Θεωρία & Ιστορία 

Περίληψη (2000) 

 

3.2.1. Γνωσιακές λειτουργίες της περίληψης ως διαδικασίας [summarization]

Το περισσότερο δοκιμασμένο μοντέλο που περιγράφει τις νοητικές πράξεις οι οποίες υφαίνουν το γνωσιακό υπόστρωμα μιας χρηστικής ή σχολικής περίληψης, μ' άλλα λόγια καθιστούν δυνατή την περίληψη καταρχήν ως πράξη ανάγνωσης και κατανόησης ενός πρωτότυπου κειμένου, είναι το μοντέλο του T. A. vanDijk (1980). Ο συγγραφέας αναπαριστά τις πράξεις αυτές με μακροκανόνες [macrorules], οι οποίοι οδηγούν τελικά στη δημιουργία μιας μακροδομής [macrostructure]. Και μακροδομή ενός κειμένου είναι η συνολική σημασιολογική απεικόνισή του ή, απλούστερα, αυτό που διαισθητικά ένας αναγνώστης αντιλαμβάνεται ως κεντρικό θέμα ή σύνοψη (του περιεχομένου) ενός κειμένου. Βέβαια, η πρόσληψη και η ερμηνεία ενός κειμένου από τον αναγνώστη του ποτέ δεν είναι μια προβλέψιμη, γραμμική διαδικασία, γιατί επηρεάζεται από τις γνώσεις, τις αξίες, τις στάσεις, τις προκαταλήψεις κλπ. του τελευταίου ή τα ευρύτερα πολιτισμικά και κοινωνικά συμφραζόμενα του κειμένου και της ερμηνείας του. Ωστόσο, ο vanDijk πιστεύει ότι είναι δυνατόν να καταλήξουμε σε λίγες γενικές αρχές, δηλαδή μακροκανόνες, που, ανεξαρτήτως των ιδιαιτεροτήτων κάθε ερμηνείας, προσφέρονται για τη σύσταση της μακροδομής ενός κειμένου, δηλαδή της σύμπτυξης και ανασύνταξης του περιεχομένου του. Σύμφωνα με τον vanDijk, λοιπόν, η κατανόηση και εν συνεχεία η αναπαράσταση της αντιπροσωπευτικής δομής ενός κειμένου επιτυγχάνεται με τον συνδυασμό των εξής μακροκανόνων: της απαλοιφής [deletion], της γενίκευσης [generalization], της σύνθεσης[construction] και του "μηδενός" [zero].

Ο πρώτος κανόνας, η απαλοιφή, ενεργοποιείται όταν πρόκειται να παραλειφθούν στην περίληψη πληροφορίες του πρωτοτύπου. Η απαλοιφή μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο δραστική, ανάλογα με τη συμβολή μιας πληροφορίας στην επεξεργασία του κεντρικού θέματος του κειμένου. Ο δεύτερος κανόνας, η γενίκευση, εφαρμόζεται όταν στοιχεία ενός συνόλου, μιας κατηγορίας, αντικαθίστανται από το όνομα που χαρακτηρίζει το σύνολο ή, γενικότερα, όταν συγγενή σημασιολογικά στοιχεία του πρωτοτύπου αντικαθίστανται στην περίληψη από μια διατύπωση που τα εκπροσωπεί, όπως το παίζω μπορεί να εκπροσωπήσει τα ντύνω την κούκλα μου, παίζω σκάκι και φτιάχνω ένα κάστρο από άμμο. Ο τρίτος κανόνας, η σύνθεση, χρησιμοποιείται όταν τα συστατικά μέρη μιας διαδικασίας αντικαθίστανται από έναν υψηλότερης τάξης συνθετικό όρο, όπως τα αγοράζω τούβλα, ανοίγω θεμέλια και χτίζω τοίχους, που μπορούν να αναχθούν στο χτίζω σπίτι. Η διαφορά μεταξύ δεύτερου και τρίτου κανόνα δεν είναι απόλυτα σαφής και ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα στην εμπειρική διερεύνηση ή/και την αξιολόγηση περιλήψεων. Μπορούμε, ωστόσο, να πούμε ότι η γενίκευση αφορά τα στοιχεία ενός συνόλου που σχετίζονται μόνο λογικά / σημασιολογικά μεταξύ τους, ενώ η σύνθεση αφορά στοιχεία που συνδέονται όχι τόσο λογικά όσο αιτιακά μεταξύ τους, δηλαδή ως βήματα μιας διαδικασίας που χαρακτηρίζεται από μιας μορφής αναγκαιότητα. Ο τελευταίος κανόνας, του "μηδενός", ισχύει στις περιπτώσεις όπου πληροφορίες του πρωτοτύπου μένουν ανέγγιχτες στην περίληψη, πράγμα που σημαίνει ότι οι πληροφορίες αυτές επανιεραρχούνται ως πολύ σημαντικές και, έτσι, υιοθετούνται αυτούσιες στην περίληψη.

