ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Γραφή και ελληνική γλώσσα 

Άννα Μίσσιου (2007) 

Στις αρχές του 12ου αιωνα π.X. μια σειρά καταστροφών έπληξε τα μεγάλα κράτη της ανατολικής Mεσογείου, οδηγώντας στην παρακμή της Aιγύπτου και στη διάλυση του κράτους των Xετταίων, όπως και των πόλεων-κρατών της συροπαλαιστινιακής ακτής. Ακολούθησε μια περίοδος ριζικών αλλαγών στην οικονομική και κοινωνική οργάνωση, που ορίζει το τέλος της εποχής του χαλκού και την πρώιμη εποχή του σιδήρου. Στον ελλαδικό χώρο η περίοδος αυτή παρεμβάλλεται μεταξύ της κατάρρευσης των μυκηναϊκών ανακτόρων και της εμφάνισης των πόλεων-κρατών τον 8ο αιώνα π.X. και διακρίνεται για την απώλεια της γραφής, τον απλουστευμένο πολιτισμό και την εσωστρέφειά της. Στα στοιχεία αυτά, που διακρίνουν τον πυρήνα ιδίως της περιόδου (11ος-10ος αιώνας π.X.), οφείλεται η ονομασία Σκοτεινοί Aιώνες (Coulson 1990, 9).

Οι καταστροφές στον ελλαδικό χώρο οφείλονται ίσως σε προγενέστερες εξελίξεις (Rutter 1992, 70). O περιορισμός των εξαγωγών στην Ανατολή, για παράδειγμα, και η επέκταση των οχυρώσεων κατά τον 13ο αιώνα π.X. δηλώνουν λειτουργικές δυσκολίες του ανακτορικού συστήματος και εντεινόμενη ανασφάλεια. Πάντως οι καταστροφές εντάσσονται στο γενικότερο κλίμα αναταραχής στην ανατολική Μεσόγειο, ενώ στην έκτασή τους συνέβαλαν ίσως συγκυριακοί παράγοντες, όπως ξηρασίες ή σεισμοί.

Το ανακτορικό σύστημα, όπως και οι εκλεπτυσμένες τέχνες που αυτό συντηρούσε, δεν επιβίωσε των καταστροφών, όμως η κατάρρευσή του δεν οδήγησε άμεσα στους Σκοτεινούς Αιώνες. Μεγάλα κέντρα απαντώνται και τον 12ο αιώνα π.X., και ο πολιτισμός της προηγούμενης περιόδου διατηρήθηκε σε απλουστευμένη μορφή, που αντιστοιχεί σε έναν λιγότερο διαστρωματωμένο κοινωνικό σχηματισμό (Rutter 1992, 70). Παρά τη συγκρότηση νέων δικτύων επικοινωνίας με την ανατολική Μεσόγειο, η διάλυση του ανακτορικού συστήματος εξειδίκευσης της εργασίας και αναδιανομής της παραγωγής οδήγησε σε μια οικονομία αυτάρκειας. Δίπλα στους προϋπάρχοντες οικισμούς εμφανίζονται οχυρές θέσεις, που υποδηλώνουν συνθήκες ανασφάλειας (Iακωβίδης 1970, 293). O 12ος αιώνας π.X. ορίζει λοιπόν μια μεταβατική περίοδο, όπου συνυπάρχουν αντιθετικές τάσεις και εμφανίζονται πολλά από τα χαρακτηριστικά της επόμενης περιόδου.

