.4] ἕτεροι δέ φασιν αὐτὴν ἀφοσιοῦσθαι καὶ λέγειν· «οὐ παύσεταί με διαβάλλων Ἀλέξανδρος πρὸς τὴν Ἥραν;»
[3.5] Ἐγεννήθη δ᾽ οὖν Ἀλέξανδρος ἱσταμένου μηνὸς Ἑκατομβαιῶνος, ὃν Μακεδόνες Λῷον καλοῦσιν, ἕκτῃ, καθ᾽ ἣν ἡμέραν ὁ τῆς Ἐφεσίας Ἀρτέμιδος ἐνεπρήσθη νεώς· [3.6] ᾧ γ᾽ Ἡγησίας ὁ Μάγνης ἐπιπεφώνηκεν ἐπιφώνημα κατασβέσαι τὴν πυρκαϊὰν ἐκείνην ὑπὸ ψυχρίας δυνάμενον· εἰκότως γὰρ ἔφη καταφλεχθῆναι τὸν νεών, τῆς Ἀρτέμιδος ἀσχολουμένης περὶ τὴν Ἀλεξάνδρου μαίωσιν. [3.7] ὅσοι δὲ τῶν μάγων ἐν Ἐφέσῳ διατρίβοντες ἔτυχον, τὸ περὶ τὸν νεὼν πάθος ἡγούμενοι πάθους ἑτέρου σημεῖον εἶναι, διέθεον, τὰ πρόσωπα τυπτόμενοι καὶ βοῶντες ἄτην ἅμα καὶ συμφορὰν μεγάλην τῇ Ἀσίᾳ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τετοκέναι. [3.8] Φιλίππῳ δ᾽ ἄρτι Ποτείδαιαν ᾑρηκότι τρεῖς ἧκον ἀγγελίαι κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, ἡ μὲν Ἰλλυριοὺς ἡττῆσθαι μάχῃ μεγάλῃ διὰ Παρμενίωνος, ἡ δ᾽ Ὀλυμπίασιν ἵππῳ κέλητι νενικηκέναι, τρίτη δὲ περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου γενέσεως. [3.9] ἐφ᾽ οἷς ἡδόμενον ὡς εἰκὸς ἔτι μᾶλλον οἱ μάντεις ἐπῆραν, ἀποφαινόμενοι τὸν παῖδα τρισὶ νίκαις συγγεγεννημένον ἀνίκητον ἔσεσθαι.
[4.1] Τὴν μὲν οὖν ἰδέαν τοῦ σώματος οἱ Λυσίππειοι μάλιστα τῶν ἀνδριάντων ἐμφαίνουσιν, ὑφ᾽ οὗ μόνου καὶ αὐτὸς ἠξίου πλάττεσθαι. [4.2] καὶ γὰρ ‹ὃ› μάλιστα πολλοὶ τῶν διαδόχων ὕστερον καὶ τῶν φίλων ἀπεμιμοῦντο, τήν τ᾽ ἀνάτασιν τοῦ αὐχένος εἰς εὐώνυμον ἡσυχῇ κεκλιμένου καὶ τὴν ὑγρότητα τῶν ὀμμάτων, διατετήρηκεν ἀκριβῶς ὁ τεχνίτης. [4.3] Ἀπελλῆς δὲ γράφων ‹αὐ›τὸν κεραυνοφόρον, οὐκ ἐμιμήσατο τὴν χρόαν, ἀλλὰ φαιότερον καὶ πεπινωμένον ἐποίησεν. ἦν δὲ λευκός, ὥς φασιν· ἡ δὲ λευκότης ἐπεφοίνισσεν αὐτοῦ περὶ τὸ στῆθος μάλιστα καὶ τὸ πρόσωπον. [4.4] ὅτι δὲ τοῦ χρωτὸς ἥδιστον ἀπέπνει καὶ τὸ στόμα κατεῖχεν εὐωδία καὶ τὴν σάρκα πᾶσαν, ὥστε πληροῦσθαι τοὺς χιτωνίσκους, ἀνέγνωμεν ἐν ὑπομνήμασιν Ἀριστοξενείοις· [4.5] αἰτία δ᾽ ἴσως ἡ τοῦ σώματος κρᾶσις, πολύθερμος οὖσα καὶ πυρώδης· ἡ γὰρ εὐωδία γίνεται πέψει τῶν ὑγρῶν ὑπὸ θερμότητος, ὡς οἴεται Θεόφραστος. [4.6] ὅθεν οἱ ξηροὶ καὶ διάπυροι τόποι τῆς οἰκουμένης τὰ πλεῖστα καὶ κάλλιστα τῶν ἀρωμάτων φέρουσιν· ἐξαιρεῖ γὰρ ὁ ἥλιος τὸ ὑγρόν, ὥσπερ ὕλην σηπεδόνος ἐπιπολάζον τοῖς σώμασιν. [4.7] Ἀλέξανδρον δ᾽ ἡ θερμότης τοῦ σώματος ὡς ἔοικε καὶ ποτικὸν καὶ θυμοειδῆ παρεῖχεν.
