Δεδομένου ότι τα ελληνικά διδάσκονται ήδη στη δευτεροβάθμια, ο Eichtal θα θεωρήσει πως δεν έχουν παρά να μεταρρυθμίσουν αυτό που ήδη υπάρχει: «Πρόκειται μόνο για ανάπτυξη αυτού που υπάρχει και αποφασιστικής τοποθέτησής του σε πρακτική βάση. Σε σχέση με αυτό, το πρώτο μέτρο που θα έπρεπε να ληφθεί θα ήταν η εισαγωγή των νέων ελληνικών στο σχολείο ως πρώτη βαθμίδα διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας […]. Το οποίο σημαίνει ανάγνωση γνωστών έργων και υιοθέτηση της εθνικής προφοράς. […] Υπάρχει άλλωστε ένα ειδικό σημείο και με πιο μεγάλο ενδιαφέρον για το οποίο η εισαγωγή των ελληνικών ως διεθνούς παγκόσμιας γλώσσας θα είχε πολύ ιδιαίτερη σημασία: αναφερόμαστε στην καθιέρωση, στις σύγχρονες μας κοινωνίες, ενός αληθινά ορθολογικού συστήματος δημόσιας εκπαίδευσης. Με το σημερινό καθεστώς ο αριθμός των γλωσσών που κανείς μπορεί να διδάξει, ενόψει των αναγκών της πρακτικής ζωής, είναι ήδη παντού σημαντικά αυξημένος και τείνει να αυξηθεί περισσότερο. Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία διασύνδεση ανάμεσα σε αυτή την πρακτική διδασκαλία και τη διδασκαλία των κλασικών γραμμάτων, των θρησκευτικών, της ηθικής, της λογοτεχνίας, που να βασίζεται στη μελέτη της εβραϊκής, ελληνικής και ρωμαϊκής λογοτεχνίας, διδασκαλία που, κάτω από την επίβλεψη του Χριστιανισμού, ήταν και θα έπρεπε να συνεχίσει να είναι η βάση του πολιτισμού μας. Λοιπόν, μαζί με την υιοθέτηση της ελληνικής ως διεθνούς παγκόσμιας γλώσσας όλα αυτά τα μειονεκτήματα εξαφανίζονται» (Eichtal 1864, 8-9∙ μτφρ. Α. Λίχου).