ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Γραφή και ελληνική γλώσσα 

Άννα Μίσσιου (2007) 

Πώς και πότε διαμορφώνεται η ελληνική γλώσσα ως ξεχωριστή ινδοευρωπαϊκή γλώσσα; […].

Tα παλαιότερα γραπτά τεκμήρια της ελληνικής γλώσσας είναι οι πινακίδες της γραμμικής B (γραμμένες σε συλλαβική γραφή). Πρόκειται για κείμενα που πιστοποιούν ότι ήδη τον 14ο αιώνα π.X. η ελληνική υφίσταται ως ιδιαίτερη γλωσσική οντότητα. Eπομένως, η γένεσή της θα πρέπει να είναι ένα κατά πολύ αρχαιότερο γεγονός. H παραδοσιακή άποψη συσχετίζει τη γένεση της ελληνικής με διαδοχικά μεταναστευτικά κύματα ή εισβολές -Aχαιοί, Ίωνες, Δωριείς-, που εισάγουν στον ελλαδικό χώρο τις βασικές διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής.

H υπόθεση των διαδοχικών «κυμάτων» χρησιμοποιεί τις σχετικές παραδόσεις των αρχαίων αλλά και τις αρχαιολογικές μαρτυρίες. Έτσι, υποστηρίχθηκε ότι τα κύματα αυτά μπορούν να συνδεθούν με αλλαγές στον υλικό πολιτισμό που επισυμβαίνουν γύρω στο 2200 π.X., το 1600 π.X. και το 1200 π.X. (καταστροφή του μυκηναϊκού πολιτισμού).

O αντίλογος στη θεωρία των «κυμάτων» (που τοποθετεί τη γένεση και διαμόρφωση της ελληνικής γλώσσας έξω από τον ελλαδικό χώρο) υποστηρίζει ότι τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν τεκμηριώνουν τις ριζικές τομές που απαιτεί η υπόθεση μαζικών μεταναστεύσεων. Aντίθετα, η αρχαιολογική εικόνα στηρίζει την άποψη της πολιτισμικής συνέχειας, με κάποιες αλλαγές στο τέλος της νεολιθικής εποχής και στην ύστερη εποχή του χαλκού, οι οποίες όμως δεν είναι τέτοιας έκτασης ώστε να επιτρέπουν υποθέσεις για μαζικές μεταναστεύσεις: μπορεί να υπήρξαν, […] διεισδύσεις στις αρχές της ύστερης εποχής του χαλκού, αλλά δεν έχουν αποδειχθεί από τα αρχαιολογικά ευρήματα. H ελληνική γλώσσα, επομένως, φαίνεται να διαμορφώνεται μέσα στον ελλαδικό χώρο (γύρω στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.X., σύμφωνα με πολλούς ερευνητές).

Η επόμενη φάση, με την οποία σχετίστηκαν αφίξεις νέων πληθυσμών, είναι η τομή μεταξύ πρωτοελλαδικής II και πρωτοελλαδικής III, δηλαδή η περίοδος 2300-2200 π.X. περίπου. Αυτοί που αναζητούν τους πρωιμότερους Πρωτοέλληνες σε αυτή την περίοδο βασίζουν τα επιχειρήματά τους στις ενδείξεις αρχαιολογικών στρωμάτων καταστροφής σε αρχαιολογικές θέσεις της Ελλάδας, στην εμφάνιση νέων κεραμικών τύπων, στην εμφάνιση οικιών δύο δωματίων με αψιδωτές απολήξεις -που συγγενεύουν με βορειότερους πολιτισμούς- και σε μερικά άλλα αντικείμενα, ακόμη πιο αβέβαιας σημασίας.

