Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ

Ὕμνοι (6.66-6.117)

αὐτίκα οἱ χαλεπόν τε καὶ ἄγριον ἔμβαλε λιμόν,
αἴθωνα κρατερόν, μεγάλᾳ δ᾽ ἐστρεύγετο νούσῳ.
σχέτλιος, ὅσσα πάσαιτο, τόσων ἔχεν ἵμερος αὖτις.
εἴκατι δαῖτα πένοντο, δυώδεκα δ᾽ οἶνον ἄφυσσον·
71 καὶ γὰρ τᾷ Δάματρι συνωργίσθη Διόνυσος·
70 τόσσα Διώνυσον γὰρ ἃ καὶ Δάματρα χαλέπτει.
72 οὔτε νιν εἰς ἐράνως οὔτε ξυνδείπνια πέμπον
αἰδόμενοι γονέες, προχανὰ δ᾽ εὑρίσκετο πᾶσα.
ἦνθον Ἰτωνιάδος νιν Ἀθαναίας ἐπ᾽ ἄεθλα
75 Ὀρμενίδαι καλέοντες· ἀπ᾽ ὦν ἀρνήσατο μάτηρ·
«οὐκ ἔνδοι, χθιζὸς γὰρ ἐπὶ Κραννῶνα βέβακε,
τέλθος ἀπαιτησῶν ἑκατὸν βόας.» ἦνθε Πολυξώ,
μάτηρ Ἀκτορίωνος, ἐπεὶ γάμον ἄρτυε παιδί,
ἀμφότερον Τριόπαν τε καὶ υἱέα κικλήσκοισα.
80 τὰν δὲ γυνὰ βαρύθυμος ἀμείβετο δάκρυ χέοισα·
«νεῖταί τοι Τριόπας, Ἐρυσίχθονα δ᾽ ἤλασε κάπρος
Πίνδον ἀν᾽ εὐάγκειαν, ὃ δ᾽ ἐννέα φάεα κεῖται.»
δειλαία φιλότεκνε, τί δ᾽ οὐκ ἐψεύσαο, μᾶτερ;
δαίνυεν εἰλαπίναν τις· «ἐν ἀλλοτρίοις Ἐρυσίχθων.»
85 ἄγετό τις νύμφαν· «Ἐρυσίχθονα δίσκος ἔτυψεν»
ἢ «ἔπεσ᾽ ἐξ ἵππων», ἢ «ἐν Ὄθρυϊ ποίμνι᾽ ἀμιθρεῖ.»
ἐνδόμυχος δἤπειτα πανάμερος εἰλαπιναστάς
ἤσθιε μυρία πάντα· κακὰ δ᾽ ἐξάλλετο γαστήρ
αἰεὶ μᾶλλον ἔδοντι, τὰ δ᾽ ἐς βυθὸν οἷα θαλάσσας
90 ἀλεμάτως ἀχάριστα κατέρρεεν εἴδατα πάντα.
ὡς δὲ Μίμαντι χιών, ὡς ἀελίῳ ἔνι πλαγγών,
καὶ τούτων ἔτι μεῖζον ἐτάκετο, μέσφ᾽ ἐπὶ † νευράς
δειλαίῳ ἶνές τε καὶ ὀστέα μῶνον ἔλειφθεν.
κλαῖε μὲν ἁ μάτηρ, βαρὺ δ᾽ ἔστενον αἱ δύ᾽ ἀδελφαί
95 χὠ μαστὸς τὸν ἔπωνε καὶ αἱ δέκα πολλάκι δῶλαι.
καὶ δ᾽ αὐτὸς Τριόπας πολιαῖς ἐπὶ χεῖρας ἔβαλλε,
τοῖα τὸν οὐκ ἀίοντα Ποτειδάωνα καλιστρέων·
«ψευδοπάτωρ, ἴδε τόνδε τεοῦ τρίτον, εἴπερ ἐγὼ μέν
σεῦ τε καὶ Αἰολίδος Κανάκας γένος, αὐτὰρ ἐμεῖο
100 τοῦτο τὸ δείλαιον γένετο βρέφος· αἴθε γὰρ αὐτόν
βλητὸν ὑπ᾽ Ἀπόλλωνος ἐμαὶ χέρες ἐκτερέιξαν·
νῦν δὲ κακὰ βούβρωστις ἐν ὀφθαλμοῖσι κάθηται.
ἤ οἱ ἀπόστασον χαλεπὰν νόσον, ἠέ νιν αὐτός
βόσκε λαβών· ἁμαὶ γὰρ ἀπειρήκαντι τράπεζαι.
105 χῆραι μὲν μάνδραι, κενεαὶ δέ μοι αὔλιες ἤδη
τετραπόδων, ἤδη γὰρ ἀπαρνήσαντο μάγειροι.»
ἀλλὰ καὶ οὐρῆας μεγαλᾶν ὑπέλυσαν ἁμαξᾶν,
καὶ τὰν βῶν ἔφαγεν, τὰν Ἑστίᾳ ἔτρεφε μάτηρ,
καὶ τὸν ἀεθλοφόρον καὶ τὸν πολεμήιον ἵππον,
110 καὶ τὰν αἴλουρον, τὰν ἔτρεμε θηρία μικκά.
μέσφ᾽ ὅκα μὲν Τριόπαο δόμοις ἔνι χρήματα κεῖτο,
μῶνοι ἄρ᾽ οἰκεῖοι θάλαμοι κακὸν ἠπίσταντο.
ἀλλ᾽ ὅκα τὸν βαθὺν οἶκον ἀνεξήραινον ὀδόντες,
καὶ τόχ᾽ ὁ τῶ βασιλῆος ἐνὶ τριόδοισι καθῆστο,
115 αἰτίζων ἀκόλως τε καὶ ἔκβολα λύματα δαιτός.
Δάματερ, μὴ τῆνος ἐμὶν φίλος, ὅς τοι ἀπεχθής,
εἴη μηδ᾽ ὁμότοιχος· ἐμοὶ κακογείτονες ἐχθροί.

