H γνώση της αρχαίας ελληνικής είναι εξαιρετικά περιορισμένη, αν και όχι ολοσχερώς απούσα, κατά την περίοδο του δυτικού Μεσαίωνα και, όποτε επιχειρείται, είναι υπόθεση μεμονωμένων αρχόντων – μαικήνων ή μοναχών και μοναστηριών. H ελληνική σε αυτούς τους αιώνες, όπου υφίσταται, είναι το αποκλειστικό όχημα της θεολογικής γραμματείας και μεταφέρει κυρίως τη θεολογική σκέψη των Πατέρων της βυζαντινής εκκλησίας στη Δύση. Σε όλη αυτή την περίοδο έχουμε σποραδική παρουσία ελληνόφωνων λογίων στη Δύση, εξαιρετικά περιορισμένη κυκλοφορία ελληνικών (θρησκευτικών κατά βάση) χειρογράφων, ενώ τα κέντρα μελέτης, διδασκαλίας και μετάφρασης των ελληνικών, πέρα από μια παρένθεση κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η νότια Ιταλία, όπου οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί, η παρουσία ορθόδοξων μοναστηριών και η κατά καιρούς υπαγωγή της στη βυζαντινή διοίκηση βοηθούν στην, έστω και περιορισμένη, διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και των ελληνικών γραμμάτων. Σχετικά με αυτό το ζήτημα βλ. Riché 1999, 92-96 και Riché1988, 148-154.