Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

66. – Ἠλέκτρα 86-120

Η Ηλέκτρα συγκαταλέγεται από αρκετούς μελετητές στα όψιμα έργα του Σοφοκλή, αν και μια πρωιμότερη χρονολόγηση είναι εξίσου πιθανή. Στο συγκεκριμένο έργο δραματοποιείται το επεισόδιο του μύθου των Ατρειδών που αφορά στην εκδίκηση του Ορέστη για τον φόνο του Αγαμέμνονα, που διέπραξαν η Κλυταιμήστρα και ο Αίγισθος. Είναι το ίδιο θέμα που πραγματεύεται ο Αισχύλος στις Χοηφόρες και ο Ευριπίδης στην δική του Ηλέκτρα,η δραματουργική όμως επεξεργασία του παραδοσιακού αυτού υλικού από τον Σοφοκλή παρουσιάζει σημαντικές διαφορές. Συγκεκριμένα, στη σοφόκλεια εκδοχή η πράξη της εκδίκησης είναι συνειδητή επιλογή του ήρωα και δεν επιβάλλεται, συμπίπτει απλώς με τον χρησμό του Απόλλωνα· επιπλέον δεν απορρέει από τον κύκλο ενοχής και τιμωρίας που ως προγονική κατάρα περνά από γενιά σε γενιά, ενώ ο προβληματισμός για τη μητροκτονία αποτελεί δευτερεύον θέμα. Στο έργο αυτό ο Σοφοκλής τοποθετεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του τη μορφή της Ηλέκτρας και τα ακραία συναισθήματά της: το πάθος της εκδίκησης από το οποίο δονείται, την οδύνη για τον άδικο θάνατο του πατέρα και τη στέρηση του Ορέστη, αλλά και τη λύτρωση που έρχεται στο τέλος με την αποκατάσταση της τάξης στον οίκο των Ατρειδών.

Το έργο αρχίζει με την άφιξη στο παλάτι των Μυκηνών του Ορέστη, του Πυλάδη και του γέροντα Παιδαγωγού. Ο Ορέστης αναφέρεται στον χρησμό του Απόλλωνα και ανακοινώνει το σχέδιό του για την πραγματοποίηση της εκδίκησης. Εν συνεχεία, ενώ οι τρεις άνδρες εγκαταλείπουν τη σκηνή για να προσφέρουν χοές στον τάφο τον Αγαμέμνονα, εμφανίζεται η Ηλέκτρα η οποία θα παραμείνει στο εξής στη σκηνή σχεδόν αδιαλείπτως. Η θρηνητική μονωδία που εκτελεί σε λυρικούς αναπαίστους (οι ανθολογούμενοι εδώ στ. 86-120) αποσκοπεί στην παρουσίαση της δραματικής κατάστασης της ηρωίδας. Ο ατελεύτητος θρήνος, η ζωντανή ανάμνηση του φόνου, τραυματικές εικόνες από την άνομη σχέση Κλυταιμήστρας-Αίγισθου, ο πόθος για εκδίκηση που ενσαρκώνει η επιστροφή του Ορέστη, είναι τα θέματα που θίγονται. Η μονωδία κλείνει με την επίκληση των χθονίων θεοτήτων να έρθουν αρωγοί στο έργο της εκδίκησης.

ΗΛΕΚΤΡΑ

ὦ φάος ἁγνὸν
καὶ γῆς ἰσόμοιρ᾽ ἀήρ, ὥς μοι
πολλὰς μὲν θρήνων ᾠδάς,
πολλὰς δ᾽ ἀντήρεις ᾔσθου
90 στέρνων πλαγὰς αἱμασσομένων,
ὁπόταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ·
τὰ δὲ παννυχίδων κήδη στυγεραὶ
ξυνίσασ᾽ εὐναὶ μογερῶν οἴκων,
ὅσα τὸν δύστηνον ἐμὸν θρηνῶ
95 πατέρ᾽, ὃν κατὰ μὲν βάρβαρον αἶαν
φοίνιος Ἄρης οὐκ ἐξένισεν,
μήτηρ δ᾽ ἡμὴ χὠ κοινολεχὴς
Αἴγισθος, ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι
σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει.
100 κοὐδεὶς τούτων οἶκτος ἀπ᾽ ἄλλης
᾽μοῦ φέρεται, σοῦ, πάτερ, οὕτως
αἰκῶς οἰκτρῶς τε θανόντος.
ἀλλ᾽ οὐ μὲν δὴ
λήξω θρήνων στυγερῶν τε γόων,
105 ἔστ᾽ ἂν παμφεγγεῖς ἄστρων
ῥιπάς, λεύσσω δὲ τόδ᾽ ἦμαρ,
μὴ οὐ τεκνολέτειρ᾽ ὥς τις ἀηδὼν
ἐπὶ κωκυτῷ τῶνδε πατρῴων
πρὸ θυρῶν ἠχὼ πᾶσι προφωνεῖν.
110 ὦ δῶμ᾽ Ἀίδου καὶ Περσεφόνης,
ὦ χθόνι᾽ Ἑρμῆ καὶ πότνι᾽ Ἀρά,
σεμναί τε θεῶν παῖδες Ἐρινύες,
αἳ τοὺς ἀδίκως θνῄσκοντας ὁρᾶθ᾽,
αἳ τοὺς εὐνὰς ὑποκλεπτομένους,
115 ἔλθετ᾽, ἀρήξατε, τείσασθε πατρὸς
φόνον ἡμετέρου,
καί μοι τὸν ἐμὸν πέμψατ᾽ ἀδελφόν.
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ
120 λύπης ἀντίρροπον ἄχθος.

