Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Θεμιστοκλῆς (29.1-29.11)


[29.1] Ἅμα δ᾽ ἡμέρᾳ συγκαλέσας τοὺς φίλους εἰσῆγεν αὐτόν, οὐδὲν ἐλπίζοντα χρηστὸν ἐξ ὧν ἑώρα τοὺς ἐπὶ θύραις, εὐθὺς ὡς ἐπύθοντο τοὔνομα παριόντος αὐτοῦ, χαλεπῶς διακειμένους καὶ κακῶς λέγοντας. [29.2] ἔτι δὲ Ῥωξάνης ὁ χιλίαρχος, ὡς κατ᾽ αὐτὸν ἦν ὁ Θεμιστοκλῆς προσιών, καθημένου βασιλέως καὶ τῶν ἄλλων σιωπώντων, ἀτρέμα στενάξας εἶπεν· «ὄφις Ἕλλην ὁ ποικίλος, ὁ βασιλέως σε δαίμων δεῦρο ἤγαγεν». [29.3] οὐ μὴν ἀλλ᾽ εἰς ὄψιν ἐλθόντος αὐτοῦ καὶ πάλιν προσκυνήσαντος, ἀσπασάμενος καὶ προσειπὼν φιλοφρόνως ὁ βασιλεύς, ἤδη μὲν διακόσια τάλαντα ὀφείλειν ἔφησεν αὐτῷ· κομίσαντα γὰρ αὑτὸν ἀπολήψεσθαι δικαίως τὸ ἐπικηρυχθὲν τῷ ἀγαγόντι· πολλῷ δὲ πλείω τούτων ὑπισχνεῖτο καὶ παρεθάρρυνε καὶ λέγειν ἐδίδου περὶ τῶν Ἑλληνικῶν ἃ βούλοιτο παρρησιαζόμενον. [29.4] ὁ δὲ Θεμιστοκλῆς ἀπεκρίνατο, τὸν λόγον ἐοικέναι τοῦ ἀνθρώπου τοῖς ποικίλοις στρώμασιν· ὡς γὰρ ἐκεῖνα καὶ τοῦτον ἐκτεινόμενον μὲν ἐπιδεικνύναι τὰ εἴδη, συστελλόμενον δὲ κρύπτειν καὶ διαφθείρειν· ὅθεν αὐτῷ χρόνου δεῖν. [29.5] ἐπεὶ δ᾽ ἡσθέντος τοῦ βασιλέως τῇ εἰκασίᾳ καὶ λαμβάνειν κελεύσαντος, ἐνιαυτὸν αἰτησάμενος καὶ τὴν Περσίδα γλῶτταν ἀποχρώντως ἐκμαθὼν ἐνετύγχανε βασιλεῖ δι᾽ αὑτοῦ, τοῖς μὲν ἐκτὸς δόξαν παρέσχε περὶ τῶν Ἑλληνικῶν πραγμάτων διειλέχθαι, πολλῶν δὲ καινοτομουμένων περὶ τὴν αὐλὴν καὶ τοὺς φίλους ὑπὸ τοῦ βασιλέως ἐν ἐκείνῳ τῷ χρόνῳ, φθόνον ἔσχε παρὰ τοῖς δυνατοῖς, ὡς καὶ κατ᾽ ἐκείνων παρρησίᾳ χρῆσθαι πρὸς αὐτὸν ἀποτετολμηκώς. [29.6] οὐδὲ γὰρ ἦσαν αἱ τιμαὶ ταῖς τῶν ἄλλων ἐοικυῖαι ξένων, ἀλλὰ καὶ κυνηγεσίων βασιλεῖ μετέσχε καὶ τῶν οἴκοι διατριβῶν, ὥστε καὶ μητρὶ τῇ βασιλέως ἐς ὄψιν ἐλθεῖν καὶ γενέσθαι συνήθης, διακοῦσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων τοῦ βασιλέως κελεύσαντος. [29.7] ἐπεὶ δὲ Δημάρατος ὁ Σπαρτιάτης αἰτήσασθαι δωρεὰν κελευσθεὶς ᾐτήσατο τὴν κίταριν ὥσπερ οἱ βασιλεῖς ἐπαράμενος εἰσελάσαι διὰ Σάρδεων, Μιθροπαύστης μὲν ἀνεψιὸς ὢν βασιλέως εἶπε τοῦ Δημαράτου τῆς τιάρας ἁψάμενος· «αὕτη μὲν ἡ κίταρις οὐκ ἔχει ἐγκέφαλον ὃν ἐπικαλύψει· σὺ δ᾽ οὐκ ἔσῃ Ζεὺς ἐὰν λάβῃς κεραυνόν·» [29.8] ἀπωσαμένου δὲ τὸν Δημάρατον ὀργῇ διὰ τὸ αἴτημα τοῦ βασιλέως καὶ δοκοῦντος ἀπαραιτήτως ἔχειν πρὸς αὐτόν, ὁ Θεμιστοκλῆς δεηθεὶς ἔπεισε