Τα συνταγματικά κείμενα που ψηφίστηκαν κατά την Επανάσταση καθώς και οι νόμοι, συντάχθηκαν σε μια καθαρεύουσα στην οποία δεν βρίσκονται ακόμη οι υπεραρχαϊστικές υπερβολές που συναντάμε δυο δεκαετίες αργότερα: «Όλοι οι Έλληνες εισίν όμοιοι ενώπιον των νόμων άνευ τινος εξαιρέσεως ή βαθμού ή κλήσεως»∙ «Οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα να συσταίνωσι καταστήματα παντός είδους, παιδείας, φιλανθρωπίας, βιομηχανίας και τεχνών, και να εκλέγωσι διδασκάλους δια την εκπαίδευσιν των», αναφέρουν τα συνταγματικά κείμενα της Επιδαύρου και της Τροιζήνας αντίστοιχα. Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, τις στιγμές εκείνες κανείς δεν αμφισβήτησε τη χρήση της συγκεκριμένης ποικιλίας. Θα παρατηρούσαμε, βέβαια, ότι πρόκειται για μια γλώσσα η οποία είχε δοκιμαστεί αρκετά σε επίσημα νομικά κείμενα κατά το παρελθόν. Για τους ανθρώπους που συνέταξαν αυτά τα κείμενα, επρόκειτο για έναν κώδικα που κατείχαν και χρησιμοποιούσαν με σχετική ευκολία σε αυτό το είδος επικοινωνίας. Από την άλλη, οι «κατέχοντες» αυτή τη σχετικά απρόσιτη στους πολλούς γλώσσα, καθώς και η νομική και διοικητική γνώση την οποία είχαν στα χέρια τους, ήταν ένα πολύτιμο μέσο που τους έδινε, κατά κάποιον τρόπο, δικαίωμα πρόσβασης στην πολιτική εξουσία. Ας μην ξεχνάμε ότι, στη διάρκεια του παράλληλου αγώνα για τον έλεγχο της νεοπαγούς εξουσίας, κάθε ομάδα που ενεπλάκη στην εξέγερση (οπλαρχηγοί, κλήρος, Φαναριώτες, προεστοί κλπ.), χρησιμοποίησε τα μέσα που είχε στη διάθεσή της προκείμενου να αποκτήσει πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό. Γι’ αυτό και η διοικητική και γλωσσική προπαίδεια των εγγράμματων βοήθησε στη συμβολική περιχαράκωση ενός πεδίου στο οποίο η πρόσβαση ορισμένων άλλων ομάδων, όπως λ.χ. οι οπλαρχηγοί, ήταν από δύσκολη έως αδύνατη. Όλοι αυτοί οι παράγοντες που προαναφέραμε, οφείλουν ουσιαστικά να μελετηθούν προκειμένου να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους υπήρξε η σιωπηρή αποδοχή της καθαρεύουσας σε αυτούς τους χρόνους.