Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Λένα Παππά

Αγαμέμνονας


Τα πέτρινα λιοντάρια
ανήσυχα, αναστατωμένα
βρυχιόντανε στα τείχη
το χώμα ούρλιαζε, ο ήλιος αφηνίαζε, σεληνιαζόταν.
Εκείνος
λερός και δεινοπαθημένος
βαλαντωμένος απ’ την ξενιτιά
κι από το πολυήμερο ταξίδι
με τα μάτια ακόμα γεμάτα μάχες και σφαγές
τη μνήμη σκόνη
από φωνές θρυμματισμένες και ονόματα
συντρόφων που χαθήκαν
κατάκοπος
από την ένταση του γυρισμού και τη λαχτάρα
ούτε που άκουσε, ούτε που πρόσεξε — τίποτε.
(Λίγοι της Σιωπής ακούνε τη φωνή
τη βουβή των πραγμάτων ομιλία
λίγοι την καταλαβαίνουν.)

Με ανυπόμονες μεγάλες δρασκελιές
το καταστόλιστο διέσχισε παλάτι
αδημονώντας να δεχτεί
τις επιδαψιλεύσεις απολαυστικά ηδονικές
ενός λουτρού στο ταλαιπωρημένο σώμα του.
Πετώντας κάτω πανοπλία και ρούχα
απόμεινε γυμνός σαν τη χαρά, νομίζοντας
πως έτσι απλά
όλα θα ξαναρχίζαν αποκεί που τ’ άφησε.

Μα τίποτε όταν τ’ αφήσεις, έστω και μια μέρα
δεν είναι πια το ίδιο όταν το ξαναβρίσκεις.
—Πώς ήταν δυνατόν
έλειψε τόσα χρόνια:
τόσα φιλιά τόσες πληγές είχανε μπει ανάμεσά τους
τόσα φεγγάρια πλανερά τόσες ανασεμιές
χειρονομίες και βογκητά — δεν ήταν πια ο ίδιος
ούτε κι αυτός μες στον καθρέφτη του
και το ’ξερε, μα δε νογούσε
δεν έστεργε για μια στιγμούλα να συλλογιστεί
πως κι η Άλλη το ’χε καταλάβει και δεν το άντεχε.
Τόσο από τα συμβάντα σαστισμένος
από το παρελθόν του στοιχειωμένος
τόσο γεμάτος από την αυτάρεσκη εικόνα του εαυτού του
Αφέντη-Βασιλιά, βαρβάτου Αρσενικού
που δεν είχε καθόλου νου να ξεδιαλύνει
τα προμηνύματα: να δει
του μίσους τη χλωμάδα στης βασίλισσας τα μάγουλα
ν’ αποκρυπτογραφήσει
μες στα καλωσορίσματα του φόνου του την προσταγή
ν’ ακούσει πόσο πένθιμα σαν άδειο σπίτι τ’ όνομά του
στα χείλη της αντιλαλούσε.

Και ιδού ο ξενιτεμένος, γεμάτος μνήμης λάφυρα
γλαφυρά σημάδια έντονης δράσης
κορεσμένος, κουρασμένος
από επιθυμίες, γεγονότα, γόους και ιαχές
επιστρέφει λαχταρώντας
τη θαλπωρή τη σπιτική και τις απλές
ανθρώπινες χαρές
εξαντλημένος απ’ τη στέρηση
διασχίζει την απόσταση απ’ την παστάδα ώς το λουτρό
με ανυποψίαστη βιάση.

Κι αιφνίδια
όπως συμβαίνουν όλα
τα τρομερά και τα σπουδαία
βρίσκεται μες στης μοίρας του το δίχτυ
—προδότης προδομένος—
ξετρελαμένος από τρόμο, με το αίμα του
να επαληθεύει
το μαύρο το χρησμό της σκοτεινής Κασσάνδρας
τον κύκλο τον απαίσιο ανοίγοντας του πάθους
που τις Μυκήνες έκαναν μες στους αιώνες μια
πολύχρυση φρίκη.

Λένα Παππά. 2001. Τα ποιήματα. Γ΄ τόμος. Αθήνα: Αρμός.