ΗΛΕΚΤΡΑ

Καθάριο φως

κι αγέρα, της γης αδελφέ,

πόσες ακούς θρήνων κραυγές,

πόσες ακούς βροντερές χτυπιές

στέρνων καταματωμένων, κάθε φορά90

που η ζοφερή νύχτα στερεύει.

Όσο για τα νυχτέρια μου, το μισερό

το ξέρει στρώμα του θλιβερού σπιτιού

πόσο θρηνώ για το δυστυχισμένο

τον πατέρα μου που σε βάρβαρη γη95

δεν του χάρισε θάνατο ο Άρης,

η μάνα μου όμως κι ο εραστής ο Αίγισθος,

καθώς οι ξυλοκόποι πελεκούν βελανιδιά,

με φονικό τσεκούρι το κεφάλι τού σκίζουν.

Κι άλλος από μένα κανένας100

δε σε πόνεσε, πατέρα, που τέτοιο

φριχτό, πικρό θάνατο βρήκες.

Μα ποτέ δε θα πάψω να θρηνώ,

να βογγώ γοερά,

όσο θα βλέπω των άστρων το φέγγος105

να τρέμει κι όσο της μέρας το φως·

να σκούζω σαν αηδόνα1 που τα παιδιά της έχασε

και στα πατρικά πεζούλια ο λάλος

να πηγαινοφέρνει τον αντίλαλο.

Της Περσεφόνης και του Χάρου κατοικιά,110

του Κάτω Κόσμου Ερμή, Αρά-κατάρα,2

κόρες θεών, Ερινύες σεμνές3

που βλέπετε τους αδικοχαμένους,

αλλά κι όσους τρυπώνουν σε κρεβάτια ξένα,4

ελάτε, συντρέχτε, πληρώστε του δικού μου115

πατέρα το φόνο

και στείλτε μου τον αδερφό·

γιατί μόνη μου πια δεν μπορώ, δε βαστάω

το βαρύ τ᾽ αντιζύγι της λύπης.120

 

(μετάφραση Κ. Χ. Μύρης)

 

1 Για τους αρχαίους το κελάδημα του αηδονιού ήταν λυπητερό. Η αιτιολογική εξήγηση που έδιναν ήταν ότι επρόκειτο για τον θρήνο της μεταμορφωμένης σε αηδόνα Πρόκνης, της κόρης του βασιλιά της Αθήνας Πανδίονα, η οποία θρηνούσε για τον γιο της, τον Ίτυ. Σύμφωνα με τον μύθο, ο θρακικής καταγωγής σύζυγος της Πρόκνης Τηρέας εβίασε την αδελφή της Φιλομήλα και στη συνέχεια, για να μην αποκαλυφθεί ο βιασμός, της έκοψε τη γλώσσα· όταν η Φιλομήλα βρήκε τον τρόπο (με ένα κέντημα της) να αποκαλύψει την αλήθεια, η Πρόκνη, για να εκδικηθεί τον Τηρέα, σκότωσε τον γιο του, τον Ίτυ, και με τις σάρκες του παρέθεσε δείπνο στον Τηρέα. Εκείνος, όταν εκ των υστέρων έμαθε την αλήθεια, κατεδίωκε τις δύο αδελφές. Οι θεοί μεταμόρφωσαν και τους τρεις σε πουλιά: την Πρόκνη σε αηδόνι, τη Φιλομήλα σε χελιδόνι και τον Τηρέα σε τσαλαπετεινό.

2 Πρόκειται για την κατάρα που ξεστόμισε ο Αγαμέμνων κατά των δολοφόνων του τη στιγμή του φόνου. Η "κατάρα" αποκαλείται πότνια· ο προσδιορισμός χρησιμοποιείται συνήθως για θεές.

3 Οι Ερινύες ήταν χθόνιες θεότητες που εκδικούνταν εγκλήματα τα οποία σχετίζονταν κατά κύριο λόγο με την οικογένεια.

4 Ο πληθυντικός υπονοεί τη διπλή αποπλάνηση: ο Αίγισθος είχε αποπλανήσει τη γυναίκα του Αγαμέμνονα, όπως ο πατέρας του Θυέστης τη γυναίκα του Ατρέα (πατέρα του Αγαμέμνονα).