Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Ιάκωβος Καμπανέλλης

Οδυσσέα γύρισε σπίτι


(απoσπάσματα)


[...]


ΕΥΑΝΔΡΟΣ

Οι γιατροί πιστεύουν πως οφείλεται στη σύγκρουση ενός υπερτροφικού εγωισμού με το βασικό σύμπλεγμα κατωτερότητος. Το αποτέλεσμα είναι να τους κολλάει πως είναι Ναπολέοντες, Καίσαρες, Χίτλερ, Στάλιν. Αυτός ο δυστυχισμένος πιστεύει πως είναι ο Οδυσσέας.(Στον Ελπήνορα). Εξοχότατε, είμαι της γνώμης να χαιρετήσουμε το γεγονός. Αποκτήσατε και τους τρελούς σας. Ορόσημο, ότι περνάτε στην αθανασία. Ζήτω ο Οδυσσέας!


ΟΛΟΙ

Ζήτω!...


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Δεν είμαι ο Οδυσσέας εγώ; Πού είναι η ταυτότητά μου; (Ψάχνεται). Μου κλέψανε και την ταυτότητά μου!... (Στην Κίρκη). Κι όμως έχω αποδείξεις ατράνταχτες... (Χώνει το χέρι του στην τσέπη και βγάζει ένα αλογάκι, κάτι σαν παιχνίδι παιδικό). Βλέπεις αυτό τ’ αλογάκι; Μ’ αυτό κερδίσαμε τον πόλεμο... Κουρδίζει το ελατήριο έτσι, έτσι, έτσι... (Γονατίζει) και γίνεται το θαύμα. (Αφήνει τ’ αλογάκι και λέει): Το βλέπεις; Τώρα θα σταματήσει... μια μικρή πορτίτσα που είναι στην κοιλιά του θ’ ανοίξει και θα βγούνε οι Έλληνες... Βλέπεις; Είναι το έργο μου, είναι ο Δούρειος Ίππος. Χάρη σ’ αυτό μπορούμε τώρα να παίζουμε κουμ καν, να ’χουμε έπιπλα, πιάνα. Βεβαιώθηκες τώρα; (Γυρίζει να δει τους άλλους. Έχουνε κάνει κύκλο με την ΚΙΡΚΗ στη μέση έτσι που ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ βλέπει μόνο τις πλάτες τους. Τα όσα λένε ακούγονται σαν ένας βόμβος). Ώστε δεν είμαι πια ο Οδυσσέας; Και τότε ποιός είμαι παρακαλά...; Μπορώ να μάθω ποιός είμαι; (Φεύγουν συνεχίζοντας να μιλάνε και να γελάνε όλοι μαζί).


ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

Είμαστε χαμένοι, κύριε Ναύαρχε.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Σώπα...


ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

Δε σε πιστεύουνε...


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Σώπα... είναι ανάγκη να σκεφτώ. Μηδέν τα λόγια, μηδέν οι αποδείξεις, σκουπίδια όλα, παλιόχαρτα, καπνός...


ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

Πού είναι που σε λατρεύουνε;


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Σώπα, είναι ανάγκη να σκεφτώ...!


ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

Τώρα πώς θα γυρίσουμε;


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Με βγάλανε τρελό;


ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

Γι’ αυτό τρέμω, γιατί άμα σου βγει τ’ όνομα...


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Είν’ εύκολο να με βγάλουν τρελό, αλλά είναι αδύνατο των αδυνάτων να με αντικαταστήσουν.


ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

Μα αφού φτιάξανε κιόλας δικό τους Οδυσσέα...!


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Σώπα σου λέω! Σκέφτομαι!


ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

Πάμε να φύγουμε.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ένας Οδυσσέας αυτός κι ένας εγώ δύο. Δεν το καταλαβαίνεις πως δεν πρέπει να το κουνήσω από δω; (Μπαίνουν τρέχοντας δυο φωτογράφοι).


ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ

Πού είναι...; Ο Οδυσσέας πού είναι;


ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

(Δείχνοντας προς το βάθος). Εκεί. (Πριν καλά καλά φύγουν οι φωτογράφοι ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ορμά στον ΛΥΣΣΑΝΔΡΟ και τον αρπάζει απ’ το λαιμό).


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Πού είναι ο Οδυσσέας; Ε; Άπιστε, άτιμε, προδότη, πού είναι ο Οδυσσέας;


ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

Εδώ... Εδώ... Εδώ...


[...]


ΝΙΚΙΑΣ

Καλό σας βράδυ εξοχότατε! Περιμένω από ώρα να σας βρω μονάχο.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ποιός είσαι;


ΝΙΚΙΑΣ

Νικία με λένε. Δουλεύω εδώ στ’ ανάκτορα, ταΐζω τα περιστέρια στην πλατεία του Αγνώστου Στρατιώτου.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Και τί μ’ ενδιαφέρει τί κάνεις;


ΝΙΚΙΑΣ

Ίσως να σας ενδιαφέρει το ότι ξέρω καλά ποιός είστε.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ξέρεις καλά ποιός είμαι;


ΝΙΚΙΑΣ

Πάρα πολύ καλά! (Παύση).


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

(Σε άλλο τόνο). Και ποιός νομίζεις πως είμαι;


ΝΙΚΙΑΣ

Χαίρε, Οδυσσέα Λαερτιάδη.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Λάθος! Είμαι ο κύριος «μπάτε σκύλοι αλέστε».


ΝΙΚΙΑΣ

Κοίταξέ με καλά στα μάτια. Να ’ξερες πόσα μου θυμίζεις...!