Σε φοβερόν αμέσως κι άγριο τον έβαλε λιμό,
μέσα σε κάψα δυνατή και ξέπεφτε απ᾽ αγιάτρευτην αρρώστια.
Ο δύστυχος όσα κι αν έτρωγε, για άλλα τόσα είχε τον πόθο αμέσως.
Είκοσι του μαγείρευαν, κρασί δώδεκα αντλούσαν.
71Γιατί αντάμα με τη Δήμητρα και ο Διόνυσος οργίστηκε.
70Γιατί θυμώνει κι ο Διόνυσος μ᾽ όσα τη Δήμητρα εξοργίζουν.
72Ούτε σε συμπόσια ούτε σε σύνδειπνα τον έπεμπαν
από ντροπή οι γονείς του, βρίσκοντας λογής προφάσεις.
Ήρθαν, στης Αθηνάς Ιτωνιάδας τους αγώνες
75τα παιδιά του Όρμενου να τον καλέσουν, μα έτσι αρνήθη η μάνα του:
«Δεν είναι μέσα, στην Κραννώνα πήγε χθες
να εισπράξει κάποιο χρέος εκατό βοδιών». Ήρθε και η Πολυξώ,
μητέρα του Ακτορίωνα, που ετοίμαζε το γάμο του παιδιού της,
σ᾽ αυτόν να προσκαλέσει τον Τριόπα και το γιο του.
80Βαρύθυμη η γυναίκα, κλαίγοντας τούτα τής είπε:
«Θα έρθει ο Τριόπας, όμως κάπρος πλήγωσε τον Ερυσίχθονα
στην Πίνδο με τις όμορφες πλαγιές κι αυτός εννέα ημέρες τώρα είναι στο στρώμα».
Ταλαίπωρη φιλότεκνη μητέρα, πόσες ψευτιές δεν σκάρωσες;
Τον καλούσε κάποιος σε συμπόσιο; «Στα ξένα ο Ερυσίχθονας».
85Κάποιος παντρεύονταν; «Τον Ερυσίχθονα χτύπησε δίσκος»
ή «έπεσεν από το άρμα του», ή «αριθμεί στην Όθρυ τα κοπάδια του».
Μα αυτός όλες τις μέρες βρίσκονταν στο σπίτι του και καταβρόχθιζε
τα πάντα. Κι όλο ταραζόταν η κοιλιά του
ως έτρωγε τα πάντα διαρκώς. Και οι τροφές σαν σε θαλάσσιο βυθό
90χωρίς καμιά ευχαρίστηση του κάκου κατεβαίναν.
Όπως πάνω στον Μίμαντα λιώνει το χιόνι κι όπως στον ήλιο το κηρί,
έτσι και τούτος έλιωνε περσότερο απ᾽ αυτά, ωσότου
οι ίνες και τα οστά μονάχα μείναν στον ταλαίπωρο.
Κι έκλαιγεν η μητέρα του και βαρυστέναζαν οι δύο αδελφές του,
95κι εκείνη που τον θήλασε, καθώς και δέκα δούλες.
Τότε ο Τριόπας στ᾽ άσπρα του μαλλιά απίθωσε τα χέρια
κι είπε στον Ποσειδώνα που δεν ήθελε να τον ακούσει:
«Ψευτοπατέρα, ιδές αυτόν, όπου στην τρίτη σου γενιάν ανήκει, αν βέβαια κι εγώ
απ᾽ της Κανάκης, της κόρης του Αιόλου τη γενιά κρατώ. Μα από μένα
100γεννήθηκε το άθλιον ετούτο τέκνο. Και μακάρι αυτό,
χτυπημένο απ᾽ τον Απόλλωνα τα χέρια μου να θάβαν με τιμές.
Τώρα μπροστά στα μάτια μου δεν είναι πια παρά η ίδια η Πείνα.
Ή διώξε του τη φοβερή τη νόσο, ή εσύ ο ίδιος
για να τον τρέφεις πάρε τον, αφού αδειάσαν τα τραπέζια τα δικά μου,
105τα μαντριά μου ρήμαξαν, άδειες και οι αυλές μου
από τετράποδα, και οι μάγειροι μ᾽ απαρατήσανε».
Αλλά και τα μουλάρια του μεγάλου άρματος τα ξέζεψαν
και τη δαμάλαν έφαγε που έτρεφε η μητέρα του για την Εστία,
καθώς επίσης και τον αθλοφόρον ίππο τον πολεμικό,
110ακόμα και τη γάτα που την έτρεμαν οι ποντικοί.
Κι όσον καιρό κάτι υπήρχε μες στο σπίτι του Τριόπα,
γνώριζε το κακό μονάχα η φαμελιά του.
Μα αφού τον πλούσιον οίκο μας ροκάνισαν τα δόντια του,
τότες ο γιος του βασιλιά καθόταν στις τριόδους,
115ψίχουλα επαιτώντας απ᾽ τα μαγειρεία κι αποφάγια.
Ω Δήμητρα, ας μην είναι φίλος μου αυτός που εσύ απεχθάνεσαι,
ούτε και γείτονάς μου· οι εχθροί σου γείτονές μου είναι κακοί.