Στην κριτική της του μοντέλου του vanDijk η Fløttum (1990), της οποίας η έρευνα στηρίχθηκε στη μελέτη μεγάλου αριθμού σχολικών περιλήψεων, επισημαίνει τον μονόπλευρα θεωρητικό χαρακτήρα του μοντέλου, τις δυσχέρειες εφαρμογής του σε πραγματικές περιλήψεις και την ανάγκη τροποποίησης και συμπλήρωσης των τεσσάρων μακροκανόνων. Δέχεται καταρχήν τη χρησιμότητα και χρηστικότητα των τριών από αυτούς (της γενίκευσης, της σύνθεσης και του "μηδενός"), θεωρεί όμως ότι η απαλοιφή είναι νοητική δραστηριότητα συνυφασμένη με όλους τους μακροκανόνες, ότι η επιλογή και η απαλοιφή πληροφοριών είναι η ίδια η ουσία της περίληψης· στη θέση της προτείνει έναν κανόνα -"προτασιακή ακολουθία" είναι ο δικός της όρος- που συνδυάζει αφενός την επιλογή και αφετέρου τον λεξιλογικό ή συντακτικό παραλληλισμό και, επιπλέον, μια ακολουθία που στηρίζεται αποκλειστικά στην επιλογή πληροφοριών από μια πρόταση του αρχικού κειμένου. Τέλος, υποδεικνύει και την ανάγκη της αναγνώρισης στην περίληψη σχολιαστικών προτάσεων, που φωτίζουν πτυχές του πρωτοτύπου χωρίς να πυκνώνουν συγκεκριμένες πληροφορίες του.

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η πιο πρόσφατη εμπειρική έρευνα πάνω σε περιλήψεις που συνέταξαν φοιτητές από πρωτότυπα κείμενα σε γλώσσα άλλη από τη μητρική τους (Seidlhofer 1995). Για τις ανάγκες της εργασίας της υιοθετεί το θεωρητικό πλαίσιο μιας ομάδας ψυχολόγων (Schnotz, Ballstaedt και Mandl), πλαίσιο το οποίο επιχειρεί να ενοποιήσει προηγούμενες προτάσεις, όπως του vanDijk και άλλων, και καταλήγει σε μια ενδιαφέρουσα διάκριση των αντιληπτικών διαδικασιών (που χρησιμοποιούνται και στην κατασκευή μιας περίληψης) σε οριζόντιες και κάθετες. Οι οριζόντιες διαδικασίες, με την εισαγωγή όρων που συνάγονται όχι από το κείμενο αλλά από γνωσιακά σχήματα και προστίθενται στο ίδιο ιεραρχικό επίπεδο, δηλαδή στο προτασιακό επίπεδο του αρχικού κειμένου, έχουν ως αποτέλεσμα την επέκταση της νοητικής αναπαράστασής του "οριζοντίως". Τέτοιες είναι η επιδιωκόμενη συναγωγή [intended inference], η επεξεργασία [elaboration] και η αναδιάταξη [restructuring]. Επιδιωκόμενη συναγωγή είναι η συγκρότηση από τον αναγνώστη του πρωτοτύπου πληροφοριακών στοιχείων που δεν απαντούν σ' αυτό αλλά ο συγγραφέας του προφανώς θέλει να θεωρηθούν ως δεδομένα από τους αναγνώστες. Επεξεργασία είναι η αναλυτική ή συνθετική πραγμάτευση μιας πληροφορίας (διασαφήνιση / επέκταση) που δεν αντιστοιχεί σε συγκεκριμένα στοιχεία του πρωτοτύπου. Αναδιάταξη, τέλος, είναι η σύνδεση διεσπαρμένων μέσα στο πρωτότυπο κείμενο πληροφοριακών στοιχείων που επιχειρείται στην πορεία μιας ανάγνωσης και η οποία οδηγεί σε ερμηνεία μη προβλέψιμη από τον συγγραφέα.

Από την άλλη πλευρά, οι κάθετες διαδικασίες, που μοιάζουν με τους μακροκανόνες του vanDijk, εφαρμόζονται σε προτάσεις του αρχικού κειμένου, για να προκύψουν ιεραρχικά ("κάθετα") υψηλότερες προτάσεις, δηλαδή η μακροδομή του πρωτοτύπου, η περίληψή του. Τέτοιες είναι η απαλοιφή και η γενίκευση [deletion / generalization], η επιλογή [selection] και το "δεμάτιασμα" ["bundling"]. Η απαλοιφή και η γενίκευση νοούνται όπως και στον vanDijk. Η επιλογή αντιστοιχεί στον μακροκανόνα του "μηδενός", ενώ το "δεμάτιασμα" θυμίζει την ανασύνθεση, δηλαδή είναι η συνένωση συναφών πληροφοριακών στοιχείων και η ένταξή τους κάτω από ένα γενικευτικό όρο (όχι απαραίτητα ένα υπερώνυμο) που δηλώνει τη μεταξύ τους σχέση.