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Από μέσα σε στείλανε;


ΝΙΚΙΑΣ

Είμαι ο Νικίας από τη Σάμο. Τον καιρό του πολέμου κατατάχτηκα εθελοντής και ήρθα στην Τροία. Εκεί σε γνώρισα.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Δε μπορώ να θυμάμαι όλο τον κόσμο.


ΝΙΚΙΑΣ

Ήσουν ο Οδυσσέας! Ενώ εγώ ήμουν μια φωνούλα στο ανώνυμο πλήθος.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Καλύτερα. Όταν φτάσει κανείς τόσο ψηλά, την παθαίνει απ’ τις απομιμήσεις. Δες τί απόμεινα! Ένα τεράστιο τίποτα.


ΝΙΚΙΑΣ

Ένα συγκλονιστικό τίποτα.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Καλοσύνη σου!


ΝΙΚΙΑΣ

Δεν τη χρειάζεσαι.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Φαίνεσαι τίμιος άνθρωπος!


ΝΙΚΙΑΣ

Το κατά δύναμιν.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Θα ξέρεις τί έγινε!


ΝΙΚΙΑΣ

Ξέρω.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τα καθάρματα. Εσύ πολέμησες στην Τροία, νίκησες, τους εξασφάλισες μια καλοθρεμμένη ειρήνη, και ποιό είναι το ευχαριστώ; Σε διορίσανε να ταΐζεις τα περιστέρια! Όσο για μένα με βγάλανε και τρελό από πάνω!


ΝΙΚΙΑΣ

Γι’ αυτό ήρθα, να σε ρωτήσω αν μπορώ να σε βοηθήσω.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Δώσε μου να σου σφίξω το χέρι. Κι όταν όλα διορθωθούν, θα δεις σε τί πόστο θα σε διορίσω εγώ.


ΝΙΚΙΑΣ

Δε θέλω τίποτα.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Μην επιμένεις.


ΝΙΚΙΑΣ

Δε μου λείπει τίποτα.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τη θυμάσαι την Τροία που κάψαμε;


ΝΙΚΙΑΣ

Προ πάντων εσένα...


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Στην Τροία που κάψαμε καήκαμε πρώτοι εμείς. Ήσουν έφεδρος αξιωματικός;


ΝΙΚΙΑΣ

Απλός στρατιώτης. Πάνω στα τρία χρόνια υπηρεσίας με κάνανε λοχία.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Πεζοναύτης ήσουν;


ΝΙΚΙΑΣ

Στο τρίτο τάγμα μηχανικού. Και μια μέρα ήρθα και σου ζήτησα ακρόαση.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Σε δέχτηκα;


ΝΙΚΙΑΣ

Σου έφερα κάτι σχέδια να δεις...


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

(Ταραγμένος). Σχέδια;


ΝΙΚΙΑΣ

Και μια μικρή μακέτα... ένα τόσο δα αλογάκι...

(Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ οπισθοχωρεί).


ΝΙΚΙΑΣ

Ήταν μια ιδέα για το Δούρειο Ίππο. Μόλις τα είδες ενθουσιάστηκες, μου είπες να ξαναπεράσω σε δέκα ημέρες. Εν τω μεταξύ θα τα είχες εισηγηθεί στο πολεμικό συμβούλιο. Πριν όμως περάσουνε δέκα μέρες, τοποθετήθηκα λιμενοφύλακας στη Λήμνο... (Παύση).


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

...Άκου να σου εξηγήσω...


ΝΙΚΙΑΣ

Δε διαμαρτύρομαι... (Παύση).


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

(Σαν κάτι να τον πνίγει). Δεν είμαι κλέφτης... Το έκανα για το καλό μας! Έπρεπε να το κάνω!


ΝΙΚΙΑΣ

Φυσικά... φυσικά...


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Αν έλεγα πως η ιδέα ήταν ενός απλού στρατιώτη, κανείς δεν θα την έπαιρνε σοβαρά! Εσύ, βέβαια, μπορείς τώρα να μου πεις «μα κύριε Οδυσσέα, αν το ’λεγες μετά την εφαρμογή και το θρίαμβο, όλοι τους θα τιμούσαν τον απλό στρατιώτη». Σωστό. Αλλά ήταν αργά πια. Όλοι πιστεύανε πως ήταν δική μου ιδέα. Ήμουν ηγέτης. Η αλήθεια θα κλόνιζε το γόητρο ολόκληρης της ηγεσίας και ο πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει.


ΝΙΚΙΑΣ

Δε διαμαρτύρομαι. Σκοπός μας ήταν να νικήσουμε. Το αν η δόξα για το Δούρειο Ίππο πήγε σ’ ένα στρατάρχη αντί σ’ ένα λοχία αυτό είναι δευτερεύον, αφού έτσι γίνεται πάντα. Έτσι κι αλλιώς, κράτησα την κρυφή χαρά πως ήταν δικό μου έργο και πως πέτυχε. Νά, όπως τώρα που ξέρεις πως εσύ είσαι ο Οδυσσέας, ενώ ο άλλος είναι μία μεγάλη απάτη.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τί πικρό! Και τώρα ήρθες να με βοηθήσεις;


ΝΙΚΙΑΣ

Αν δε σε βοηθήσω εγώ, ποιός θα σε βοηθήσει;


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Μα σ’ έχω κλέψει...!


ΝΙΚΙΑΣ

Λόγια. Πάντα κάποιος κλέβει τον άλλον και η ζωή πάει κλέβοντας.


[...]


Ιάκωβος Καμπανέλλης. 1979. Θέατρο. Τόμος Β΄: «Το Παραμύθι χωρίς Όνομα», «Βίβα Ασπασία», "Οδυσσέα Γύρισε Σπίτι". Αθήνα: Κέδρος.