Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Θεμιστοκλῆς (11.1-11.6)


[11.1] Ταῦτά τε δὴ μεγάλα τοῦ Θεμιστοκλέους, καὶ τοὺς πολίτας αἰσθόμενος ποθοῦντας Ἀριστείδην καὶ δεδιότας μὴ δι᾽ ὀργὴν τῷ βαρβάρῳ προσθεὶς ἑαυτὸν ἀνατρέψῃ τὰ πράγματα τῆς Ἑλλάδος —ἐξωστράκιστο γὰρ πρὸ τοῦ πολέμου καταστασιασθεὶς ὑπὸ Θεμιστοκλέους—, γράφει ψήφισμα, τοῖς ἐπὶ χρόνῳ μεθεστῶσιν ἐξεῖναι κατελθοῦσι πράττειν καὶ λέγειν τὰ βέλτιστα τῇ Ἑλλάδι μετὰ τῶν ἄλλων πολιτῶν.
[11.2] Εὐρυβιάδου δὲ τὴν μὲν ἡγεμονίαν τῶν νεῶν ἔχοντος διὰ τὸ τῆς Σπάρτης ἀξίωμα, μαλακοῦ δὲ παρὰ τὸν κίνδυνον ὄντος, αἴρειν δὲ βουλομένου καὶ πλεῖν ἐπὶ τὸν Ἰσθμόν, ὅπου καὶ τὸ πεζὸν ἤθροιστο τῶν Πελοποννησίων, ὁ Θεμιστοκλῆς ἀντέλεγεν. [11.3] ὅτε καὶ τὰ μνημονευόμενα λεχθῆναί φασι· τοῦ γὰρ Εὐρυβιάδου πρὸς αὐτὸν εἰπόντος· «ὦ Θεμιστόκλεις, ἐν τοῖς ἀγῶσι τοὺς προεξανισταμένους ῥαπίζουσι», «ναί» εἶπεν ὁ Θεμιστοκλῆς, «ἀλλὰ τοὺς ἀπολειφθέντας οὐ στεφανοῦσιν». ἐπαραμένου δὲ τὴν βακτηρίαν ὡς πατάξοντος, ὁ Θεμιστοκλῆς ἔφη· «πάταξον μέν, ἄκουσον δέ». [11.4] θαυμάσαντος δὲ τὴν πρᾳότητα τοῦ Εὐρυβιάδου καὶ λέγειν κελεύσαντος, ὁ μὲν Θεμιστοκλῆς ἀνῆγεν αὐτὸν ἐπὶ τὸν λόγον· [11.5] εἰπόντος δέ τινος ὡς ἀνὴρ ἄπολις οὐκ ὀρθῶς διδάσκοι τοὺς ἔχοντας ἐγκαταλιπεῖν καὶ προέσθαι τὰς πατρίδας, ὁ Θεμιστοκλῆς ἐπιστρέψας τὸν λόγον «ἡμεῖς τοι» εἶπεν «ὦ μοχθηρέ, τὰς μὲν οἰκίας καὶ τὰ τείχη καταλελοίπαμεν, οὐκ ἀξιοῦντες ἀψύχων ἕνεκα δουλεύειν· πόλις δ᾽ ἡμῖν ἔστι μεγίστη τῶν Ἑλληνίδων, αἱ διακόσιαι τριήρεις, αἳ νῦν μὲν ὑμῖν παρεστᾶσι βοηθοὶ σῴζεσθαι δι᾽ αὐτῶν βουλομένοις, εἰ δ᾽ ἄπιτε δεύτερον ἡμᾶς προδόντες, αὐτίκα πεύσεταί τις Ἑλλήνων Ἀθηναίους καὶ πόλιν ἐλευθέραν καὶ χώραν οὐ χείρονα κεκτημένους ἧς ἀπέβαλον». ταῦτα τοῦ Θεμιστοκλέους εἰπόντος, ἔννοια καὶ δέος ἔσχε τὸν Εὐρυβιάδην τῶν Ἀθηναίων, μὴ σφᾶς ἀπολείποντες οἴχωνται. [11.6] τοῦ δ᾽ Ἐρετριέως πειρωμένου τι λέγειν πρὸς αὐτόν, «ἦ γάρ» ἔφη «καὶ ὑμῖν περὶ πολέμου τίς ἐστι λόγος, οἳ καθάπερ αἱ τευθίδες μάχαιραν μὲν ἔχετε, καρδίαν δ᾽ οὐκ ἔχετε;»


ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ (Κεφ. 11 - 15)
Πολεμικό συμβούλιο των Ελλήνων
[11.1] Βέβαια, αυτές οι πραξεις του Θεμιστοκλή είναι μεγαλες. Αλλά είναι και άλλες ακόμη. Επειδή κατάλαβε ότι οι πολίτες ήθελαν επίμονα τον Αριστείδη και είχαν το φόβο μήπως αυτός ερεθισμένος από την οργή του προσχωρήσει στους βαρβάρους και βλάψει τα ελληνικά συμφέροντα (γιατί, όπως είπαμε, είχε εξοστρακιστεί πριν από τον πόλεμο, κυνηγημένος για κομματικούς λόγους από το Θεμιστοκλή) υποβάλλει έγγραφη πρόταση στην εκκλησία του δήμου να επιτραπεί σε όσους έχουν απομακρυνθεί για ορισμένο χρόνο, να επιστρέψουν, για να πράττουν και να συμβουλεύουν και αυτοί μαζί με τους άλλους πολίτες ό,τι κρίνουν καλύτερο για την Ελλάδα.