[4.8] Ἔτι δ᾽ ὄντος αὐτοῦ παιδὸς ἥ τε σωφροσύνη διεφαίνετο τῷ πρὸς τἆλλα ῥαγδαῖον ὄντα καὶ φερόμενον σφοδρῶς ἐν ταῖς ἡδοναῖς ταῖς περὶ τὸ σῶμα δυσκίνητον εἶναι καὶ μετὰ πολλῆς πρᾳότητος ἅπτεσθαι τῶν τοιούτων, ἥ τε φιλοτιμία παρ᾽ ἡλικίαν ἐμβριθὲς εἶχε τὸ φρόνημα καὶ μεγαλόψυχον. [4.9] οὔτε γὰρ ἀπὸ παντὸς οὔτε πᾶσαν ἠγάπα δόξαν, ὡς Φίλιππος λόγου τε δεινότητι σοφιστικῶς καλλωπιζόμενος, καὶ τὰς ἐν Ὀλυμπίᾳ νίκας τῶν ἁρμάτων ἐγχαράττων τοῖς νομίσμασιν, [4.10] ἀλλὰ καὶ τῶν περὶ αὐτὸν ἀποπειρωμένων, εἰ βούλοιτ᾽ ἂν Ὀλυμπίασιν ἀγωνίσασθαι στάδιον, ἦν γὰρ ποδώκης, «εἴ γε» ἔφη «βασιλεῖς ἔμελλον ἕξειν ἀνταγωνιστάς». [4.11] φαίνεται δὲ καὶ καθόλου πρὸς τὸ τῶν ἀθλητῶν γένος ἀλλοτρίως ἔχων· πλείστους γέ τοι θεὶς ἀγῶνας οὐ μόνον τραγῳδῶν καὶ αὐλητῶν καὶ κιθαρῳδῶν, ἀλλὰ καὶ ῥαψῳδῶν θήρας τε παντοδαπῆς καὶ ῥαβδομαχίας, οὔτε πυγμῆς οὔτε παγκρατίου μετά τινος σπουδῆς ἔθηκεν ἆθλον.


[3.1] Λένε ότι ο Φίλιππος μετά το όνειρο έστειλε στους Δελφούς τον Χαίρωνα από τη Μεγαλόπολη. Αυτός του έφερε χρησμό από τον θεό, ο οποίος τον πρόσταζε να προσφέρει θυσίες στον Άμμωνα Δία και να σέβεται τον θεό αυτόν περισσότερο από τους άλλους· [3.2] ακόμη ο χρησμός έλεγε ότι θα χάσει το ένα από τα δύο μάτια του, εκείνο που κόλλησε στη χαραμάδα της πόρτας και είδε τον θεό να κοιμάται με τη γυναίκα του με τη μορφή φιδιού. [3.3] Η Ολυμπιάδα, εξάλλου, ξεπροβοδώντας τον Αλέξανδρο για την εκστρατεία και αποκαλύπτοντας μόνο σ᾽ αυτόν, όπως λέει ο Ερατοσθένης, το μυστικό της γέννησής του, τον συμβούλευσε να συμπεριφέρεται όπως ταιριάζει στην καταγωγή του· [3.4] άλλοι όμως λένε ότι αυτή αρνήθηκε αυτά και είπε: «δεν θα σταματήσει ο Αλέξανδρος να με διαβάλλει στην Ήρα»; [3.5] Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στις έξι του Εκατομβαιώνα, που οι Μακεδόνες ονομάζουν Λώο, την ημέρα που κάηκε ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο. [3.6] Παίρνοντας αφορμή από αυτό το γεγονός ο Ηγησίας από τη Μαγνησία είχε πει μια εξυπνάδα ικανή με την κρυάδα της να σβήσει την πυρκαγιά εκείνη· είπε δηλαδή ότι ήταν αναμενόμενο να καεί ο ναός, αφού η Άρτεμη ασχολούνταν με τη γέννηση του Αλέξανδρου. [3.7] Όσοι μάγοι έτυχε τότε να βρίσκονται στην Έφεσο, θεωρώντας ότι η πυρπόληση του ναού ήταν σημάδι άλλης καταστροφής, έτρεχαν πέρα δώθε, χτυπώντας τα πρόσωπά τους και φωνάζοντας δυνατά ότι η ημέρα εκείνη είχε φέρει στον κόσμο καταστροφή και μεγάλη συμφορά για την Ασία. [3.8] Στον Φίλιππο, εξάλλου, που πρόσφατα είχε κυριεύσει την Ποτίδαια, είχαν φτάσει τρεις ειδήσεις ταυτόχρονα· η μια ότι οι Ιλλυριοί είχαν ηττηθεί σε μεγάλη μάχη από τον Παρμενίωνα, η άλλη ότι το άλογό του είχε νικήσει στους Ολυμπιακούς αγώνες και η τρίτη για τη γέννηση του Αλέξανδρου. [3.9] Τον Φίλιππο, ευχαριστημένο, όπως ήταν φυσικό, με όλα αυτά, ξεσήκωναν οι μάντεις ακόμη περισσότερο, λέγοντας ότι το παιδί θα είναι αήττητο, αφού συνέπεσε η γέννησή του με τρεις νίκες.
