«Αυτό το παράπονον», διηγείται ο στρατηγός Mακρυγιάννης, «δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώση, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Aγιάννη, ότι εις το σπίτι του μόγινε αυτείνη η ζημιά και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του και κλειώ την πόρτα κι’ αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνιες […] Kαι τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι’ ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντίλι ασημένιον. Με της πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον» (Μακρυγιάννης 1994, 67). Μέσα στα κείμενα του Μακρυγιάννη υπάρχουν πολλά στοιχεία από την προφορική ποικιλία που μιλούσαν στην κεντρική Στερεά την εποχή εκείνη οι άνθρωποι που δεν είχαν έρθει σε συστηματική επαφή με τη λόγια γραπτή παράδοση μέσω του σχολείου ή της εκκλησίας. O Μακρυγιάννης αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, ένα δείγμα της πλειοψηφίας του πληθυσμού που μιλάει μια τοπική διαλεκτική ποικιλία της νέας ελληνικής και ελάχιστα βρίσκεται σε επαφή με τη λόγια παράδοση και επιρροή, η οποία, όταν υπάρχει, περνά κυρίως μέσα από την εκκλησιαστική γλώσσα. Αυτές τις τοπικές ποικιλίες μεταφέρουν μαζί τους όσοι θα εγκατασταθούν στην πρωτεύουσα μετά το 1830. Μέσα από το ζύμωμα αυτών (μεταξύ των οποίων κυρίαρχο ρόλο παίζει η πελοποννησιακή), αλλά και κάτω από τη λόγια επιρροή μέχρι ενός σημείου, αποκρυσταλλώνεται η νέα κοινή που θα απλωθεί μέχρι το τέλος του αιώνα σε ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνόφωνου κόσμου.