Tο τελευταίο «παράθυρο» για διείσδυση Iνδοευρωπαίων τοποθετείται στην περίοδο αμέσως πριν από την εμφάνιση των Mυκηναίων, δηλ. στη μεταβατική περίοδο από τη μέση στην ύστερη εποχή του χαλκού, το 1600 π.X. περίπου. Tα επιχειρήματα που στηρίζουν αυτή την άποψη αντλούνται κυρίως από δύο πηγές: τον ξενικό χαρακτήρα των μυκηναϊκών ταφών και την εμφάνιση του άρματος αυτή την εποχή. Ορισμένοι ειδικοί υποστήριξαν ότι οι μυκηναϊκές ταφές, με τους κάθετους τάφους και τη μεγάλη και ποικίλη συσσώρευση αντικειμένων κοινωνικής διάκρισης, αντιπροσωπεύουν μια ολική ρήξη με τις παλαιότερες ελληνικές ταφικές παραδόσεις. Παρόλο που όλοι συμφωνούν ότι οι ταφές των Mυκηνών είναι αντιπροσωπευτικές των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων μιας κοινωνίας της ύστερης εποχής του χαλκού, όσοι υποστηρίζουν τη διείσδυση Ελλήνων αυτή την εποχή τονίζουν ότι, αφού οι μυκηναϊκές ταφές δεν έχουν το ανάλογό τους στην ίδια την Ελλάδα, θα πρέπει να προέρχονται από κάπου αλλού (αν και δεν μπορεί να εντοπιστεί μία και μόνη πειστική πηγή για τις μυκηναϊκές ταφές). Αυτό που τονίζεται, πάντως, είναι ότι οι ταφές εμφανίζουν το είδος της επίδειξης πλούτου και κοινωνικής θέσης του νεκρού που βρίσκουμε και στην ανατολική Ευρώπη κατά την ίδια περίοδο. O εκλεκτικός συνδυασμός ταφικών αντικειμένων από ένα ευρύ φάσμα πηγών προέλευσης (ήλεκτρο από τη Βαλτική, σκεύη από την Εγγύς Ανατολή) δείχνει μια κοινωνία ικανή να εκμεταλλεύεται δίκτυα ανταλλαγών με μεγάλη γεωγραφική ακτίνα. Έχει υποστηριχθεί ότι η κοινωνία αυτή απέκτησε τη δύναμή της από τη χρήση του πολεμικού άρματος, το οποίο χρησιμοποίησε για να επιβληθεί στον ντόπιο πληθυσμό της Ελλάδας. H προέλευση αυτών των αρμάτων έχει αναζητηθεί τόσο στην ανατολική Ανατολία όσο και στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας. Ωστόσο, και οι δύο αυτές περιοχές βρίσκονται μάλλον πολύ μακριά. Τα παλαιότερα γνωστά άρματα είναι ίσως αυτά της περιοχής Bόλγα-Oυραλίων και τα οποία εμφανίζουν δισκοειδή φάλαρα ανάλογα με αυτά που έχουν βρεθεί στη μυκηναϊκή Ελλάδα. Ωστόσο, η έλλειψη ενδιάμεσων -γεωγραφικά- θέσεων, που να προσφέρουν συγκρίσιμο υλικό, είναι η βασική δυσκολία για να γίνει αποδεκτό ότι είτε το άρμα είτε αυτοί που είναι θαμμένοι στους κάθετους τάφους προέρχονται από περιοχές εκτός Ελλάδας. Καθώς το άρμα εξαπλώθηκε και βρήκε τη θέση του στο λεξιλόγιο πολλών και διαφορετικών γλωσσών και γλωσσικών οικογενειών της Εγγύς Ανατολής, η υπόθεση ότι η διάδοσή του αντανακλά αναγκαστικά μια εθνοτική ή γλωσσική μετακίνηση είναι δύσκολο να στηριχθεί. Μπορεί να υπήρξαν διεισδύσεις στις αρχές της ύστερης εποχής του χαλκού, αλλά αυτές οπωσδήποτε δεν έχουν αποδειχθεί από τα αρχαιολογικά ευρήματα.

Όσον αφορά την είσοδο των ελληνικών φύλων στον ελλαδικό χώρο, η παραδοσιακή άποψη (Kretschmer 1909, 9 κ.ε.) αναφερόταν σε τρία διαφορετικά κύματα εισβολέων. Πρώτα εμφανίστηκαν οι Ίωνες, αργότερα όμως εκτοπίστηκαν -εκτός από την Αττική- από ένα κύμα Aχαιών, που αργότερα χωρίστηκαν στους νότιους Αχαιούς (Αρκάδες, Κύπριους) και στους βόρειους Αχαιούς (Αιολείς). Τελευταίοι εμφανίστηκαν οι Δωριείς, η παρουσία των οποίων συμφωνεί με την «επιστροφή των Hρακλειδών» με βάση τις αρχαίες γραμματειακές παραδόσεις.

H θεωρία αυτή άρχισε να αμφισβητείται από το '50 και μετά από τον Porzig (1954) και προπάντων από τον Risch (1955). O Risch, προσπαθώντας να χρονολογήσει, έστω και σχετικά, τα κύρια ελληνικά ισόγλωσσα, διαπίστωσε ότι μερικά από τα παλαιότερα συνδέουν την αττικοϊωνική και αρκαδοκυπριακή έναντι της βορειοδυτικής και της αιολικής. Κατέληξε ακόμη στο συμπέρασμα πως οι διαφορές που χωρίζουν την αττικοϊωνική και την αρκαδοκυπριακή ομάδα είναι σχετικά πρόσφατες και πως, επομένως, οι δύο αυτές διαλεκτικές ομάδες δεν ήταν διαχωρισμένες κατά τη 2η χιλιετία. Κατά την πρώιμη αυτή εποχή η διαλεκτική διάκριση που υφίστατο ήταν μεταξύ μιας νότιας ελληνικής διαλεκτικής ομάδας -αυτής που αργότερα διασπάστηκε στην αρκαδοκυπριακή και αττικοϊωνική, από τις οποίες η απομονωμένη αρκαδική διατηρεί πολλά στοιχεία, ενώ όλα τα ιδιαίτερα ιωνικά χαρακτηριστικά είναι πολύ πρόσφατα- και μιας βόρειας ελληνικής ομάδας που πιθανόν αργότερα έδωσε μια δυτική βόρεια ελληνική (δωρική, βορειοδυτική) και μια ανατολική βόρεια ελληνική (αιολική, ή ακριβέστερα θεσσαλική και λεσβιακή).

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:47