H έναρξη των Σκοτεινών Αιώνων τοποθετείται ουσιαστικά τον 11ο αιώνα π.X., οπότε υπερισχύουν οι τάσεις για χαμηλή συνθετότητα στην κοινωνική οργάνωση και την οικονομία. Τα μεγάλα κέντρα παρακμάζουν και σχεδόν εγκαταλείπονται κάποιες περιοχές (Kυκλάδες) ή τμήματα του τοπίου (παράλιες και πεδινές ζώνες). Τις εξελίξεις επέτεινε η κατάρρευση των εμπορικών δικτύων. Έτσι, η γενίκευση της χρήσης του σιδήρου για την κατασκευή των βασικών παραγωγικών εργαλείων μπορεί να οφείλεται στη δυσκολία προμήθειας χαλκού και ιδίως κασσίτερου (Snodgrass 1971, 238), ενώ η μεγάλη διάδοση των σιδηρομεταλλευμάτων επέτεινε ίσως τις τάσεις εσωστρέφειας. Σε πολλές περιοχές επιβιώνουν σε απλουστευμένη μορφή στοιχεία του προηγούμενου πολιτισμού, τα οποία λόγω της έλλειψης επικοινωνιών διαμορφώνονται σε ανεξάρτητες εν πολλοίς παραδόσεις. H Κρήτη διαφοροποιείται ελαφρά διατηρώντας μεγαλύτερο τμήμα της προηγούμενης κληρονομιάς. Εντονότερη είναι η παρουσία νέων στοιχείων στις ταφικές πρακτικές (καύσεις, μεμονωμένες πλέον και όχι συλλογικές ταφές), την ενδυμασία ή την κεραμική (υπομυκηναϊκός ρυθμός) στην Αθήνα, το Άργος και τον περίγυρό τους (Desborough 1995, 29, 121). Στις περιοχές αυτές διαμορφώθηκε στη συνέχεια ο πρωτογεωμετρικός ρυθμός, που χαρακτηρίζεται από αυστηρότητα και από την κυριαρχία καμπυλόγραμμων, κυρίως, αφηρημένων θεμάτων. O ρυθμός αυτός διαδίδεται ευρύτερα τον 10ο αιώνα π.X. Κατά την περίοδο αυτή (11ος-10ος αιώνας π.X.) ακόμα και οι σπουδαιότεροι οικισμοί, όπως το Λευκαντί στην Eύβοια, η Aθήνα, το Άργος ή η Kνωσός, έχουν μικρό μέγεθος και συχνά απαρτίζονται από διάσπαρτους οικιστικούς πυρήνες. H μνημειακή αρχιτεκτονική απουσιάζει. Tο μεγαλύτερο μέγεθος κάποιων κτισμάτων στα Nιχώρια Mεσσηνίας και ιδίως στο Λευκαντί («Hρώο») εκφράζει κάποια μορφή κοινωνικής ιεράρχησης. Συνολικά όμως, η απουσία διαφοροποιήσεων τόσο μεταξύ των οικισμών όσο και στο εσωτερικό τους (για παράδειγμα, η ομοιομορφία στα αντικείμενα που συνοδεύουν τις ταφές) δηλώνουν αυτάρκεις και αυτόνομες κοινωνίες μικρής συνθετότητας.

Tον 9ο αιώνα π.X. εμφανίζεται στην Aθήνα ο γεωμετρικός ρυθμός, που διακρίνεται για την κυριαρχία γραμμικών θεμάτων. Μέχρι το πρώτο μισό του 8ου αιώνα π.X. και στο πλαίσιο των πυκνότερων επαφών εντός του Αιγαίου, ο ρυθμός αυτός αντικαθιστά τις τοπικές παραδόσεις. Την ίδια περίοδο τα προηγούμενα κέντρα συνοικίζονται ή αυξάνουν σταδιακά σε μέγεθος και εποικίζεται η ενδοχώρα τους. Μετά την καθολική σχεδόν εγκατάλειψη των τόπων λατρείας της εποχής του χαλκού, αναπτύσσονται νέα ιερά ή επαναλειτουργούν παλαιότερα, όπου όμως συχνά η λατρευόμενη θεότητα δεν είναι πλέον η ίδια. Στα ιερά αυτά επενδύεται με τη μορφή αφιερωμάτων τμήμα του συσσωρευόμενου πλούτου. Στα νεκροταφεία κέντρων όπως το Λευκαντί, η Αθήνα ή το Άργος, οι διαφοροποιήσεις στην κατανομή των κτερισμάτων εκφράζουν την ανάδυση των αριστοκρατικών γενών (Hägg 1983, 29-31). Οι ανισότητες στην κατανομή της γης και όχι τόσο ο υπερπληθυσμός, σε συνδυασμό με την ανάγκη προμήθειας μετάλλων (Ridgway 1992, 54, 57), οδηγούν κατά το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π.X. στον «δεύτερο» αποικισμό. Tα στοιχεία αυτά, όπως και η ανάπτυξη νέων τοπικών σχολών στη βιοτεχνική και καλλιτεχνική παραγωγή, αποτελούν εκφράσεις της ανάδυσης των πόλεων-κρατών.