Η συμβολή της Seidlhofer στο θεωρητικό σχήμα που μόλις παρουσιάσαμε υπαγορεύθηκε από τις πρακτικές ανάγκες της έρευνάς της. Το υλικό των περιλήψεων την υποχρέωσε να προχωρήσει σε τροποποιήσεις και προσθήκες γνωσιακών λειτουργιών όπως οι παραπάνω. Είναι μάλιστα εντυπωσιακό ότι οι διορθώσεις της αυτές είναι σχεδόν ταυτόσημες μ' εκείνες της Fløttum. Συγκεκριμένα, αφήνει απ' έξω την απαλοιφή, επειδή με τη στενή έννοια του όρου πρέπει να θεωρηθεί οριζόντια, όχι κάθετη αντιληπτική διαδικασία, ενώ με την ευρεία έννοια του όρου υπονοείται σε κάθε νοητική πράξη περίληψης. Επίσης, συγχωνεύει την επιλογή με το "δεμάτιασμα" και προκρίνει τη δεύτερη διαδικασία ως την πιο αντιπροσωπευτική ανάμεσα στις δύο. Τέλος, προσθέτει δύο ακόμη αντιληπτικές διαδικασίες: το "κλάδεμα" [pruning], που αντιστοιχεί στις επιλεκτικές ακολουθίες της Fløttum, αφού σημαίνει την επιλογή και τον αποκλεισμό κάποιων πληροφοριακών στοιχείων από μια πρόταση, και τις "μεταγλωσσικές αποφάνσεις" [metastatements], που θυμίζουν τις σχολιαστικές ακολουθίες της Fløttum.

Η δική μας ταξινομική πρόταση των γνωσιακών λειτουργιών (ή αντιληπτικών διαδικασιών) που χρησιμοποιούνται στη φάση της κατανόησης του πρωτοτύπου και της επιλογής των πληροφοριών που θα συγκροτήσουν την περίληψη ακολουθεί σε γενικές γραμμές τις ιδέες των Fløttum και Seidlhofer και αρθρώνεται σε τρεις υποκατηγορίες, δύο από τις οποίες αντιστοιχούν στις οριζόντιες και κάθετες αντιληπτικές διαδικασίες των Schnotz κ.ά. Με μια απαραίτητη διευκρίνιση: οι οριζόντιες διαδικασίες είναι ουσιαστικά διαδικασίες παράφρασης -θα τις χαρακτηρίζαμε "κειμενικές πράξεις εξίσωσης"- και δεν οδηγούν σε προτάσεις υψηλότερου επιπέδου όπως αυτές που συστήνουν τελικά τη μακροδομή του πρωτοτύπου, είναι όμως εντελώς απαραίτητες στην πορεία κατανόησης και προετοιμασίας του για σύνοψη (πρβ. Coyaud 1972,113-29· Gopnik 1972, 98-109· Longacre 1996, 76-82). Οι κάθετες διαδικασίες, από την άλλη πλευρά, είναι διαδικασίες πύκνωσης -"κειμενικές πράξεις αφαίρεσης"- των πληροφοριών του πρωτοτύπου, γιατί οδηγούν σε προτάσεις υψηλότερης τάξης, οι οποίες θα συγκροτήσουν το κείμενο της περίληψης. Έτσι, η παράφραση και η πύκνωση γίνονται οι δυο θεμελιώδεις υποδιαιρέσεις των νοητικών πράξεων που επιτελούνται στην αρχική φάση της διαδικασίας της περίληψης. Όσο για τις προτάσεις-μετασχόλια -"κειμενικές πράξεις πρόσθεσης"-, που αναφέρονται στις γλωσσικές πράξεις του συγγραφέα του πρωτοτύπου, παρέχοντας ταυτόχρονα μια εικόνα της συνολικής του διάρθρωσης, αυτές πρέπει να αποτελέσουν μια τρίτη, χωριστή υποκατηγορία, συμπληρωματική των δύο προηγούμενων (πρβ. και Nash & Stacey 1997, 219-25).

Ακολουθεί ένα ευρετικό σχήμα των λειτουργιών στις οποίες αναφερθήκαμε, πλαισιωμένο με ενδεικτικά παραδείγματα σε ζεύγη (το πρώτο αντιπροσωπεύει το πρωτότυπο και το δεύτερο την υπό κατασκευή περίληψη), που απέχει από μια εξαντλητική καταλογογράφησή τους, η οποία θα πρέπει να στηριχθεί σε εξαντλητική εμπειρική έρευνα, μπορεί όμως να αποτελέσει οδηγό για μια πρώτη προσέγγιση της σχολικής περίληψης.

Τελευταία Ενημέρωση: 15 Ιούν 2010, 14:01
Βρίσκεστε εδώ: Θεωρία & Ιστορία :: Περίληψη