Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Θεμιστοκλῆς (5.1-5.7)


[5.1] Σύντονον δ᾽ αὐτὸν γεγονέναι χρηματιστὴν οἱ μέν τινές φασι δι᾽ ἐλευθεριότητα· καὶ γὰρ φιλοθύτην ὄντα καὶ λαμπρὸν ἐν ταῖς περὶ τοὺς ξένους δαπάναις, ἀφθόνου δεῖσθαι χορηγίας· οἱ δὲ τοὐναντίον γλισχρότητα πολλὴν καὶ μικρολογίαν κατηγοροῦσιν, ὡς καὶ τὰ πεμπόμενα τῶν ἐδωδίμων πωλοῦντος. [5.2] ἐπεὶ δὲ Διφιλίδης ὁ ἱπποτρόφος αἰτηθεὶς ὑπ᾽ αὐτοῦ πῶλον οὐκ ἔδωκεν, ἠπείλησε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ταχὺ ποιήσειν δούρειον ἵππον, αἰνιξάμενος ἐγκλήματα συγγενικὰ καὶ δίκας τῷ ἀνθρώπῳ πρὸς οἰκείους τινὰς ταράξειν.
[5.3] Τῇ δὲ φιλοτιμίᾳ πάντας ὑπερέβαλεν, ὥστ᾽ ἔτι μὲν ὢν νέος καὶ ἀφανὴς Ἐπικλέα τὸν ἐξ Ἑρμιόνος κιθαριστὴν σπουδαζόμενον ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων ἐκλιπαρῆσαι μελετᾶν παρ᾽ αὐτῷ, φιλοτιμούμενος πολλοὺς τὴν οἰκίαν ζητεῖν καὶ φοιτᾶν πρὸς αὐτόν. [5.4] εἰς δ᾽ Ὀλυμπίαν ἐλθὼν καὶ διαμιλλώμενος τῷ Κίμωνι περὶ δεῖπνα καὶ σκηνὰς καὶ τὴν ἄλλην λαμπρότητα καὶ παρασκευήν, οὐκ ἤρεσκε τοῖς Ἕλλησιν. ἐκείνῳ μὲν γὰρ ὄντι νέῳ καὶ ἀπ᾽ οἰκίας μεγάλης ᾤοντο δεῖν τὰ τοιαῦτα συγχωρεῖν· ὁ δὲ μήπω γνώριμος γεγονώς, ἀλλὰ δοκῶν ἐξ οὐχ ὑπαρχόντων καὶ παρ᾽ ἀξίαν ἐπαίρεσθαι, προσωφλίσκανεν ἀλαζονείαν. [5.5] ἐνίκησε δὲ καὶ χορηγῶν τραγῳδοῖς, μεγάλην ἤδη τότε σπουδὴν καὶ φιλοτιμίαν τοῦ ἀγῶνος ἔχοντος, καὶ πίνακα τῆς νίκης ἀνέθηκε τοιαύτην ἐπιγραφὴν ἔχοντα· «Θεμιστοκλῆς Φρεάρριος ἐχορήγει, Φρύνιχος ἐδίδασκεν, Ἀδείμαντος ἦρχεν». [5.6] οὐ μὴν ἀλλὰ τοῖς πολλοῖς ἐνήρμοττε, τοῦτο μὲν ἑκάστου τῶν πολιτῶν τοὔνομα λέγων ἀπὸ στόματος, τοῦτο δὲ κριτὴν ἀσφαλῆ περὶ τὰ συμβόλαια παρέχων ἑαυτόν, ὥς που καὶ πρὸς Σιμωνίδην τὸν Κεῖον εἰπεῖν, αἰτούμενόν τι τῶν οὐ μετρίων παρ᾽ αὐτοῦ στρατηγοῦντος, ὡς οὔτ᾽ ἐκεῖνος ἂν γένοιτο ποιητὴς ἀγαθὸς ᾄδων παρὰ μέλος, οὔτ᾽ αὐτὸς ἀστεῖος ἄρχων παρὰ νόμον χαριζόμενος. [5.7] πάλιν δέ ποτε τὸν Σιμωνίδην ἐπισκώπτων ἔλεγε νοῦν οὐκ ἔχειν, Κορινθίους μὲν λοιδοροῦντα μεγάλην οἰκοῦντας πόλιν, αὑτοῦ δὲ ποιούμενον εἰκόνας οὕτως ὄντος αἰσχροῦ τὴν ὄψιν. αὐξόμενος δὲ καὶ τοῖς πολλοῖς ἀρέσκων, τέλος κατεστασίασε καὶ μετέστησεν ἐξοστρακισθέντα τὸν Ἀριστείδην.


