Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Δημήτρης Μίγγας

ΙΔ΄ [Τότε…]


Τότε, ανέβηκαν απ’ την αχλύν οι Θεσπιείς
με σπασμένα τα δόρατα
και μαχαίρια και δόντια βαμμένα απ’ το αίμα,
του θανάτου το χρώμα ντυμένοι.
Κι οι εταίροι του Οδυσσέα
οι ανώνυμοι, οι πνιγμένοι,
που αφάνισαν οι αιώνες κι η θάλασσα.
«Μας ζητήσατε —είπαν— κι ακούσαμε.»
Απ’ το πλήθος παράμερα ο Ευρύλοχος σκυθρωπός
κι ο Ελπήνορας με σκυμμένο κεφάλι
το κουπί του κρατώντας στο χέρι
και ο Άντιφος του Αιγύπτιου σπαραγμένος.
Μετά ο Δημόφιλος, γιος του Διαδρόμου,
δύο βήματα έκανε μπρος,
και θωρώντας τον κόσμο στα μάτια
συνέχισε:
«Ανοιχτοί όλοι οι δρόμοι για μας.
Δε μας κράτησε κει
κάποιος νόμος σκληρός, που προστάζει
το θάνατο ή την ντροπή,
ούτε χρησμοί ιεροί αλλοπρόσαλλοι
μήτε μάνες σαν φύγαμε
μας δώσαν ασπίδες θανάτου.
Με μυαλό καθαρό από διλήμματα
δε διαλέξαμε τρόπο θανάτου,
μα τιμήσαμε τ’ αδιέξοδα άλλων.
Και πεθάναμε.
Και τα χρόνια σαν μέρες περάσανε·
επιγράμματα ωστόσο δε γράφτηκαν.
Μας αφάνισε η λήθη
κι οι κραυγές των Θηβαίων·
τώρα, ο πόλεμος μίκρυνε πια
κι απ’ το θάνατο τον δικό μας
τίποτ’ άλλο δεν έχουμε,
μήτε φέραμε. Όμως
την ευθύνη ποιός πήρε
να τιμούν οι γενιές πιο πολύ
αυτούς που άλλο δρόμο δεν είχανε
ίσαμε τη θυσία;
Ανοιχτοί όλοι οι δρόμοι για μας·
ακολουθήσαμε αυτόν που προκρίναμε ’μεις.
Μας καλέσατε όμως, και ήρθαμε.»
Σαν απόσωσε ξαναγύρισε στη γραμμή του.

Παγερή σιωπή. Ωστόσο
κανείς Ιθακήσιος δεν πήρε το λόγο,
να εξηγήσει τελοσπάντων
πώς χαθήκαν τόσοι.
Στα κουπιά τους δεμένοι, αμίλητοι, παγωμένοι
κατέβαιναν οι αιώνες, μας κοίταζαν.

Δημήτρης Μίγγας. 1995. Αγκαλιάζεις τον άνθρωπο αν αγγίξεις τη θάλασσα. Θεσσαλονίκη: Εντευκτήριο.