καὶ διήλλαξε. [29.9] λέγεται δὲ καὶ τοὺς ὕστερον βασιλεῖς, ἐφ᾽ ὧν μᾶλλον αἱ Περσικαὶ πράξεις ταῖς Ἑλληνικαῖς ἀνεκράθησαν, ὁσάκις δεηθεῖεν ἀνδρὸς Ἕλληνος, ἐπαγγέλλεσθαι καὶ γράφειν ‹πρὸς› ἕκαστον, ὡς μείζων ἔσοιτο παρ᾽ αὐτῷ Θεμιστοκλέους. [29.10] αὐτὸν δὲ τὸν Θεμιστοκλέα φασὶν ἤδη μέγαν ὄντα καὶ θεραπευόμενον ὑπὸ πολλῶν, λαμπρᾶς ποτε τραπέζης αὐτῷ παρατεθείσης, πρὸς τοὺς παῖδας εἰπεῖν· «ὦ παῖδες, ἀπωλόμεθα ἄν, εἰ μὴ ἀπωλόμεθα». [29.11] πόλεις δ᾽ αὐτῷ τρεῖς μὲν οἱ πλεῖστοι δοθῆναι λέγουσιν εἰς ἄρτον καὶ οἶνον καὶ ὄψον, Μαγνησίαν καὶ Λάμψακον καὶ Μυοῦντα· δύο δ᾽ ἄλλας προστίθησιν ὁ Κυζικηνὸς Νεάνθης καὶ Φανίας, Περκώτην καὶ Παλαίσκηψιν εἰς στρωμνὴν καὶ ἀμπεχόνην.


Μεγάλες τιμές στην περσική αυλή
[29.1] Μόλις ξημέρωσε, ο βασιλιάς συγκάλεσε σε συμβούλιο τους φίλους του και τους παρουσίασε το Θεμιστοκλή που δεν περίμενε κανένα καλό από όσα έβλεπε· γιατί οι αυλικοί, όταν έμαθαν το όνομα του τη στιγμή που περνούσε μπροστά τους, φαίνονταν θυμωμένοι και τον κακολογούσαν. [29.2] Ακόμη και ο Ρωξάνης ο χιλίαρχος, όταν ο Θεμιστοκλής βρέθηκε κοντά του, ενώ ο βασιλιάς ήταν καθισμένος και όλοι σιωπούσαν, αναστέναξε και είπε με χαμηλή φωνή: «Εσύ, πονηρό ελληνικό φίδι, η καλή τύχη του βασιλιά σ᾽ έφερ᾽ εδώ». [29.3] Αλλά, όταν ο Θεμιστοκλής παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά και τον προσκύνησε πάλι, αυτός τον χαιρέτησε, του μίλησε φιλικά και του είπε ότι για την ώρα τού χρωστούσε διακόσια τάλαντα· γιατί, αφού παρουσίασε ο ίδιος τον εαυτό του, είναι δίκιο να εισπράξει αυτός την αμοιβή που ορίστηκε για εκείνον που θα τον έφερνε. Του υποσχέθηκε όμως ότι θα του έδινε ακόμη περισσότερα απ᾽ αυτά, τον ενθάρρυνε και του έδωσε την άδεια να του πει ελεύθερα ό,τι θέλει για τα ελληνικά πράγματα. [29.4] Ο Θεμιστοκλής του αποκρίθηκε ότι η ομιλία του ανθρώπου μοιάζει με χαλιά που έχουν κεντημένες εικόνες· γιατί, όπως αυτά, έτσι και εκείνη, όταν απλώνεται, δείχνει τις εικόνες, όταν όμως μαζεύεται, τις κρύβει και τις εξαφανίζει. Γι᾽ αυτό, είπε, του χρειάζεται καιρός. [29.5] Ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε απ᾽ αυτή την παρομοίωση και του είπε ότι του δίνει τον καιρό που ζητεί. Αυτός ζήτησε προθεσμία ενός χρόνου και, αφού στο διάστημα αυτό έμαθε αρκετά