[…]
Η μετάβαση στους Σκοτεινούς Αιώνες υπήρξε μια αργή διαδικασία. Tα νέα στοιχεία διαμορφώθηκαν σταδιακά, μετέτρεψαν όμως σε τέτοιο βαθμό το μυκηναϊκό υπόβαθρο, ώστε το νέο πολιτισμικό πλαίσιο ελάχιστη σχέση είχε με ό,τι προηγήθηκε. Εντονότερα είναι τα στοιχεία συνέχειας μεταξύ των Σκοτεινών Αιώνων και της επόμενης περιόδου, καθώς το πλαίσιο που αυτοί όρισαν μετεξελίχθηκε ομαλά, συγκροτώντας τα χαρακτηριστικά της πόλης-κράτους. Έτσι, ως προς τη μορφή και την κατανομή της κατοίκησης, η μετάβαση συνεχίζει στον 7ο αιώνα π.X., οπότε και εμφανίζεται η αγορά ως πυρήνας της πόλης (Δρήρος, δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.X.). Οι Σκοτεινοί Αιώνες μπορούν λοιπόν να θεωρηθούν ως η διαμορφωτική περίοδος του πολιτισμού των ιστορικών χρόνων. Συγχρόνως όμως ορίζουν μια διακριτή και ενιαία διάρκεια του ιστορικού χρόνου: τα χαρακτηριστικά τους αντιπαραβάλλονται σε εκείνα των γειτονικών περιόδων, οι οποίες μοιράζονται τις ευρείες συναλλαγές, τη σύνθετη ιεραρχημένη κοινωνική οργάνωση, όπως και την ύπαρξη της γραφής και των παραστατικών τεχνών (Snodgrass 1987, 170-174).

O αρνητικά φορτισμένος όρος Σκοτεινοί Αιώνες οφείλεται ακριβώς στην απουσία των στοιχείων αυτών και προϋποθέτει την παραδοχή ότι η ύπαρξή τους είναι επιθυμητή σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό. Φαίνεται όμως πως η επιστροφή σε μια οικονομία αυτάρκειας και σε μικρής κλίμακας κοινωνικούς σχηματισμούς δεν αποτέλεσε τόσο μια υποχώρηση σε ένα χαμηλότερο πολιτιστικό επίπεδο, όσο μια λύση στα προβλήματα που ανέδειξαν η κατάρρευση της ανακτορικής οργάνωσης και των δικτύων ανταλλαγών της εποχής του χαλκού (Snodgrass 1987, 186-188).

Οι Έλληνες των ιστορικών χρόνων συγκράτησαν από την περίοδο αυτή ελάχιστες όσο και συγκεχυμένες αναμνήσεις (Snodgrass 1971, 2-20). Tον 8ο αιώνα π.X., κατά τη μετάβαση μεταξύ των δύο περιόδων, φαινόμενα όπως η διάδοση των επών, η επαναχρησιμοποίηση μυκηναϊκών τάφων ή και η απόδοση λατρείας σε κάποιους από αυτούς λόγω της συσχέτισής τους με μυθικούς ήρωες, εκφράζουν στο ιδεολογικό επίπεδο μια προσπάθεια επανοικειοποίησης του απόμακρου και μυθοποιημένου πλέον μυκηναϊκού παρελθόντος (Coldstream 1977, 341-356)· ταυτόχρονα όμως δηλώνουν και το μέγεθος της τομής που έχει επέλθει με την πραγματικότητα των Σκοτεινών Αιώνων.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:47