Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (24.1-25.8)


[24.1] Μετὰ δὲ τὴν μάχην τὴν ἐν Ἰσσῷ πέμψας εἰς Δαμασκόν, ἔλαβε τὰ χρήματα καὶ τὰς ἀποσκευὰς καὶ τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας τῶν Περσῶν. [24.2] καὶ πλεῖστα μὲν ὠφελήθησαν οἱ τῶν Θεσσαλῶν ἱππεῖς· τούτους γὰρ ἄνδρας ἀγαθοὺς διαφερόντως ἐν τῇ μάχῃ γενομένους ἔπεμψεν ἐπίτηδες, ὠφεληθῆναι βουλόμενος· [24.3] ἐνεπλήσθη δὲ καὶ τὸ λοιπὸν εὐπορίας στρατόπεδον, καὶ γευσάμενοι τότε πρῶτον οἱ Μακεδόνες χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ γυναικῶν καὶ διαίτης βαρβαρικῆς, ὥσπερ κύνες ἔσπευδον ἁψάμενοι στίβου διώκειν καὶ ἀνιχνεύειν τὸν τῶν Περσῶν πλοῦτον.
[24.4] Οὐ μὴν ἀλλ᾽ Ἀλεξάνδρῳ πρῶτον ἐδόκει κρατύνεσθαι τὰ πρὸς θαλάσσῃ. Κύπρον μὲν οὖν εὐθὺς οἱ βασιλεῖς ἧκον ἐγχειρίζοντες αὐτῷ καὶ Φοινίκην πλὴν Τύρου. [24.5] Τύρον δὲ πολιορκῶν ἑπτὰ μῆνας χώμασι καὶ μηχαναῖς καὶ τριήρεσι διακοσίαις ἐκ θαλάττης, ὄναρ εἶδε τὸν Ἡρακλέα δεξιούμενον αὐτὸν ἀπὸ τοῦ τείχους καὶ καλοῦντα. [24.6] τῶν δὲ Τυρίων πολλοῖς κατὰ τοὺς ὕπνους ἔδοξεν ὁ Ἀπόλλων λέγειν, ὡς ἄπεισι πρὸς Ἀλέξανδρον· οὐ γὰρ ἀρέσκειν αὐτῷ τὰ πρασσόμενα κατὰ τὴν πόλιν. [24.7] ἀλλ᾽ οὗτοι μὲν ὥσπερ ἄνθρωπον αὐτομολοῦντα πρὸς τοὺς πολεμίους ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ τὸν θεὸν εἰληφότες, σειράς τε τῷ κολοσσῷ περιέβαλλον αὐτοῦ, καὶ καθήλουν πρὸς τὴν βάσιν, Ἀλεξανδριστὴν καλοῦντες. [24.8] ἑτέραν δ᾽ ὄψιν Ἀλέξανδρος εἶδε κατὰ τοὺς ὕπνους· σάτυρος αὐτῷ φανεὶς ἐδόκει προσπαίζειν πόρρωθεν, εἶτα βουλομένου λαβεῖν ὑπεξέφευγε· τέλος δὲ πολλὰ λιπαρήσαντος καὶ περιδραμόντος, ἦλθεν εἰς χεῖρας. [24.9] οἱ δὲ μάντεις τοὔνομα διαιροῦντες οὐκ ἀπιθάνως ἔφασαν αὐτῷ· «σὰ γενήσεται Τύρος». καὶ κρήνην δέ τινα δεικνύουσι, πρὸς ἣν κατὰ τοὺς ὕπνους ἰδεῖν ἔδοξε τὸν σάτυρον.