την περσική γλώσσα, μιλούσε με το βασιλιά χωρίς διερμηνέα. Τούτο έδωσε αφορμή στους έξω από την αυλή να σχηματίσουν την ιδέα πως ο Θεμιστοκλής είχε μιλήσει στο βασιλιά μόνο για τα ελληνικά πράγματα· επειδή όμως αυτό τον καιρό ο βασιλιάς έκαμε πολλές αλλαγές στο προσωπικό της αυλής και στους φίλους του, ο Θεμιστοκλής κίνησε το φθόνο των ισχυρών, γιατί πίστευαν πως είχε τολμήσει να μιλήσει θαρρετά στο βασιλιά εναντίον τους. [29.6] Είναι αλήθεια ότι οι τιμές που του δόθηκαν δεν ήταν όμοιες μ᾽ εκείνες που συνηθίζονταν στους ξένους. Και σε κυνήγια πήρε μέρος με το βασιλιά και στις οικογενειακές του συναναστροφές, ώστε και στην ίδια τη μητέρα του βασιλιά να παρουσιαστεί και να σχετιστεί μαζί της, και με την άδεια του βασιλιά να παρακολουθήσει τη διδασκαλία των μάγων.
[29.7] Όταν ο Δημάρατος ο Σπαρτιάτης προσκλήθηκε από το βασιλιά να ζητήσει όποια χάρη θέλει, αυτός ζήτησε την άδεια να περάσει έφιππος μέσ᾽ από τις Σάρδεις, φορώντας ανυψωμένη την τιάρα, όπως οι βασιλείς. Τότε ο Μιθροπαύστης, εξάδερφος του βασιλιά, έπιασε την τιάρα του Δημάρατου και του είπε: « Αυτή η τιάρα δεν έχει μυαλό για να το σκεπάσει· ούτε κι εσύ θα γίνεις Δίας, αν πάρεις στα χέρια σου κεραυνό». [29.8] Ο βασιλιάς εξάλλου αρνήθηκε με θυμό αυτό που του ζήτησε ο Δημάρατος και δεν τον συγχωρούσε, αλλά ο Θεμιστοκλής μεσολάβησε και τον έπεισε να συμφιλιωθεί μαζί του.
[29.9] Λένε ακόμη πως και έπειτα καθένας από τους κατοπινούς βασιλείς, την εποχή που οι Πέρσες είχαν ζωηρότερη ανάμειξη στις ελληνικές υποθέσεις, κάθε φορά που χρειαζόταν τις υπηρεσίες κάποιου Έλληνα, του έγραφε και του έδινε υπόσχεση ότι θα είχε κοντά του μεγαλύτερη βαρύτητα και από όση είχε ο Θεμιστοκλής. [29.10] Και λένε πως ο ίδιος ο Θεμιστοκλής που είχε πια μεγάλη δύναμη και είχε στην υπηρεσία του πολλούς, όταν κάποτε του παρατέθηκε πλούσιο τραπέζι, είπε στα παιδιά του: «Παιδιά μου, θα πηγαίναμε χαμένοι, αν δεν είχαμε χαθεί».
[29.11] Ακόμη, καθώς λένε οι περισσότεροι συγγραφείς, του έδωσαν και τρεις πόλεις, για να προμηθεύεται το ψωμί, το κρασί και το προσφάγι του, τη Μαγνησία, τη Λάμψακο και τη Μυούντα. Ο Νεάνθης από την Κύζικο και ο Φανίας προσθέτουν και δύο άλλες, την Περκώτη και την Παλαίσκηψη, για τα στρώματα και το ρουχισμό του.