[11.2] Όταν ο Ευρυβιάδης, που χάρη στο μεγάλο κύρος της Σπάρτης είχε την αρχηγία του στόλου, που ήταν όμως άνθρωπος άτολμος μπροστά στον κίνδυνο, ήθελε να ξεκινήσουν και να τραβήξουν προς τον Ισθμό, όπου είχε συγκεντρωθεί και το πεζικό των Πελοποννησίων, ο Θεμιστοκλής διατύπωσε αντίρρηση. Και τότε λένε πως ειπώθηκαν τα περίφημα εκείνα λόγια που μνημονεύονται ως σήμερα. [11.3] Δηλαδή, όταν ο Ευρυβιάδης του είπε «Θεμιστοκλή, στους αγώνες, όσους ξεκινούν πριν από την ώρα τους τους ραβδίζουν», «ναι» αποκρίθηκε ο Θεμιστοκλής, «αλλά όσους μένουν πίσω δεν τους στεφανώνουν». Και μόλις εκείνος σήκωσε το ραβδί του για να τον χτυπήσει, ο Θεμιστοκλής του λέει· «Χτύπησέ με, μα άκουσέ με!» [11.4] Και όταν ο Ευρυβιάδης θαυμάζοντας την αταραξία του Θεμιστοκλή, του έδωσε την άδεια να μιλήσει, αυτός προσπάθησε πάλι να τον φέρει στην άποψή του. [11.5] Αλλά κάποιος είπε τότε πως ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα δεν είναι σωστό να συμβουλεύει εκείνους που έχουν πατρίδες να τις εγκαταλείψουν και να αδιαφορήσουν γι᾽ αυτές. Σ᾽ αυτόν ο Θεμιστοκλής, αντιστρέφοντας το συλλογισμό, αποκρίθηκε: «Εμείς βέβαια, καημένε, τα σπίτια μας και τα τείχη μας τα έχουμε αφήσει, γιατί θαρρούμε πως δεν αξίζει να γίνουμε δούλοι γι᾽ άψυχα πράματα· πάντως όμως εμείς έχουμε την πιο μεγάλη απ᾽ όλες τις ελληνικές πατρίδες: τα διακόσια πολεμικά πλοία που βρίσκονται εδώ έτοιμα να σας βοηθήσουν, αν θέλετε να σωθείτε με αυτά· μα, αν μας προδώσετε για δεύτερη φορά και φύγετε απ᾽ εδώ, αμέσως θα μάθει ο κάθε Έλληνας ότι οι Αθηναίοι έχουν και πατρίδα ελεύθερη και χώρα όχι κατώτερη από εκείνη που έχασαν». Τα λόγια αυτά του Θεμιστοκλή έβαλαν σ᾽ έγνοια και τρόμαξαν τον Ευρυβιάδη, μήπως οι Αθηναίοι τους αφήσουν και φύγουν. [11.6] Και, σαν ο στρατηγός των Ερετριέων δοκίμασε κάτι να πει, ο Θεμιστοκλής του λέει «Πώς; μιλάτε για πόλεμο κι εσείς που, σαν τα καλαμάρια, μαχαίρι έχετε, μα καρδιά δεν έχετε;»