Σε αυτό το γεγονός ιδιαίτερο ρόλο θα παίξει η θεώρηση της ελληνικής ως πηγής του Θείου Λόγου και έτσι θα δούμε αρκετούς λογίους της εποχής να διεκδικούν την καταγωγή των γλωσσών τους και από τη εβραϊκή. Σε μια εποχή όπου η γενεαλογία των ευρωπαϊκών και μεσογειακών λαών ορίζεται από τα βιβλικά κείμενα, η αναδρομή σε εβραϊκές ή αρχαιοελληνικές ρίζες έχει έναν σχεδόν αυτονόητο χαρακτήρα. Όπως αναφέρει ο Giard (1992, 209), οι αναδυόμενες νέες γραμματειακές γλώσσες είναι «βασισμένες στην απευθείας συγγένεια με τα εβραϊκά ή τα ελληνικά, κατά συνέπεια χρωματισμένες από την αρχαιότητα. Το επιχείρημα παρουσίαζε το διπλό πλεονέκτημα να παραμερίζει την ίδια στιγμή την ηγεμονική αξίωση της ιταλικής, της καθομιλούμενης που υπερίσχυε λόγω της άμεσης σχέσης της με τη λατινική. Με αυτό τον τρόπο θα έπρεπε να διαβάζονται οι υπερβολικές αποδείξεις που καθένας δημιουργούσε για να συνδέσει με προνομιακό τρόπο τη δική του καθομιλουμένη με την ιερή πηγή της γνώσης, τα ελληνικά∙ αυτό εξηγεί επίσης αυτή τη μανία για δάνεια που στόχευαν να εξελληνίσουν τη γλώσσα […]» (μτφρ. Α. Λίχου). Σχετικά με το ζήτημα της γενεαλογίας των ευρωπαϊκών λαών και γλωσσών κατά την περίοδο της Αναγέννησης βλ. και Olender 1989.