[24.10] Διὰ μέσου δὲ τῆς πολιορκίας ἐπὶ τοὺς Ἄραβας τοὺς προσοικοῦντας τῷ Ἀντιλιβάνῳ στρατεύσας, ἐκινδύνευσε διὰ τὸν παιδαγωγὸν Λυσίμαχον· ἐξηκολούθησε γὰρ αὐτῷ, λέγων τοῦ Φοίνικος οὐκ εἶναι χείρων οὐδὲ πρεσβύτερος. [24.11] ἐπεὶ δὲ πλησιάσας τοῖς ὀρεινοῖς καὶ τοὺς ἵππους ἀπολιπὼν πεζὸς ἐβάδιζεν, οἱ μὲν ἄλλοι πολὺ προῆλθον, αὐτὸς δὲ τὸν Λυσίμαχον, ἑσπέρας ἤδη καταλαμβανούσης καὶ τῶν πολεμίων ἐγγὺς ὄντων, ἀπαγορεύοντα καὶ βαρυνόμενον οὐχ ὑπομένων ἀπολιπεῖν, ἀλλ᾽ ἀνακαλούμενος καὶ παρακομίζων, ἔλαθε τοῦ στρατεύματος ἀποσπασθεὶς μετ᾽ ὀλίγων, καὶ σκότους ἅμα καὶ ῥίγους σφοδροῦ νυκτερεύων ἐν χωρίοις χαλεποῖς, εἶδεν οὐ πόρρω πυρὰ πολλὰ καιόμενα σποράδην τῶν πολεμίων. [24.12] θαρρῶν δὲ τοῦ σώματος τῇ κουφότητι, καὶ τῷ πονεῖν αὐτὸς ἀεὶ παραμυθούμενος τὴν ἀπορίαν τῶν Μακεδόνων, προσέδραμε τοῖς ἔγγιστα πῦρ καίουσι, [24.13] καὶ περικαθημένους τῇ πυρᾷ δύο βαρβάρους πατάξας τῷ ἐγχειριδίῳ καὶ δαλὸν ἁρπάσας ἧκε πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ κομίζων. [24.14] ἐναύσαντες δὲ πῦρ πολύ, τοὺς μὲν εὐθὺς ἐφόβησαν ὥστε φυγεῖν, τοὺς δ᾽ ἐπιόντας ἐτρέψαντο, καὶ κατηυλίσθησαν ἀκινδύνως. ταῦτα μὲν οὖν Χάρης ἱστόρηκεν.
[25.1] Ἡ δὲ πολιορκία τοιοῦτον ἔσχε πέρας. Ἀλεξάνδρου τὴν μὲν πολλὴν τῆς δυνάμεως ἀναπαύοντος ἀπὸ πολλῶν ἀγώνων τῶν ἔμπροσθεν, ὀλίγους δέ τινας, ὡς μὴ σχολάζοιεν οἱ πολέμιοι, τοῖς τείχεσι προσάγοντος, Ἀρίστανδρος ὁ μάντις ἐσφαγιάζετο, καὶ τὰ σημεῖα κατιδὼν θρασύτερον διωρίσατο πρὸς τοὺς παρόντας ἐν ἐκείνῳ τῷ μηνὶ πάντως ἁλώσεσθαι τὴν πόλιν. [25.2] γενομένου δὲ χλευασμοῦ καὶ γέλωτος (ἦν γὰρ ἡ τελευταία τοῦ μηνὸς ἡμέρα), διηπορημένον αὐτὸν ἰδὼν ὁ βασιλεύς, καὶ συμφιλοτιμούμενος ἀεὶ τοῖς μαντεύμασιν, ἐκέλευε μηκέτι τριακάδα τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ἀλλὰ τρίτην φθίνοντος ἀριθμεῖν, καὶ τῇ σάλπιγγι σημήνας ἀπεπειρᾶτο τῶν τειχῶν ἐρρωμενέστερον ἤπερ ἐξ ἀρχῆς διενοήθη. [25.3] γενομένης δὲ λαμπρᾶς ἐπιβολῆς, καὶ μηδὲ τῶν ἐπὶ στρατοπέδου καρτερούντων, ἀλλὰ συντρεχόντων καὶ προσβοηθούντων, ἀπεῖπον οἱ Τύριοι, καὶ τὴν πόλιν εἷλε κατ᾽ ἐκείνην τὴν ἡμέραν.
[25.4] Μετὰ δὲ ταῦτα πολιορκοῦντι Γάζαν αὐτῷ, τῆς Συρίας μεγίστην πόλιν, ἐμπίπτει βῶλος εἰς τὸν ὦμον, ἀφεθεὶς ἄνωθεν ὑπ᾽ ὄρνιθος· ὁ δ᾽ ὄρνις ὑφ᾽ ἓν τῶν μηχανημάτων καθίσας, ἔλαθεν ἐνσχεθεὶς τοῖς νευρίνοις κεκρυφάλοις, οἷς πρὸς τὰς ἐπιστροφὰς τῶν σχοινίων ἐχρῶντο. [25.5] καὶ τὸ σημεῖον ἀπέβη κατὰ τὴν Ἀριστάνδρου πρόρρησιν· ἐτρώθη μὲν γὰρ Ἀλέξανδρος εἰς τὸν ὦμον, ἔλαβε δὲ τὴν πόλιν.