[4.1] Τη σωματική διάπλαση του Αλέξανδρου αποδίδουν περισσότερο από όλους οι ανδριάντες του Λυσίππου, από τον οποίο και μόνο ο ίδιος ο Αλέξανδρος είχε αξιώσει να γίνονται τα αγάλματά του. [4.2] Ο γλύπτης είχε κρατήσει με ακρίβεια σε όλα τα αγάλματα του βασιλιά αυτό κυρίως που πολλοί από τους διαδόχους και τους φίλους του μιμούνταν αργότερα, το σήκωμα του αυχένα που είχε ελαφρά κλίση προς τα αριστερά και την υγρότητα των ματιών του. [4.3] Ο Απελλής, εξάλλου, ζωγραφίζοντάς τον να κρατάει τον κεραυνό, δεν απέδωσε το χρώμα του, αλλά τον παρουσίασε πιο σκούρο και πιο μελαμψό. Ήταν άσπρος, όπως λένε, και η ασπράδα του κοκκίνιζε στο στήθος του περισσότερο και στο πρόσωπο. [4.4] Στα υπομνήματα, εξάλλου, του Αριστόξενου διαβάσαμε ότι το δέρμα του απέπνεε μια ευχάριστη μυρωδιά και μια ευωδιά άρχιζε από το στόμα και διαπερνούσε όλο το κορμί του, έτσι που να γεμίζουν και οι χιτώνες του. [4.5] Αυτό ίσως να οφειλόταν στην κράση του σώματός του, που ήταν πολύ θερμή και φλογερή. Γιατί, κατά τον Θεόφραστο, η ευωδιά προέρχεται από την πέψη των υγρών λόγω της θερμότητας. [4.6] Γι᾽ αυτό οι ξηροί και πολύ ζεστοί τόποι της γης παράγουν τα περισσότερα και ωραιότερα αρώματα· γιατί ο ήλιος στεγνώνει το υγρό που επικάθεται στην επιφάνεια των σωμάτων σαν είδος σαπίλας. [4.7] Η θερμότητα του σώματος, όπως φαίνεται, ήταν αυτή που τον έκανε φίλο του ποτού και παράφορο. [4.8] Από την παιδική ακόμη ηλικία διαφαινόταν η σύνεσή του. Ενώ στα άλλα ήταν ορμητικός και ασυγκράτητος, στις σωματικές ηδονές ήταν συγκρατημένος και τις δοκίμαζε με πολλή ηρεμία· η φιλοδοξία του παρά την ηλικία του κρατούσε το φρόνημά του σοβαρό και μεγαλόψυχο. [4.9] Δεν αγαπούσε τη δόξα που προερχόταν από οτιδήποτε ούτε και την κάθε μορφή της, όπως ο Φίλιππος, που περηφανευόταν για τη σοφιστική ικανότητα του λόγου του και αποτύπωνε πάνω στα νομίσματα τις νίκες των αρμάτων του στην Ολυμπία· [4.10] αλλά και, όταν οι γύρω από αυτόν επιχειρούσαν να μάθουν αν είχε την πρόθεση να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες σε αγώνα δρόμου, γιατί ήταν πολύ γρήγορος στο τρέξιμο, απαντούσε «εάν βέβαια επρόκειτο να έχω ανταγωνιστές βασιλιάδες». [4.11] Γενικά δεν συμπαθούσε και πολύ, όπως φαίνεται, τους αθλητές· μολονότι διοργάνωσε παρά πολλούς αγώνες όχι μόνο για τραγωδούς, αυλητές και κιθαρωδούς αλλά και για ραψωδούς και για κυνήγι κάθε είδους και κονταρομαχίες, δεν όρισε βραβείο με κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον ούτε για αγώνες πυγμαχίας ούτε για παγκράτιο.