«Στα Eλληνικά Xρονικά, εφημερίδα του Μεσολογγίου, καταγράφονταν τα καθημερινά περιστατικά της πολιορκίας». H γλώσσα όμως που χρησιμοποιούσε η εφημερίδα στις περιγραφές της ήταν η γλώσσα της λόγιας παράδοσης, παρόλο που οι αρθρογράφοι βρίσκονταν σε ένα πλαίσιο που είχε να κάνει με μια γλώσσα καθαρά προφορική, δηλαδή τη γλώσσα των μαχών, των οπλαρχηγών πολεμιστών, της ωμής βίας και της έντασης, μια γλώσσα που συν τοις άλλοις είχε έντονα διαλεκτική χροιά. «Μεταξύ πολλών βομβών», περιγράφει η εφημερίδα, «αι οποίαι εκπυρσοκροτούσαν ενώπιον των οφθαλμών μας έπιπτε εκεί μία εις τινα των πλατειών της πόλεώς μας, την οποίαν βλέποντας ένας κύων, έτρεξε προς το μέρος όπου διευθύνετο να πέση, νομίζων, ως φαίνεται, να εύρη τι χρήσιμον δια τροφήν του· η έκρηξις όμως της βόμβας έκαμε να επιστρέψει οπίσω με όλην του την ταχύτητα· αλλ’ οι παρευρεθέντες όλοι, γελώντες δια την κωμωδίαν ταύτην, εξέλαβον ότι ο σκοπός του κυνός απέβλεπεν εις το να υπερασπισθή και ούτος την πατρίδα του, τραβών με το στόμα το φυτίλι της βόμβας και ούτος εμποδίζων την έκρηξιν» (Σιμόπουλος 1998, 61-62). Παρατηρούμε τελικά ότι πέρα από το νομικό και το διοικητικό πεδίο επικοινωνίας, όπου η αρχαΐζουσα ποικιλία είναι σχετικά δοκιμασμένη, και ταυτόχρονα απαντάει σε συγκεκριμένες σκοπιμότητες, η τελευταία διεκδικεί και επιβάλλεται σε χώρους επικοινωνίας τους οποίους θα μπορούσε κάλλιστα να καταλάβει και κάποια προφορική.