[25.6] Ἀποστέλλων δὲ πολλὰ τῶν λαφύρων Ὀλυμπιάδι καὶ Κλεοπάτρᾳ καὶ τοῖς φίλοις, κατέπεμψε καὶ Λεωνίδῃ τῷ παιδαγωγῷ τάλαντα λιβανωτοῦ πεντακόσια καὶ σμύρνης ἑκατόν, ἀναμνησθεὶς παιδικῆς ἐλπίδος. [25.7] ὁ γὰρ Λεωνίδης ὡς ἔοικεν ἐν θυσίᾳ ποτὲ πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον ἐπιδραξάμενον ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶ καὶ καθαγίσαντα τοῦ θυμιάματος, «ὅταν» ἔφη «τῆς ἀρωματοφόρου κρατήσῃς Ἀλέξανδρε, πλουσίως οὕτως ἐπιθυμιάσεις· νῦν δὲ φειδομένως χρῶ τοῖς παροῦσι». [25.8] τότ᾽ οὖν Ἀλέξανδρος ἔγραψε πρὸς αὐτόν· «ἀπεστάλκαμέν σοι λιβανωτὸν ἄφθονον καὶ σμύρναν, ὅπως παύσῃ πρὸς τοὺς θεοὺς μικρολογούμενος».


[24.1] Μετά τη μάχη στην Ισσό έστειλε ο Αλέξανδρος ανθρώπους του στη Δαμασκό και πήρε τα πράγματα, τις αποσκευές, τα παιδιά και τις γυναίκες των Περσών. [24.2] Περισσότερο ωφελήθηκαν οι ιππείς των Θεσσαλών· γιατί αυτούς, επειδή διακρίθηκαν ιδιαίτερα στη μάχη για την παλικαριά τους, έστειλε επίτηδες, επειδή ήθελε να ωφεληθούν· [24.3] αλλά και ο υπόλοιπος στρατός γέμισε με πλούτη· και καθώς τότε ήταν η πρώτη φορά που οι Μακεδόνες γεύονταν χρυσό, ασήμι, γυναίκες και βαρβαρικό τρόπο ζωής, έτρεχαν σαν τα σκυλιά στο κυνήγι που ψάχνουν τα ίχνη, επιδιώκοντας και ανιχνεύοντας τα πλούτη των Περσών. [24.4] Ωστόσο, ο Αλέξανδρος έκρινε σωστό να ισχυροποιηθεί πρώτα στα παράλια. Οι βασιλείς λοιπόν ήρθαν και του εμπιστεύθηκαν αμέσως την Κύπρο και τη Φοινίκη εκτός από την Τύρο. [24.5] Κατά την επτάμηνη πολιορκία της Τύρου με επιχωματώσεις, πολιορκητικές μηχανές και με διακόσιες τριήρεις από τη μεριά της θάλασσας, είδε όνειρο ότι ο Ηρακλής τού άπλωνε το χέρι από το τείχος και τον καλούσε. [24.6] Εξάλλου, πολλοί κάτοικοι της Τύρου ονειρεύτηκαν ότι ο Απόλλων τούς έλεγε ότι θα έφευγε από την πόλη και θα πήγαινε στον Αλέξανδρο· γιατί δεν του άρεσαν αυτά που γίνονταν στην πόλη. [24.7] Αυτοί λοιπόν, σαν να είχαν πιάσει το θεό επ᾽ αυτοφώρω, όπως έναν άνθρωπο που λιποτακτεί προς τους εχθρούς, έδεσαν με χοντρά σκοινιά το πελώριο άγαλμά του και το κάρφωσαν στη βάση του, αποκαλώντας το φίλο του Αλέξανδρου. [24.8] Ο Αλέξανδρος είδε στον ύπνο του και άλλο όνειρο· εμφανίστηκε ένας σάτυρος και του φάνηκε πως τον κορόιδευε από μακριά· και κάθε φορά που ήθελε να τον πιάσει, του ξέφευγε· τελικά, ύστερα από πολύ παρακαλητό και κυνήγημα τον έπιασε. [24.9] Οι μάντεις, χωρίζοντας τη λέξη σάτυρος κατά τρόπο πειστικό, του είπαν: «η Τύρος θα γίνει δική σου (: σα-Τυρος)». Δείχνουν ακόμη κάποια βρύση, κοντά στην οποία του φάνηκε ότι είδε στον ύπνο του τον σάτυρο. [24.10] Όσο διαρκούσε η πολιορκία εξεστράτευσε εναντίον των Αράβων που κατοικούσαν κοντά στον Αντιλίβανο και διακινδύνευσε για χάρη του παιδαγωγού Λυσίμαχου· γιατί τον είχε ακολουθήσει, ισχυριζόμενος ότι δεν ήταν ούτε κατώτερος ούτε μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Φοίνικα. [24.11] Όταν πλησίασαν στα βουνά και αφήνοντας τα άλογα προχωρούσαν πεζοί, όλοι ο άλλοι είχαν προχωρήσει πολύ μπροστά, ενώ ο ίδιος, καθώς τους είχε πιάσει η νύχτα και οι εχθροί ήταν κοντά, δεν το βαστούσε η καρδιά του να αφήσει πίσω τον Λυσίμαχο, που κουράστηκε και βάρυνε, αλλά του μιλούσε συνέχεια και τον έπαιρνε κοντά του· έτσι, δεν κατάλαβε ότι είχε αποσπασθεί από τον κύριο όγκο του στρατού με λίγους άνδρες, και διανυκτερεύοντας σε δύσκολες περιοχές μέσα σε σκοτάδι και τσουχτερό κρύο, είδε να καίνε όχι πολύ μακριά εδώ και εκεί πολλές φωτιές των εχθρών. [24.12] Καθώς βασιζόταν στην ευκινησία του σώματός του και ήταν συνηθισμένος να καθησυχάζει τους Μακεδόνες στις δυσκολίες τους με προσωπική του συμμετοχή στους κόπους, έτρεξε σε αυτούς που έκαιγαν φωτιά σε πολύ κοντινή απόσταση [24.13] και χτυπώντας με το ξίφος του δυο βαρβάρους που κάθονταν γύρω από τη φωτιά, άρπαξε ένα δαυλό και τον έφερε στους δικούς του. [24.14] Και αφού άναψαν μεγάλη φωτιά, σε άλλους προξένησαν αμέσως φόβο ώστε να το βάλουν στα πόδια, ενώ αυτούς που τους επιτέθηκαν τους έτρεψαν σε φυγή και διανυκτέρευσαν χωρίς κίνδυνο. Αυτά λοιπόν έχει εξιστορήσει ο Χάρης.
