Για αρκετούς αιώνες το Βατικανό είχε τον αποκλειστικό και απαραβίαστο έλεγχο των ιερών κειμένων, τα οποία ήταν δοσμένα στις λατινικές τους μεταφράσεις. H θεολογική σκέψη και τα δόγματα, κατά συνέπεια, είναι χτισμένα σε αυτή τη γλωσσική πραγματικότητα, ενώ δεν υπάρχει δυνατότητα ελέγχου τους με βάση τα πρωτότυπα. Από την άλλη, η καθολική θεολογία από τον 13ο αιώνα κυριαρχείται από την αριστοτελική σκέψη, με τα αριστοτελικά κείμενα να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά στις λατινικές τους μεταφράσεις. Αυτές οι τελευταίες αποτελούσαν συχνά δεύτερο βαθμό μετάφρασης, δεδομένου ότι επρόκειτο για αραβικές μεταφράσεις του Αριστοτέλη οι οποίες επαναμεταφράστηκαν στα λατινικά (Saladin 2000, 42-43). Όμως, οι δύο βαθμοί μετάφρασης σήμαιναν και την ουσιαστική απομάκρυνση από το πρωτότυπο. Ουσιαστικά, η ζητούμενη πρόσβαση στις ελληνικές και εβραϊκές πηγές έχει ως στόχο, μεταξύ άλλων, την επανεξέταση της γνώσης και την ανατροφοδότηση της γλώσσας.