Τα λατινικά την περίοδο εκείνη δεν ήταν ακόμη η νεκρή γλώσσα που γνωρίζουμε σήμερα, χωρίς βέβαια να είναι και η μητρική γλώσσα κανενός. Κυριαρχούσε στον γραπτό λόγο σε διακριτά επικοινωνιακά πεδία, στα οποία είχε και διαφορετικές αποχρώσεις: από τη μια έχουμε την εκκλησιαστική γλώσσα, η οποία τροφοδοτείται από την πρωτοχριστιανική λατινική καθώς και αυτή των λατίνων Πατέρων της Εκκλησίας· από την άλλη, έχουμε τη γλώσσα της διοίκησης, έντονα τυποποιημένη και άκαμπτη, ενώ συγγενής με αυτή είναι η γραμματειακή γλώσσα των σχολαστικών, η οποία θα βρεθεί και στο στόχαστρο των ουμανιστών: «Κάτω από τους χαρακτηρισμούς του “βάρβαρου” και του “έκφυλου”», αναφέρει ο Saladin (2000, 405) «αυτοί [ο Βάλλας και ο Έρασμος] κατήγγειλαν τα λατινικά των σχολαστικών ως μια γλώσσα που διεκδικούσε τον μονοσήμαντο χαρακτήρα της, όργανο ενός κλειστού λόγου που εμπόδιζε την πρόσβαση στις πηγές».