[25.1] Η πολιορκία της Τύρου εξελίχτηκε ως εξής. Ενώ ο Αλέξανδρος ξεκούραζε το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής του ύστερα από τις πολλές προηγούμενες μάχες, και κάποιους είχε οδηγήσει κοντά στα τείχη, για να μην ησυχάζουν οι εχθροί, ο Αρίστανδρος ο μάντης έκανε θυσία· και βλέποντας τα σημάδια καθόρισε με περισσή σιγουριά προς τους παρευρισκομένους ότι μέσα σε εκείνο τον μήνα θα κυριευόταν η πόλη οπωσδήποτε. [25.2] Και επειδή τον χλεύαζαν και γελούσαν —γιατί ήταν η τελευταία μέρα του μήνα—, βλέποντάς τον ο Αλέξανδρος να βρίσκεται σε δύσκολη θέση και εκτιμώντας πάντοτε τις προφητείες του, έδωσε διαταγή να μην υπολογίζουν πια εκείνη την ημέρα ως τριακοστή αλλά ως εικοστή όγδοη· και αφού δόθηκε το σύνθημα με τη σάλπιγγα, επιτέθηκε στα τείχη με περισσότερη δύναμη από ό,τι αρχικά είχε σχεδιάσει. [25.3] Και επειδή η επίθεση ήταν σφοδρή, αφού ούτε οι ευρισκόμενοι στο στρατόπεδο περίμεναν τη διαταγή αλλά έτρεχαν σύσσωμοι και βοηθούσαν, οι Τύριοι λύγισαν· έτσι, ο Αλέξανδρος κατέλαβε εκείνη την ημέρα την πόλη. [25.4] Ύστερα από αυτά, ενώ πολιορκούσε τη Γάζα, τη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας, έπεσε στον ώμο του Αλέξανδρου ένας βώλος που είχε αφεθεί από ψηλά από κάποιο πουλί, που πήγε και κάθισε κάτω από μια πολιορκητική μηχανή και κατά λάθος σφηνώθηκε στο δίχτυ των νεύρων που χρησιμοποιούσαν για να στρέφουν τα σχοινιά. [25.5] Και έτσι εκπληρώθηκε και ο οιωνός σύμφωνα με την προφητεία του Αρίστανδρου· γιατί πληγώθηκε ο Αλέξανδρος στον ώμο, αλλά κατέλαβε την πόλη. [25.6] Στέλνοντας πολλά λάφυρα στην Ολυμπιάδα, στην Κλεοπάτρα και στους φίλους του, έστειλε και στον Λεωνίδα τον παιδαγωγό του πεντακόσια τάλαντα λιβάνι και εκατό σμύρνα, επειδή θυμήθηκε κάποιαν υποχρέωση των παιδικών του χρόνων. [25.7] Όπως φαίνεται, σε κάποια θυσία, όταν ο Αλέξανδρος άρπαξε με τα δυο τα χέρια το θυμίαμα και το έριξε στο θυσιαστήριο, ο Λεωνίδας του είπε: «Αλέξανδρε, όταν γίνεις κύριος χώρας πλούσιας σε αρώματα, τότε να ρίχνεις τόσο πολύ θυμίαμα· τώρα όμως να χρησιμοποιείς με φειδώ αυτά που έχεις». [25.8] Τότε λοιπόν ο Αλέξανδρος του έγραψε: «σου έχουμε στείλει άφθονο λιβάνι και σμύρνα, για να πάψεις να φέρεσαι με μικροπρέπεια προς τους θεούς».