Χαρακτηριστικά ανέκδοτα
[5.1] Μερικοί ισχυρίζονται ότι ο Θεμιστοκλής ζητούσε με επιμονή να μαζεύει χρήματα, γιατί ήθελε να ξοδεύει γενναιόδωρα· και πράγματι, επειδή πολύ του άρεσε να προσφέρει πλούσιες θυσίες και αγαπούσε τη μεγαλοπρέπεια όταν δαπανούσε για τους ξένους, είχε ανάγκη από άφθονα μέσα. Άλλοι όμως, αντίθετα, τον κατηγορούν για φιλαργυρία και μικροπρέπεια και λένε πως έφτανε στο σημείο να πουλεί και αυτά τα τρόφιμα που του έστελναν για δώρα. [5.2] Αναφέρουν μάλιστα πως, όταν ο Διφιλίδης, ο ιπποτρόφος, δεν του έδωσε ένα πουλάρι που του ζήτησε, ο Θεμιστοκλής τον απείλησε ότι γρήγορα θα κάμει το σπίτι του « δούρειον ίππον », δίνοντας σκεπαστά να καταλάβει πως θα ξεσήκωνε εναντίον του κατηγορίες συγγενών του και δίκες με ανθρώπους του σπιτιού του.
[5.3] Στη φιλοδοξία όλους τους ξεπέρασε. Όταν ήταν ακόμη νέος και άσημος, παρακάλεσε θερμά τον Επικλή από την Ερμιόνη, που δίδασκε μουσική και πολύ τον εκτιμούσαν οι Αθηναίοι, να δίνει τα μαθήματά του στο σπίτι του, γιατί είχε τη φιλοδοξία να ζητούν το σπίτι του πολλοί και να συχνάζουν σ᾽ αυτόν. [5.4] Επίσης λένε πως ο Θεμιστοκλής, όταν ήρθε κάποτε στην Ολυμπία και βάλθηκε να ξεπεράσει τον Κίμωνα στην πολυτέλεια των δείπνων και των σκηνών και στην άλλη λαμπρότητα και επίδειξη, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των Ελλήνων. Γιατί στον Κίμωνα που ήταν νέος και από μεγάλο σπίτι, νόμιζαν ότι έπρεπε να του συγχωρούν τέτοιες πολυτέλειες· αλλά ο Θεμιστοκλής που δεν είχε γίνει ακόμη γνωστός και φαινόταν να περηφανεύεται για πράγματα που δεν είχε και που ήταν ανώτερα από τις δυνάμεις του, κατακρίθηκε για αλαζονεία. [5.5] Επίσης κέρδισε τη νίκη ως χορηγός σε μια παράσταση τραγωδίας τότε που ο διαγωνισμός των τραγωδιών είχε πια μεγάλη σημασία και καθένας φιλοδοξούσε να νικήσει. Αφιέρωσε μάλιστα και μιαν εικόνα γι᾽ ανάμνηση της νίκης του με τέτοια επιγραφή: «Ο Θεμιστοκλής ο Φρεάρριος ήταν ο χορηγός, Φρύνιχος ήταν ο ποιητής, Αδείμαντος ο επώνυμος άρχοντας».
[5.6] Και όμως άρεσε στον πολύν κόσμο, γιατί και του καθενός από τους συμπολίτες του θυμόταν το όνομά του και τον προσφωνούσε με αυτό και ακόμη γιατί φαινόταν κριτής αμερόληπτος στις ιδιωτικές τους διαφορές. Έτσι κάποτε και στο Σιμωνίδη από την Κέα, που ζητούσε από το Θεμιστοκλή, όταν ήταν στρατηγός, κάτι όχι σωστό, λέγεται πως του είπε: «Ούτ᾽ εσύ θα ήσουν καλός ποιητής, αν τραγουδούσες παράφωνα, ούτ᾽ εγώ καλός άρχοντας, αν έκανα χατίρια παράνομα». Και άλλη φορά πάλι περιπαίζοντας το Σιμωνίδη του έλεγε πως δεν έχει μυαλό να κακολογεί τους Κορινθίους που έχουν μία μεγάλη πόλη και να βάζει να του κάνουν την εικόνα του, ενώ είναι τόσο άσχημος.
Τέλος, όταν μεγάλωσε η πολιτική του δύναμη και κέρδισε την εύνοια του λαού, κατόρθωσε να επικρατήσει το κόμμα του και απομάκρυνε τον Αριστείδη με το νόμο του εξοστρακισμού.